Ελλάδα, καλοκαίρι, ήλιος, θάλασσα. Στα πλατώματα των βράχων μίας παραλίας γυμνιστών, βρίσκουν φιλόξενο απάγκιο, για δροσερές βουτιές και καυτά περιστασιακά hook-ups, γκέι νεαροί Αθηναίοι. Κάποιοι είναι ζευγάρια, κάποιοι φεύγουν ζευγάρια, κάποιοι μοναχοί κάνουν απλώς το μπάνιο τους, κάποιοι κλείνουν το μάτι, κάποιοι παίρνουν μάτι.

Διαβάστε κι αυτό:Ο Γιώργος Τσιαντούλας & ο Ανδρέας Λαμπρόπουλος μάς προσκαλούν στο «Καλοκαίρι της Κάρμεν»**

O Δημοσθένης κι ο Νικήτας δεν είναι ζευγάρι. Είναι κολλητοί φίλοι από τη Σχολή - σπούδασαν και οι δύο υποκριτική, ο Δημοσθένης τα παράτησε κι έγινε δημόσιος υπάλληλος, ο Νικήτας φιλόδοξος σκηνοθέτης. Έχει μάλιστα πρόταση από έναν Γάλλο παραγωγό να χρηματοδοτήσει την πρώτη μεγάλου μήκους του ταινία, με την προϋπόθεση να παραδώσει μέσα σε λίγες μέρες ένα έξυπνο treatment για μία low-budget ιδέα που θα αποτυπώνει το fun, sexy ελληνικό καλοκαίρι.

Ο Δημοσθένης του προτείνει να τη γράψουν μαζί και να εξιστορεί το καλοκαίρι που υιοθέτησε την Κάρμεν, το μικρό σκυλάκι του πρώην του. Ο Νικήτας δέχεται διστακτικά (είχαν κάνει και στο παρελθόν μία -καταστροφική για τη φιλία τους- απόπειρα να γράψουν μαζί), και οι δυο τους, εκεί στα βράχια, αρχίζουν να βάζουν σε σεναριακή σειρά μνήμες, ασυμφωνίες, χωρισμούς, πόνο, απώλειες, χαρές, one-night-stands, παρεξηγήσεις, γέλια και πίκρες από «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν». Φυσικά, κρατώντας τα πάντα fun, sexy και low budget.

Διαβάστε ξανά τη συνέντευξη των σεναριογράφων στο Flix: Ζαχαρίας Μαυροειδής & Ξενοφώντας Χαλάτσης έφεραν το καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη

Εντεκα χρόνια μετά τον ανεξάρτητο «Ξεναγό», τρία μετά το ντοκιμαντέρ «Στο Σώμα της», και δύο μετά τον «Απόστρατο», ο Ζαχαρίας Μαυροειδής επιστρέφει με ένα ευρηματικό παιχνίδι μεταφηγηματικής μυθοπλασίας: πατώντας πάνω στην ιδέα «της ταινίας μέσα στην ταινία», ο Μαυροειδής (μαζί με τον συνσεναριογράφο του Ξενοφώντα Χαλάτση) αποδομούν (ή και χρησιμοποιούν υπέρ τους) τα κλισέ και ανακατασκευάζουν την παραδοσιακή ρομαντική κομεντί στη δική τους fun και sexy ελληνική εκδοχή.

Η ανατομία των πράξεων ενός σεναρίου και οι κινηματογραφικοί κανόνες συγγραφής του παρουσιάζονται στην οθόνη αυτοσαρκαστικά, όσο οι ήρωες ξαναζούν τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού, δίνουν φωτιά σε καλά θαμμένες παρεξηγήσεις, υπερβάλουν με χαριτωμένους dramaqueenισμούς, ή επιχειρούν να κρύψουν με κωμικές αμηχανίες αυτά που ακόμα πονάνε.

Ο τόνος της ταινίας θα κρατηθεί ανάλαφρος, σαν καλοκαιρινό μαϊστράλι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μαυροειδής δεν έχει ρίξει μία καλά κρυμμένη, στιβαρή άγκυρα, στην ιστορία που θέλει να διηγηθεί. Η Κάρμεν είναι ένα σκυλάκι με σύνδρομο εγκατάλειψης, έχοντας αλλάξει πολλά χέρια και σπίτια. Αλλά με τον φόβο της εγκατάλειψης παλεύουν και οι ήρωες του. Ο Δημοσθένης με την αλμοδοβαρικά χειριστική μάνα και τον απόντα πατέρα που νιώθει ότι ποτέ δεν τον είχαν αποδεχθεί. Ο Νικήτας, από ένα μικρό ακριτικό νησί, που είχε βρει στον Δημοσθένη το δικό του έρμα, αλλά εκείνος ποτέ δεν τον είχε προτεραιότητα. Kατάλοιπα κοινωνικής απόρριψης, ανασφάλειας, lqbtq+ απομόνωσης προβάλουν διακριτικά (ποτέ με βαρύγδουπη ακτιβιστική διάθεση) ως φαντάσματα μίας αργοπορημένη ενηλικίωσης. Οι ήρωες ψάχνουν «σπίτι», όπως και η Κάρμεν,σε σχέσεις, φιλίες αλλά και την queer τους ταυτότητα.

Γιατί, αν κάτι ο Μαυροειδής λούζει με το άπλετο φως του καλοκαιρινού ελληνικού ήλιου, loud and proud, με ειλικρίνεια, ευθύτητα, χιούμορ, αλλά και μία τρυφερή, απαλλαγμένη από βάρη νορμαλιτέ, είναι η queer ταυτότητα - των ηρώων, της ταινίας. Το γυμνό ανδρικό κορμί αποκαλύπτεται άλλες φορές φετιχιστικά, στυλιστικά, καδραρισμένο και νωτισμένο από θάλασσα, ή την αλμύρα του σεξ. Κι άλλες, γιατί όταν οι άνθρωποι κάνουν γυμνισμό ή έρωτα είναι γυμνοί. Έτσι, απλά.

Κι έτσι το αποτέλεσμα είναι και fun και sexy και queer και ελληνικό και παγκόσμιο.

Θυμηθείτε τη συνέντευξη του σκηνοθέτη στο Flix: Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής θέλει να κάνει σινεμά στην Ελλάδα