Εντεκα χρόνια μετά τον ανεξάρτητο «Ξεναγό», τρία μετά το ντοκιμαντέρ «Στο Σώμα της», και δύο μετά τον τον «Απόστρατο», ο Ζαχαρίας Μαυροειδής είναι έτοιμος για την πρεμιέρα της νέας του ταινίας«Το Καλοκαίρι της Κάρμεν».
Μία πρεμιέρα που θα γίνει σε λίγες ώρες, με τον πιο λαμπερό τρόπο: στο διαγωνιστικό τμήμα του Giornate Degli Autori (κάτι αντίστοιχο σε φιλοσοφία με το Δεκαπενθημέρο των Σκηνοθετών των Καννών) της 80ής Μόστρας της Βενετίας!
Λίγο πριν την αυλαία, το Flix επικοινώνησε με τον σκηνοθέτη Ζαχαρία Μαυροειδή και εκείνος μοιράστηκε τις σκέψεις του για την νέα του ταινία, τον ενθουσιασμό συμμετοχής σ' ένα τόσο μεγάλο φεστιβάλ, αλλά και το μέλλον του ελληνικού σινεμά.
To 80o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας διεξάγεται φέτος από τις 30 Αυγούστου μέχρι και τις 9 Σεπτεμβρίου. Το Flix βρίσκεται στο Λίντο για να σας μεταφέρει όλα όσα συμβαίνουν μέσα κι έξω από τις αίθουσες. Συντονιστείτε στην ειδική ενότητα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.
Photo credit: Nikolas Kominis
Εφτασε η μεγάλη ώρα: «Το καλοκαίρι της Κάρμεν» κάνει την πρεμιέρα του στη Βενετία. Ποιο συναίσθημα επικρατεί - ενθουσιασμός, άγχος;
Ενθουσιασμός σίγουρα! Εχω πολύ μεγάλη όρεξη να δω την ταινία με κόσμο. Ξέρεις, στο φινάλε του post-production βλέπεις άπειρες φορές την ταινία, αλλά με τους συνεργάτες σου. Με ελάχιστους φίλους. Εχω μεγάλη προσμονή, κι αγωνία φυσικά, να βρεθώ σε μία αίθουσα γεμάτη με κόσμο και να δω την ταινία. Να ακούσω, να δω αντιδράσεις.
Το ελληνικό σινεμά έχει ενηλικιωθεί τα τελευταία 15 χρόνια: έχει σπάσει τα σύνορα της χώρας, των προσδοκιών του ελληνικού κοινού, μιλάει πλέον μία παγκόσμια κινηματογραφική γλώσσα. Είναι αυτός ο λόγος που η πρεμιέρα σ’ ένα μεγάλο φεστιβάλ σαν την Βενετία έχει και μία επιπλέον μεγάλη σημασία; Για να δεις πώς θα λειτουργήσει η ταινία, σε ένα διεθνές κοινό;
Η αλήθεια είναι ότι κάθε προβολή σ' ένα ξένο φεστιβάλ, με ένα ξένο κοινό, έχει αυτή την ενδιαφέρουσα συνθήκη. Και για ένα σκηνοθέτη είναι πολύ ενδιαφέρον να δει πώς λειτουργεί κάτι ανάλογα με την κουλτούρα που έχει κανείς μεγαλώσει. Τώρα, συγκεκριμένα για τη Βενετία που είναι ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ στον κόσμο -και για μένα η πρώτη φορά που συμμετέχω σ' ένα A-class φεστιβάλ- η σημασία είναι ακόμα μεγαλύτερη. Ομως, ναι, συμφωνώ με το σχόλιο: το ελληνικό σινεμά έχει πλέον κατακτήσει τη θέση του διεθνώς. Κι αυτό είναι υπέροχο.
Είμαι πλέον αρκετά συνειδητοποιημένος: έχοντας επενδύσει στην Ελλάδα, έχοντας κάνει έναν κύκλο από συνεργάτες, συντελεστές, ηθοποιούς, έχοντας κερδίσει αυτό το σημαντικό εφόδιο, δε θα το θυσίαζα για να κάνω καριέρα έξω. Ετσι κι αλλιώς, σε όλες τις χώρες και σε όλες τις κλίμακες -από το no budget μέχρι το blockbuster- θα αντιμετωπίσεις και τις ανάλογες προκλήσεις. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να κάνεις σινεμά...»
Photo credit: Nikolas Kominis
Υπάρχει όμως και το μεγάλο κομμάτι της αγοράς, των βραβείων, της έκθεσης σου σε νέες συνεργασίες με το εξωτερικό. Γνωρίζοντας πόσο δύσκολο είναι να κάνει κανείς σινεμά στην Ελλάδα, είναι το εξωτερικό μία πόρτα για ένα καλύτερο μέλλον για έναν σκηνοθέτη; Σε ενδιαφέρει;
Η αλήθεια είναι ότι όχι. Πριν από χρόνια, μέσα στην κρίση, είχα περάσει κάποια φεγγάρια στο Βερολίνο. Τότε εξέταζα την προοπτική για να στήσω την καριέρα μου στο εξωτερικό. Επέστρεψα όμως για μία μικρού μήκους, μετά έκανα το ντοκιμαντέρ μου και μετά από λίγο κατέληξα αρκετά συνειδητοποιημένος: προτιμώ να ζω και να εργάζομαι στην Ελλάδα, με τα καλά της και τα κακά της, παρά σε μία δυτική χώρα. Γιατί, εννοείται, υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες στο να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και εκτός Ελλάδας τα πράγματα γίνονται εύκολα. Το σινεμά παντού, και σε όλες τις κλίμακες -από το no budget μέχρι το blockbuster- έχει και τις ανάλογες προκλήσεις. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να κάνεις σινεμά. Εχοντας επενδύσει πλέον στην Ελλάδα, έχοντας κάνει έναν κύκλο από συνεργάτες, συντελεστές, ηθοποιούς πιστεύω ότι έχω αποκτήσει ένα σημαντικό εφόδιο, που δε θα το θυσίαζα για να κάνω καριέρα έξω. Βέβαια, ποτέ μη λες ποτέ...
Μιλήσαμε για την ενηλικίωση του ελληνικού σινεμά. Μία δεκαετία+ μετά τον «Ξεναγό» ( «Στο Σώμα της», «Απόστρατος») εσύ πώς πιστεύεις ότι έχεις ωριμάσει ως δημιουργός; Έχεις αλλάξει πιστεύεις;
Η εμπειρία και η τριβή σίγουρα σου δίνει μία αυτοπεποίθηση για το κάθε επόμενο βήμα. Ξέρεις πια πώς να χειριστείς τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες. Παράλληλα, επειδή διδάσκω σενάριο έχω μάθει κι ο ίδιος μέσα από αυτό πολλά - έχω μελετήσει, έχω κοπιάσει, έχω εξελιχθεί κι ο ίδιος. Ο «Απόστρατος» ήταν ένα έτσι κι αλλιώς ένα σενάριο που γράφτηκε με μεγάλο μόχθο και προσοχή, αλλά πιστεύω ότι και «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν» ήταν μία εξελιγμένη μου προσπάθεια να παίξω συνειδητά με εργαλεία του σεναρίου. Αυτό με ενδιαφέρει, να δοκιμάζω, να πειραματίζομαι. Τώρα, για παράδειγμα, που γράφω το επόμενό μου σενάριο θα είναι αστυνομικό. Ηθελα να δοκιμαστώ με το genre - το θεωρώ συναρπαστικό, κι ένα από τα πιο απαιτητικά είδη σεναρίου.
Συνήθως, για να γυρίσει κανείς μία ταινία έχει μία δυνατή ιδέα, αλλά από πίσω υπάρχει και μία ακόμα πιο επιτακτική αναγκαιότητα: θέλει κάτι να πει, να εκφράσει. Εσένα ποια ήταν η ανάγκη σου για να φτιάξεις «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν»;
Νομίζω ότι με τον τρόπο που το λες, η κινητήριος δύναμη που λειτουργεί πηγαία, ακόμα και υποσυνείδητα, για να γυρίσει κανείς μία ταινία, είναι να απαντήσει σε προσωπικά του ερωτήματα. Και νομίζω ότι αυτό κάνω σε όλες μου τις ταινίες, όχι μόνο εδώ - προσπαθώ να αντιμετωπίσω όσα με προβληματίζουν και με καθορίζουν στη ζωή μου. Οσο αφορά στο «Καλοκαίρι της Κάρμεν» ήταν μία πολύ συνειδητή επιλογή μου να κάνω μια κωμωδία. Ηθελα πάντα να κάνω κωμωδία - στην τηλεόραση, ως σεναριογράφος, έχω γράψει αμιγώς κωμωδία. Στο σινεμά όχι - οι ταινίες μου μπορεί να είχαν κωμικές στιγμές, αλλά δεν ήταν κωμωδίες. Επίσης ήθελα να πειραματιστώ με την παραγωγική διάσταση του σεναρίου: συνήθως γράφει κανείς ένα σενάριο στην Ελλάδα και του παίρνει 4-5 χρόνια μέχρι να πάρει το πράσινο φως, να πάει σε αγορές, να βρει συμπαραγωγούς. Οπότε ήθελα να βρω τη φόρμα να κάνω ένα σενάριο που να μπορεί να γυριστεί μόνο με ελληνικά λεφτά, χωρίς όμως εκπτώσεις. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό το βάζω και μέσα στην ιστορία της ταινίας: δύο χαρακτήρες προσπαθούν να γράψουν ένα σενάριο για μία low-budget ταινία.
Τι εννοείς όταν περιγράφεις «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν» ως “queer bromance”;
Είναι ένας όρος που προέκυψε πολύ αργότερα από την συγγραφή του σεναρίου (γελάει). Προσπαθούσαμε να δώσουμε μία εύστοχη απάντηση στο genre που κινείται η ταινία. Με ενδιέφερε η φιλία ανάμεσα σε δύο άντρες που τυχαίνει να είναι γκέι. Και το «τυχαίνει» το λέω πολύ συνειδητοποιημένα. Αν έγραφα εγώ τη σύνοψη, μπορεί να μην ανέφερα ότι είναι γκέι οι δυο χαρακτήρες. Δεν το χρειάζομαι. Δεν βλέπω καμία διαφορά. Θα μπορούσε να ήταν η φιλία δύο στρέιτ αντρών. Το queer είναι το περιβάλλον, το φόντο, το ένδυμα. Στην ουσία παρακολουθούμε μία σειρά από ιστορίες αγάπης - φιλικής αγάπης, ερωτικής αγάπης που έληξε, μίας πονεμένης μητρικής αγάπης. Αλλά και της αγάπης για την Κάρμεν - για αυτό το σκυλάκι που υιοθετείται και περνάει από όλους αυτούς τους ανθρώπους. Παίρνει και δίνει αγάπη.
Οσα κι αν δείξει το σινεμά, πρέπει κι ο άλλος να έχει τη διάθεση να ανοίξει τα μάτια και το μυαλό του. Ομως, και το ίδιο το έργο πρέπει να αφήνει χώρο για να υποδεχθεί τον θεατή που κουβαλά μία αντίθετη προδιάθεση. Πολλές φορές έρχονται ταινίες που μοιάζουν με τανκς - αρματωμένες με δόγματα, που δεν επιτρέπουν σε κάποιον με άλλη άποψη να ανέβει στο όχημα, να συμπορευθεί.»
Μου αρέσει πολύ αυτό που λες για το straight/queer - έχει μία απλότητα και καθαρότητα. Ομως, είναι τόσο απλό; Φοβάμαι πώς, δυστυχώς, ενώ το ελληνικό σινεμά ωριμάζει, η ελληνική κοινωνία (και όχι μόνο: το φαινόμενο είναι παγκόσμιο) μοιάζει να κάνει βήματα πίσω. Ακούγονται φωνές και πάλι πολύ έντονα συντηρητικές, φοβισμένες απέναντι σε ό,τι διαφορετικό, επιθετικές. Το βιώσαμε και με το φετινό Pride. Πιστεύεις ότι το σινεμά βοηθάει στην επικοινωνία, στη σύνδεση, στην εξοικείωση; Να βλέπει κανείς ανθρώπινες ιστορίες με τις οποίες έχει περισσότερα κοινά, παρά διαφορετικά; Είναι το σινεμά (κι) ένα πολιτικό εργαλείο;
Δυνητικά ναι, σίγουρα το σινεμά είναι και πολιτικό εργαλείο. Δεν φέρνει αυτό τις αλλαγές, αλλά σίγουρα ανοίγει έναν διάλογο. Είναι στο DNA του σινεμά να μπορεί να σε βάζει στη θέση του άλλου, σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο από τα μάτια του άλλου. Και δεν υπάρχει ιδανικότερο εργαλείο για την καταπολέμηση κάθε είδους ρατσισμού από αυτό. Παρόλα αυτά it takes two to tango. Οσα κι αν δείξει το σινεμά, πρέπει κι ο άλλος να έχει τη διάθεση να ανοίξει τα μάτια και το μυαλό του. Να αφήνει χώρο να αμφισβητήσει κάποιες παγιωμένες απόψεις του. Επίσης, και το ίδιο το έργο πρέπει να αφήνει χώρο για να υποδεχθεί τον θεατή που κουβαλά μία αντίθετη άποψη ή προδιάθεση. Είναι κι αυτό ένα ζητούμενο. Πολλές φορές έρχονται ταινίες που μοιάζουν με τανκς - αρματωμένες με δόγματα, που δεν επιτρέπουν σε κάποιον με άλλη άποψη να ανέβει στο όχημα, να συνδεθεί μαζί τους, να συμπορευθεί.
Θέλω όμως να κάνω κι ένα σχόλιο για την οπισθοδρόμηση. Δεν είναι ακριβώς οπισθοδρόμηση. Απλώς έχουμε φτάσει στο τρίτο στάδιο του «we're queer, we're here, get used to it». Εχουμε κάπως κατακτήσει τα δύο πρώτα στάδια, έχουμε κατακτήσει την ορατότητα και τώρα δεχόμαστε τα απόνερα. Προφανώς και θα υπήρχαν απόνερα. Η ελληνική κοινωνία περνάει από το «ΟΚ είναι γκέι αλλά να μην προκαλούν» (που τι σημαίνει αυτό: να κρύβουν την αγάπη τους, τον έρωτά τους, τη συντροφικότητά τους, την καύλα τους σε κάθε πιθανή περίσταση) στο να αποδεχθεί την ορατότητα. Αλλά σίγουρα η διαδικασία θα προκαλεί αντιδράσεις - κι είμαστε πολύ νωρίς ακόμα. Αλλά όχι, δεν είναι οπισθοδρόμηση.
Θα ακολουθήσω την αισιοδοξία σου. Πάμε λοιπόν πίσω στη γιορτή της Βενετίας. Ποιοι είναι μαζί σου για να παρουσιάσετε την Κάρμεν στην πρεμιέρα; Υπάρχει ένας ενθουσιασμός, πώς είναι το κλίμα
Από τους πρωταγωνιστές μου είναι ο Γιώργος Τσιαντούλας, ο Ανδρέας Λαμπρόπουλος και η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου. Επίσης έχει έρθει ο Ξενοφώντας Χαλάτσης, ο συνσεναριογράφος μου και οι παραγωγοί μου, Λίνα Γιαννοπούλου και Ιωάννα Μπολομύτη. Εννοείται ότι υπάρχει τρελός ενθουσιασμός. Οντας όλοι πρωτάρηδες απέναντι σε ένα τόσο μεγάλο φεστιβάλ, έχουμε και την άγνοια του που πάμε. Είμαστε όλοι παραζαλισμένοι. Προσωπικά, πιστεύω ότι θα το καταλάβω επιστρέφοντας. Πάντα τα μεγάλα συναισθήματα, θετικά και αρνητικά, τα βιώνω με μία χρονοκαθυστέρηση. Είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης να προτάσσω πάντα την ψυχραιμία.
Η προβολή μιας ταινίας σε αίθουσα έχει μία υπεραξία που δεν μπορεί να τη συναγωνιστεί τίποτα. Ομως όχι δεν φοβάμαι ότι το σινεμά δε θα επιβιώσει. Δε φοβάμαι ότι θα κλείσουν οι αίθουσες. Το σινεμά θα υπάρχει και πολύ μετά από εμάς. Ομως πρέπει να προσαρμοστεί κι αυτό στα νέα δεδομένα. Ο,τι συμβαίνει με τις πλατφόρμες τρέχει παράλληλα. Οχι ανταγωνιστικά.»
Οι Έλληνες δημιουργοί επιστρέφετε με βραβεία και διακρίσεις από όλα τα φεστιβάλ του κόσμου, αλλά η συνάντηση σας με το κοινό στις αίθουσες μετά είναι μία πρόκληση. Ο κόσμος δεν πάει σινεμά, ο κόσμος δεν πάει να δει ελληνικό σινεμά. Τι φταίει και πώς μπορούμε να αλλάξουμε αυτό το κλίμα;
Κοίτα, οι δημιουργοί νομίζω ότι κάνουμε ό,τι μπορούμε. Φτιάχνουμε τις ταινίες μας, παρόλες τις αντιξοότητες και με τις λιγότερες δυνατές εκπτώσεις. Είναι πολύ στενάχωρο που το κοινό αντιμετωπίζει την ελληνική ταινία με απαρχαιωμένες αντιλήψεις - δεν είναι επικαιροποιημένη η άποψή του για το τι είναι οι ελληνικές ταινίες πια. Οτι το ελληνικό σινεμά είναι «κάπως» - από κουλτουριάρικο μέχρι την ταμπέλα του weird. Κρύβει κι έναν εθνικό κομπλεξισμό όλο αυτό - κάθε φορά που βγαίνει μία ελληνική ταινία που δεν μας αρέσει να βγαίνει συμπέρασμα για όλο το ελληνικό σινεμά. Είναι αναντίστοιχο όλο αυτό με αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Επίσης, κρίνουμε το ελληνικό σινεμά σε σχέση με ποια άλλη μικρή εθνική κινηματογραφία της Ευρώπης; Ποιο σινεμά είναι εξωφρενικά καλύτερο; Πάντως κι εδώ έχω να πω κάτι αισιόδοξο: από μία ηλικία και κάτω, ένα νέο κοινό που βλέπει ελληνικό σινεμά, δεν τα ξέρει όλα αυτά. Δεν έχει αρνητικές προκαταλήψεις. Οπότε πάμε να τους κερδίσουμε.
Αυτό το κοινό όμως έχει και μία άλλη προσέγγιση στις ταινίες: την πλατφόρμα. Κι εκεί συναντάει και τους πιο βαριεστημένους μεσήλικες που δεν σηκώνονται από τον καναπέ. Ακούω πολλούς από τους φίλους μου που ανακαλύπτουν ελληνικές ταινίες στις πλατφόρμες. Κάτι τέτοιο θα σε απογοήτευε ή το θεωρείς ένα εργαλείο. Να φτάσει η ταινία στο κοινό της, όπως κι αν φτάσει;
Οχι δεν με απογοητεύει. Πρέπει να αποδεχθούμε ότι ζούμε σε μία εποχή που υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να φτάσει μία ταινία στους θεατές. Και για αυτό ακριβώς πιστεύω ότι ως δημιουργός που τον ενδιαφέρει να φτάσει η ταινία μου σε όσο περισσότερο κόσμο, δεν μπορώ να το αφήσω αυτό στην τύχη του. Να το δω κι αυτό ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας. Για τους σκηνοθέτες, το είπαμε και πριν, κανονικά η ταινία τελειώνει όταν παραδίδεις το final cut. Ομως, στην Ελλάδα τουλάχιστον, πιστεύω ότι πρέπει να δώσουμε πόνο και σκέψη και φαντασία και στη διανομή. Εμένα αυτό το κομμάτι με ενδιαφέρει πολύ. Από τον «Ξεναγό» ακόμα, που το είχαμε βγάλει μαζί με το «Tungsten» του Γιώργου Γεωργόπουλου, είχαμε ιδέες για το πώς μπορούμε να σπρώξουμε ταινίες, πρωτοεφμανιζόμενες, low budget, ταινίες που θα περνούσαν απαρατήρητες. Οπότε και τις πλατφόρμες πρέπει να τις δούμε ως κομμάτι σύνδεσης με το κοινό. Είναι σύνθετο και πολυπαραγοντικό πλέον το θέμα διανομής.
Τώρα, αν με ρωτάει κανείς τι προτιμάω, είναι αυτονόητο. Η προβολή μιας ταινίας σε αίθουσα έχει μία υπεραξία που δεν μπορεί να τη συναγωνιστεί τίποτα. Ομως όχι δεν φοβάμαι ότι το σινεμά δε θα επιβιώσει. Δε φοβάμαι ότι θα κλείσουν οι αίθουσες. Το σινεμά θα υπάρχει και πολύ μετά από εμάς. Ομως πρέπει να προσαρμοστεί κι αυτό στα νέα δεδομένα. Ο,τι συμβαίνει τρέχει παράλληλα. Οχι ανταγωνιστικά.
To 80o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας διεξάγεται φέτος από τις 30 Αυγούστου μέχρι και τις 9 Σεπτεμβρίου. Το Flix βρίσκεται στο Λίντο για να σας μεταφέρει όλα όσα συμβαίνουν μέσα κι έξω από τις αίθουσες. Συντονιστείτε στην ειδική ενότητα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για τη βοήθεια πραγματοποίησης του ταξιδιού στο 80ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.