Η Γάζα, τόπος που δεν προλαβαίνει να θρηνήσει τους νεκρούς της καθημερινά, είναι το φόντο και ο παλμός του νέου ντοκιμαντέρ της Σεπιντέ Φαρσί. Εκεί, μέσα στα ερείπια και στις εκρήξεις, ένα κορίτσι επιμένει να χαμογελά. Η Φατμά, φωτορεπόρτερ, ορίζει με μια φράση ολόκληρη τη ζωή της: «Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα». Από αυτή τη φράση γεννιέται το έργο της Φαρσί – ένα ντοκιμαντέρ που δεν δείχνει εικόνες πολέμου, αλλά τις κουβαλά στις σιωπές και στις συνομιλίες δύο γυναικών που μιλούν πίσω από μια οθόνη.

Η σκηνοθέτης χτίζει όλη την ταινία πάνω στις βιντεοκλήσεις που είχε με τη Φατμά κατά τη διάρκεια των επιθέσεων στη Γάζα. Δεν υπάρχουν άλλα πλάνα, μόνο πρόσωπα που φωτίζονται από το φως του κινητού, μια φωνή που καθυστερεί, ένα βλέμμα που προσπαθεί να μείνει σταθερό. Και αυτή ακριβώς η απλότητα γίνεται δύναμη. Ο θεατής βρίσκεται μέσα στην οικειότητα μιας συνομιλίας που ποτέ δεν σχεδιάστηκε για να γίνει ταινία, κι όμως, εκεί γεννιέται η πιο αυθεντική μαρτυρία.

Η Φατμά είναι η ψυχή του φιλμ. Πάντα με ένα χαμόγελο, πάντα με τη διάθεση να μοιραστεί, να ονειρευτεί, να γελάσει, ακόμα και όταν έξω από το σπίτι της πέφτουν βόμβες. Μιλά για τη δουλειά της, για τα σχέδιά της, για την επιθυμία να ταξιδέψει, για τη φωτογραφία που της δίνει λόγο ύπαρξης. Στις πιο τρυφερές στιγμές, συζητά με τη Φαρσί για πράγματα απλά, καθημερινά, κι όμως, πίσω από κάθε φράση ακούγεται ο ήχος του φόβου.

Οι κλήσεις τους, συχνά διακοπτόμενες, γεμάτες τεχνικά προβλήματα, μεταφέρουν αυτό το άγχος της αναμονής: κάθε φορά που το τηλέφωνο χτυπά, ο θεατής κρατά την ανάσα του. Θα απαντήσει; Θα είναι ακόμη εκεί; Το ντοκιμαντέρ μάς βάζει μέσα σε αυτή τη συνεχή αβεβαιότητα, στην ευθραυστότητα μιας ζωής που κρέμεται από τη σύνδεση του Wi-Fi.

Μέσα από τις συνομιλίες, η Φατμά βρίσκει μια φωνή και μια έξοδο προς τον κόσμο. Η Φαρσί δεν είναι απλώς σκηνοθέτιδα, αλλά συνομιλήτρια όπου η παρουσία της γίνεται μια αόρατη αγκαλιά. Για τη Φάτμα, αυτές οι κουβέντες είναι παράθυρο προς την ελευθερία, μια στιγμή όπου μπορεί να ξεχάσει τον θόρυβο των αεροπλάνων και να ονειρευτεί ξανά. Και όταν κάποια στιγμή αναφέρει, με τη φράση από το «Τελευταία Εξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ», ότι «η ελπίδα είναι ένα επικίνδυνο πράγμα», δεν το λέει με κυνισμό αλλά με πλήρη συνείδηση του τι σημαίνει να επιμένεις να ζεις.

Η Σεπιντέ Φαρσί σκηνοθετεί με διακριτικότητα και σεβασμό. Δεν προσπαθεί να εξηγήσει ούτε να ερμηνεύσει. Κρατά τον φακό στα πρόσωπα, αφήνοντας τις λέξεις και τις παύσεις να πουν όσα δεν χρειάζεται να ειπωθούν. Το μοντάζ της δίνει ρυθμό στις κλήσεις, κάνοντάς τις να μοιάζουν με παλμό, έναν παλμό που άλλοτε δυναμώνει, άλλοτε σβήνει για λίγο και ξαναρχίζει.

Η ταινία ολοκληρώνεται με την τελευταία συνομιλία των δύο γυναικών. Η Φαρσί, γεμάτη ενθουσιασμό, ενημερώνει τη Φατμά ότι το ντοκιμαντέρ τους έχει επιλεγεί για τις Κάννες και την ρωτάει αν θα μπορέσει να έρθει μαζί της στο φεστιβάλ, κάτι που η Φατμά θέλει πολύ να το κάνει. Είναι μια σκηνή που μοιάζει με υπόσχεση για μέλλον - μια υπόσχεση που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Λίγο πριν τους τίτλους τέλους, μια λιτή φράση εμφανίζεται στην οθόνη: «Η Φατμά και η οικογένειά της σκοτώθηκαν σε βομβαρδισμό από τις ισραηλινές δυνάμεις». Τίποτα περισσότερο, καμία εικόνα, κανένα βίντεο, καμία δραματοποίηση. Μόνο η σιωπή, που αφήνει τον θεατή να νιώσει όλο το βάρος της απώλειας.

Μια μέρα μετά την ανακοίνωση της επιλογής της ταινίας στο Φεστιβάλ Καννών, η Φάτμα σκοτώθηκε μετά από ισραηλινό βομβαρδισμό στο σπίτι της. Αυτή η σπαρακτική απώλεια εμβαθύνει την επίδραση της ταινίας, που συνδυάζει την ακατέργαστη αμεσότητα με την βαθιά ανθρωπιά για να απεικονίσει τη σκληρή πραγματικότητα της καθημερινής ζωής κατά τη διάρκεια συγκρούσεων, ιδωμένη μέσα από τα μάτια όσων είναι παγιδευμένοι σε έναν ατελείωτο κύκλο πολέμου και ζουν υπό πολιορκία.

Η Φατμά έλεγε πως στη Γάζα, όταν βγαίνεις έξω, πρέπει να κουβαλάς την ψυχή σου στο χέρι, για να μη τη χάσεις. Με αυτό το ντοκιμαντέρ, η Σεπιντέ Φαρσί κάνει ακριβώς αυτό: κρατά την ψυχή της φίλης της και τη μοιράζεται με τον κόσμο. Το «Κράτα την Ψυχή σου Στο Χέρι και Περπάτα» δεν είναι εύκολο φιλμ, είναι όμως βαθιά ανθρώπινο. Δείχνει τη ζωή που συνεχίζει, τη φιλία που γεννιέται μέσα στον τρόμο, την επιμονή να ελπίζεις παρ’ όλα όσα γνωρίζεις. Κι ενώ η δομή του είναι απλή, σχεδόν στατική, η συναισθηματική του δύναμη σε ακολουθεί πολύ μετά το τέλος.