Απ’ τους σημαντικότερους ντοκιμαντερίστες παγκοσμίως, ο Πατρίσιο Γκουσμάν γεννήθηκε το 1941 στο Σαντιάγκο της Χιλής. Σπούδασε κινηματογράφο στη Μαδρίτη και στα τέλη της δεκαετίας του ’60 επέστρεψε στην πατρίδα του με στόχο να πραγματοποιήσει την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας. Η κοινωνικοπολιτική έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε όμως τη δεδομένη στιγμή στη Χιλή άλλαξε ριζικά τα σχέδια του δημιουργού, καθορίζοντας – σχεδόν ορίζοντας - την μετέπειτα πορεία του.
Κατά την προεκλογική εκστρατεία του Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο Γκουσμάν στρέφει την κάμερά του σε όσα διαδραματίζονται στους δρόμους της Χιλής, οριοθετώντας την αρχή ενός έργου – σταθμού στη φιλμογραφία του. «Η Mάχη της Χιλής» (1972-’79, χωρισμένη σε τρία μέρη - «Η εξέγερση της Μπουρζουαζίας», «Το Πραξικόπημα», «Η Δύναμη του Λαού» – αποτελεί το καθηλωτικό χρονικό μιας εποχής που σηματοδότησε την πρόσφατη ιστορία της χώρας. Η διακυβέρνηση και το όραμα του Αλιέντε, το πραξικόπημα Πινοσέτ, οι ραγδαίες κοινωνικές μεταβολές, όλα καταγράφονται εν τη γενέσει τους και ταυτόχρονα αναλύονται με βάση τη μαρξιστική θεωρία. Το έργο ολοκληρώθηκε μέσα σε πέντε χρόνια, ωστόσο διατρέχει όλη την κινηματογραφική πορεία του Γκουσμάν. Ο χιλιανός σκηνοθέτης ανασύρει συχνά ντοκουμέντα, εικόνες και μνήμες από τη Μάχη της Χιλής, ως αντίδοτο ενάντια στη λήθη.
Η Mάχη της Χιλής
Μετά το πραξικόπημα, θεωρείται persona non grata από το καθεστώς. Συλλαμβάνεται και κρατείται για σύντομο χρονικό διάστημα, πριν καταφέρει να διαφύγει από τη χώρα το Νοέμβριο του 1973. Ταξιδεύει στην Κούβα, στην Ισπανία και τη Γαλλία, απ’ όπου, εξόριστος πλέον, υπερασπίζεται τα ‘πιστεύω’ του και στηλιτεύει την πολιτική κατάσταση στη Χιλή, με όπλο του την κάμερα.
Στα ντοκιμαντέρ «Χιλή, η Επίμονη Μνήμη» (1997) και «Χιλή, ένας Γαλαξίας Προβλημάτων» (2010), ο Γκουσμάν θέτει ερωτήματα που σχετίζονται με τη μνήμη και την διαρκή προσπάθεια ενός λαού να επουλώσει τα τραύματα του παρελθόντος, ενώ «Η υπόθεση Πινοσέτ» (2001), με αφορμή τη σύλληψη του Πινοσέτ στο Λονδίνο, δίνει φωνή στα ίδια τα θύματα που επέζησαν για να καταθέσουν ενώπιον των αρχών όσα βίωσαν. Το ντοκιμαντέρ «Σαλβαδόρ Αλιέντε» (2004), σε πρώτο πρόσωπο, αποτίνει φόρο τιμής στο χιλιανό πολιτικό και την ίδια στιγμή συνιστά μια εξομολόγηση του Γκουσμάν για την επιρροή που άσκησε η προσωπικότητα του Αλιέντε στη ζωή του. Εκτός από δικό του και αρχειακό υλικό, στην ταινία για τον Αλιέντε, ο κινηματογραφιστής χρησιμοποιεί και πλάνα που είχε γυρίσει ο Γιόρις Ίβενς, απ’ τους θεμελιωτές της τέχνης του ντοκιμαντέρ, συνθέτοντας, το πιο προσωπικό του ίσως έργο.
Σαλβαδόρ Αλιέντε
Εξίσου πολιτική, ωστόσο με διαφορετικό θεματικό άξονα είναι η ταινία του σκηνοθέτη, «Ο Σταυρός του Νότου» (1992), στην οποία θίγει ζητήματα θρησκείας, πνευματικότητας και μύθων, όπως αυτά εμφανίζονται στη Λατινική Αμερική. «Μ’ αρέσει αυτή η ταινία γιατί είναι η περιγραφή ενός τελετουργικού το οποίο δεν μπορώ να εξηγήσω», αναφέρει ο ίδιος ο Γκουσμάν. Και συμπληρώνει: «Δεν είναι ένα παιδαγωγικό φιλμ, αλλά ένα μίγμα ιστορίας και θρησκευτικού στοχασμού».
Το 2010, ο Γκουσμάν υπογράφει το ντοκιμαντέρ «Νοσταλγώντας το Φως», την πιο ώριμη στιγμή της φιλμογραφίας του, ένα υπαρξιακό δοκίμιο, στο οποίο αναμοχλεύει με ποιητική διάθεση, όλα όσα τον συγκινούν και τον παρακινούν ως άνθρωπο και ως δημιουργό. Αναμφισβήτητα, ένα πολιτικό σχόλιο για τα ‘φαντάσματα’ που κληρονόμησε στη Χιλή το καθεστώς Πινοσέτ, το Νοσταλγώντας το φως, ταξιδεύει στο χώρο - στην έρημο Ατακάμα - και το χρόνο, συνδέοντας τις αρχές της αστρονομίας και της αρχαιολογίας με κοινό παρονομαστή την ανθρώπινη ύπαρξη.
Νοσταλγώντας το Φως
Αδιάκοπος υπηρέτης του σινεμά τεκμηρίωσης, όταν δεν κινηματογραφεί, ο Γκουσμάν διδάσκει την τέχνη του ντοκιμαντέρ σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, ενώ έχει ιδρύσει και το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Σαντιάγκο. Το έργο του, συμπορεύεται με την Ιστορία, εξελίσσεται και εμπνέει τόσο τους θεατές, όσο και την επόμενη γενιά δημιουργών.
Ο ίδιος θα είναι παρών στην Θεσσαλονίκη, για να παρουσιάσει το έργο του και να συνομιλήσει με το κοινό του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης