Φεστιβάλ / Βραβεία

Μία πικρή βόλτα στον «Valentine Road» αυτού του ακόμα τόσο ομοφοβικού κόσμου...

στα 10

Ενα 15χρονο γκέι αγόρι εξομολογείται σ' έναν συμμαθητή του ότι θα ήθελε να είναι ο Βαλεντίνος του. Μια μέρα μετά, ο ντροπιασμένος στρέιτ τον εκτελεί εν ψυχρώ μέσα στην τάξη με το όπλο του παππού του. Η Μάρτα Κάνινγχαμ στήνει την κάμερα απέναντι σε όσους βίωσαν και βιώνουν ακόμα τις συνέπειες αυτού του εγκλήματος μίσους.

Μία πικρή βόλτα στον «Valentine Road» αυτού του ακόμα τόσο ομοφοβικού κόσμου...

Ο 15χρονος Λάρι Κινγκ δολοφονήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 2008 από τον 14χρονο Μπράντον Μακ Ινερνι την ώρα που όλη η τάξη δαχτυλογραφούσε μία εργασία για την ανοχή, έχοντας διαβάσει το «Ημερολόγιο της Αννας Φρανκ». Ο Λάρι ήταν μιγάς και παράλληλα ένα μικρόσωμο αγοράκι, ή μάλλον ένα μικροκαμωμένο κοριτσάκι γεννημένο σε λάθος σώμα, που μεγάλωσε κακοποιημένος μέσα σε μία σειρά από θετές οικογένειες και είχε καταλήξει σε ορφανοτροφείο προστασίας παιδιών με ανάλογο ιστορικό. Εκεί του έδειξαν για πρώτη φορά αποδοχή, εκεί πήρε θάρρος, εκεί αποφάσισε να μην κρύβεται ντροπιασμένος. Δύο εβδομάδες πριν τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου ξεκίνησε να πηγαίνει στο σχολείο φορώντας μέικ απ, σκουλαρίκια και μπότες με τακουνάκι. Η σκληρότητα της εφηβείας έβραζε και έψαχνε αφορμή να ξεσπάσει. Οι ενήλικες καθηγητές, ο κάθε ένας προσωπικά αλλά και όλοι μαζί ως θεσμικό όργανο, έστεκαν μουδιασμένοι και ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Λίγες μέρες πριν τη γιορτή της αγάπης, ο Λάρι ακολουθεί το έθιμο του σχολείου: όταν σε ρωτούν ποιον θεωρείς όμορφο, πηγαίνεις και του το εξομολογείσαι. Πλησίασε τον Μπράντον, την ώρα που έπαιζε μπάσκετ με τους φίλους του, και του ζήτησε να γίνει ο Βαλεντίνος του. Την επόμενη μέρα, ο Μπράντον έφερε το όπλο του παππού του στην τάξη και πυροβόλησε δύο φορές εξ επαφής τον Λάρι στο κεφάλι.

Ενα από τα πολύ δυνατά στοιχεία του ντοκιμαντέρ της Μάρτα Κάνινγχαμ είναι ότι, μπροστά σ' ένα τόσο φορτισμένο θέμα, στέκεται με ψυχραιμία. Η κάμερα μένει ανοιχτή και για την τραγική ιστορία του Μπράντον. Τζάνκι μητέρα, ρεμάλι πατέρας - τόσο βίαιος, που σε κάποιο περιστατικό την είχε πυροβολήσει μπροστά στα παιδιά τους. Σύμφωνα με τα αδέλφια του, ο Μπράντον, ο «μικρός», ήταν ο μόνος που δεν είχε ποτέ θέμα με τον νόμο: δεν είχε πιει, δεν είχε πάρει ναρκωτικά, δεν είχε μπλέξει.

Για αυτό και ο φακός στρέφεται στους ενήλικες. Κι εκεί αρχίζει μία roller-coaster καταγραφή απόψεων, γνώμεων, συνεντεύξεων (η σκηνοθέτης παρακολουθεί το θέμα επί 6 χρόνια) με την οποία ανατριχιάζεις, σοκάρεσαι και, σε σημεία, απελπίζεσαι ολοσχερώς για το μέλλον του ανθρώπινου γένους. Ομοφοβικοί καθηγητές που κινητοποιούν τον σχολικό μηχανισμό για «τον ανεξέλεγκτο γκέι μαθητή», χριστιανές καθηγήτριες που τον είχαν συμβουλέψει να κρύψει τη φύση του, ένας διευθυντής που όταν συμβαίνει το περιστατικό παραδίδει τα παιδιά σε έναν στρατό από αρματωμένους ράμπο, γιατί αυτό λέει η ανάλογη διάταξη. Η μοναδική καθηγήτρια που έδειξε κατανόηση και προστάτευε τον Λάρι, απολύθηκε καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνη γιατί στήριζε τη συμπεριφορά του («και να τα αποτελέσματα»). Τώρα δουλεύει στα Starbucks. Ολοι οι υπόλοιποι βρίσκονται στις θέσεις τους και χαίρονται τους μισθούς τους.

2

H ηλικία του δολοφόνου και το δικό του προσωπικό background που τον έχτισε, γροθιά γροθιά, στον bully που είναι, συγκίνησε την αμερικανική κοινωνία (και εμάς μέχρι ένα σημείο) φτάνοντας όμως την υποστήριξη ενός δολοφόνου (και την ενοχοποίηση του θύματος) σε ακραία φαινόμενα. Πάλι ενήλικες σε θεσμικές θέσεις (συνήγορων, κατήγορων, ενόρκων, δικαστών) έχασαν το δάσος σε μία δίκη που κατέληξε παρωδία. «Που είναι τα δικαιώματα ενός παιδιού που ένας γκέι τον ξεφτιλίζει;» «Το σχολείο ήταν τόσο απασχολημένο στην υποστήριξη των δικαιωμάτων ενός μαθητή τραβεστί, που δεν προστάτεψε τον Μπράντον». «Ο Μπράντον δεν είναι δολοφόνος. Πήγε να λύσει κάτι που του έγινε πρόβλημα...» Αναρωτιόμαστε αν θα είχαν τα ίδια επιχειρήματα απέναντι στον βιασμό της κόρης τους και την κοντή της φούστα.

Πέρα από κάθε Μπράντον (ο οποίος στη φυλακή ενηλικιώνεται πανηγυρικά ως ένας ακόμα κανονικός πλέον εγκληματίας), πέρα από κάθε αδικοχαμένο Λάρι: ποια είναι η ωστική δύναμη ενός τέτοιου περιστατικού; Τι μαθαίνουμε, πώς το επεξεργαζόμαστε, πώς το ερμηνεύουμε, πώς μας διαμορφώνει/αλλάζει άποψη, πώς μας ανοίγει τα μάτια; Ή πώς πάντα βρίσκουμε τον τρόπο να συνεχίζουμε τον βαθύ μας ύπνο;

Είναι προς τιμή της Κάνιγχαμ που αφήνει απλά όλες τις πλευρές να εκτεθούν από μόνες τους. Οσα βλέπεις και όσα ακούς σχηματίζουν σταδιακά, ενοχλητικά και σοκαριστικά ένα (πολύ σύνθετο για να βγάλει κανείς αφελή συμπεράσματα) μελανό πορτρέτο των κοινωνιών μας. Η αλήθεια είναι ότι παίρνεις κουράγιο, όταν τουλάχιστον οι συμμαθητές των δύο αγοριών έχουν ξεκάθαρη άποψη για την ομοφοβία και χτυπάνε τατουάζ με πεταλούδες και τη λέξη «ελπίδα», όσο οι ενήλικες γύρω τους δεν έχουν βγάλει ποτέ το κεφάλι τους από το φοβισμένο κουκούλι τους.

1

Γιατί αυτοί οι συμμαθητές, υπάρχει η ελπίδα, ότι θα μεγαλώσουν παιδιά που θα ξέρουν ότι δεν υπάρχει τίποτα το τρομαχτικό, το αηδές και το αβάσταχτο στο γεγονός ότι τους ερωτεύτηκε ένας γκέι συμμαθητής τους. Κάτι τόσο απεχθές που θα τους οδηγήσει στο φόνο, από ντροπή. Ισως αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν τα δικά τους παιδιά σε μέρη που «Valentine Road» δεν είναι το τιμής-ένεκεν όνομα του νεκροταφείου τους. Αλλά ένας δρόμος στρέιτ, γκέι, λευκής, μαύρης, κίτρινης, κατακόκκινης αγάπης. Αποδοχής, κατανόησης και, ναι, αντίρρησης.

Κι ένα μικρό υστερόγραφο: Η άδεια σχεδόν αίθουσα του Ολύμπιον, καθώς όλη η Θεσσαλονίκη λείπει για σοβαρότερα πράγματα όπως τα Κούλουμα, έβλεπε αυτό το ντοκιμαντέρ και σχολίαζε στις ερωτήσεις προς τη σκηνοθέτιδα «το χάλι της αμερικανικής κοινωνίας». Ειρωνικά, έξω από την αίθουσα, οι τηλεοράσεις και τα social media βουίζουν για ένα άλλο νεαρό παιδί, με την δική του ιστορία, που τέντωσε το χέρι στο γήπεδο σε ναζιστικό χαιρετισμό. Εξίσου σύνθετο περιστατικό, όπου όλοι τοποθετηθήκαμε ανάλογα: με ακτιβιστική υπερβολή, με υποκρισία, με επικίνδυνο χιούμορ, με απαράδεκτη απάθεια, με ισοπέδωση, με εξυπνακίστικη υπεροχή, με αγανάκτηση οπαδού που τον ένοιαξε περισσότερο ότι η Ομοσπονδία αντέδρασε πάλι εναντίον στην αδικημένη ομάδα του κι όχι στις άλλες. Πάνω από όλα: με απέραντη ανάγκη να υπερασπίσουμε την επικίνδυνη βλακεία, τη «μικρό παιδί δεν ήξερε τι έκανε» ανοχή μας σε φαινόμενα που θα έπρεπε όλοι να ξέρουμε πώς φουντώνουν, εκτροχιάζονται και αποκτούν ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Οταν η σχολική τσάντα του Μπράντον ανοίγει από τον ντετέκτιβ αστυνομικό που ηγήθηκε της έρευνας τότε, στο σάκο του βρίσκεται η ιστορία της ναζιστικής νεολαίας (τόμος 1 και τόμος 2) κι ένα τετράδιο με σκίτσα του Χίτλερ, σβάστιγκες και τα αρχικά των S.S. «Μα ήταν 14 χρονών, δεν ήξερε τι σκίτσαρε. Κι εγώ σκιτσάρω σαχλαμάρες όταν είμαι αφηρημένη» λέει στην κάμερα μία από τους ενόρκους.

Αυτά.

Διαβάστε περισσότερα για το 15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης