Industry

Το γαλλικό Télérama αναρωτιέται: «Μετά τον Αγγελόπουλο, το χάος;»

στα 10

Ενα από τα εγκυρότερα γαλλικά περιοδικά αφιερώνει σήμερα, επέτειο των γενεθλίων του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όλη του την προσοχή στην Ελλάδα της κρίσης και στη νέα γενιά σκηνοθετών που ζουν κα δουλεύουν μέσα στα όριά της.

Το γαλλικό Télérama αναρωτιέται: «Μετά τον Αγγελόπουλο, το χάος;»
Από την «Αλλη Θάλασσα» που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί

Με ακρίβεια, λεπτομέρεια και ευστοχία μεγαλύτερη από τον πιο διερευνητικό Ελληνα, το Telerama αναλύει το μέγεθος και την κινηματογραφική προσωπικότητα του Θόδωρου Αγγελόπουλου και τις ευεργετικές αλλά και καταστροφικές συνέπειες που προκάλεσε στην επόμενη γενιά δημιουργών. Ταυτόχρονα, το κείμενο αποτυπώνει το σκοτάδι που έχει επιβάλλει η οικονομική κρίση στο ελληνικό σινεμά. Ανήμερα στα γενέθλιά του, ο Αγγελόπουλος γίνεται στο εξαιρετικό αυτό κείμενο η αφορμή για να αναδειχθεί ο λόγος και τα πιστεύω των νέων Ελλήνων σκηνοθετών, με τους οποίους στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχε συνδεθεί όσο ζούσε.

Διαβάστε το πρωτότυπο κείμενο του Telerama εδώ, αλλά για τους μη γαλλομαθείς, ακολουθούν τα σημαντικότερα σημεία

«Θέλω να μιλήσω ξεκάθαρα για την κρίση που πλήττει τη χώρα μου», έλεγε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζοντας την «Αλλη Θάλασσα», την ταινία που έμεινε ανολοκλήρωτη και όπου ο σκηνοθέτης, για πρώτη φορά στην πολύχρονη καριέρα του, κινηματογραφούσε την πόλη του, την Αθήνα.

Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκινά το μεγάλο αφιέρωμα που παρουσιάζει σήμερα το γαλλικό περιοδικό Telerama, που ξεκινώντας από τις μνήμες του Θόδωρου Αγγελόπουλο, εντρυφεί στη νέα γενιά Ελλήνων δημιουργών του κινηματογράφου. «Ζούμε μέσα στον εφιάλτη,» λέει η Φοίβη Οικονομοπούλου, η σύζυγος και παραγωγός του σκηνοθέτη, μιλώντας για την Ελλάδα. «Αυτό που ζούμε δεν είναι μια κρίση, αλλά μια ολοκληρωτική καταστροφή». Κι ο Πέτρος Μάρκαρης, ο συγγραφέας που συνεργαζόταν με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο σε όλα του τα σενάρια, συμπληρώνει, «Ο Θόδωρος δούλευε καιρό, είχε γράψει πάνω από εκατό βερσιόν του σεναρίου γιατί ήθελε ν’ αποτυπώσει πραγματικά τις συνέπειες της κρίσης στη χώρα. Δεν επρόκειτο, φυσικά, να την απεικονίσει ρεαλιστικά ή κυριολεκτικά. Οπως πάντα, στην ταινία υπήρχαν περισσότερα επίπεδα αφήγησης και ανάγνωσης. Ασχολιόταν με την πλευρά των μεταναστών, με την απεργία των εργατών σ’ ένα εργοστάσιο και με ένα θίασο ηθοποιών που ήθελαν να ανεβάσουν την Οπερα της Πεντάρας του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Κουρτ Βάιλ που γράφτηκε στην καρδιά του οικονομικού πανικού της δεκαετίας του 1920 στη Γερμανία. Ηθελε να συνδέσει με μια αφηγηματική κλωστή την αθλιότητα των ηρώων του έργου και των κατοίκων της Ελλάδας του σήμερα.»

«Οι μετανάστες σ’ αυτή τη χώρα είμαστε εμείς,» του έλεγε ο Γιώργος Ζώης, ο σκηνοθέτης του «Casus Belli», «όλοι οι νέοι Ελληνες που δε βρίσκουν πού ν’ ανήκουν και ζουν μέσα σε συνθήκες φτώχιας και βίας.» Κι ο Αγγελόπουλος του απαντούσε, «να παρατηρείς τον σκηνοθέτη που γνώρισε όλες τις τιμές και κάθε επιτυχία και τώρα δεν έχει πια τα μέσα για να δουλέψει.» Ο λόγος, φυσικά, ότι ξεκινώντας τα γυρίσματά του, ακόμα κι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν είχε συγκεντρώσει το budget που του χρειαζόταν για να ολοκληρώσει την ταινία.

Χωρίς μια γερή, κρατική σχολή κινηματογράφου και χωρίς καμιά οικονομική ενίσχυση από το κράτος εδώ και χρόνια, η φιγούρα του Θόδωρου Αγγελόπουλου και των άλλων αναγνωρισμένων σκηνοθετών της προηγούμενης γενιάς αποτέλεσε, φυσικά, το αντίπαλο δέος της νεανικής δημιουργικότητας, το status quo ante που έπρεπε να ανατραπεί: «Εκπροσωπούσε το κατεστημένο, τα προνόμια, την οκνηρία ενός συστήματος όπου η κάθε χρηματοδότησε πήγαινε αβλεπί στους ίδιους και τους ίδιους δημιουργούς,» έλεγε ο Γιώργος Λάνθιμος διαμαρτυρόμενος για την αναξιοκρατεία του κρατικού μηχανισμού.

Κι ο Φίλιππος Τσίτος εξηγεί, με αφορμή τη γένηση του κινήματος των Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη, «ήταν αναμφίβολα η πρώτη κίνηση πολιτών που απαιτούσε ανοιχτά τη λήξη της δοαφθοράς. Οταν ξεκίνησε, αναρωτιόμουν αν κι άλλα επαγγέλματα, κι άλλες ομάδες θα ενωθούν και θα οργανωθούν για να διεκδικήσουν την αλλαγή του συστήματος, αλλά τίποτα δε συνέβη. Είναι πολύ δύσκολο να διεκδικείς την υποστήριξη, όταν η σταθερή απάντηση είναι πως τα ταμεία είναι άδεια.»

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος και το «Wasted Youth» αντιπροσωπεύει ένα νέο είδος ελληνικού σινεμά που γίνεται χωρίς λεφτά και χωρίς να ζητά τίποτε από κανέναν: «Η κρίση δεν μπορεί παρά ν’ αποτελέσει έμπνευση για μας,» λέει ο σκηνοθέτης, «μας προσφέρει ατελείωτα ερεθίσματα, ιστορίες, συναισθήματα κι ανατροπές.»

«Η κρίση δεν προέκυψε από τη μια μέρα στην άλλη,» εξηγεί ο Πάνος Χ. Κούτρας. «Απ’ όταν επέστρεψα στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’90, έβλεπα μια χώρα που δεν αναγνώριζα, γεμάτη νεοπλουτισμό και μια τερατώδη διαφθορά στην οποία με κάποιον τρόπο συμμετείχαμε όλοι. Ολες οι ταινίες μου σχολιάζουν με κάποιον τρόπο αυτήν την παρακμή της αστικής τάξης. Η απουσία πολιτικού σχεδίου για τον κινηματογράφο είναι σκανδαλώδης και, παρόλ’ αυτά, οι ταινίες είναι το μόνο θετικό πράγμα που εξάγει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Κι όμως ο πολιτισμός μοιάζει να μην ενδιαφέρει κανέναν. Οι Ελληνες θεωρούν ότι έχουν κάνει το χρέος τους, με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.»

Και το κείμενο ολοκληρώνει, «η τάση είναι να βρεθεί ο τρόπος επιβίωσης, γι’ αυτή τη γενιά που ξαναβαφτίστηκε ‘low no budget’. Θα χρειαστούν οπωσδήποτε περισσότερα για να χτίσουν τις καριέρες τους, αλλά οι επαναστατικές ιδέες και φιλοδοξίες παραμένουν αμείωτες.