Η ένατη μέρα του 63ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης βρέθηκε στον απόηχο του πολυσυζητημένου λανσαρίσματος του AGORA SERIES την προηγούμενη ημέρα, με επαναφορά στις αίθουσες και την Σαρλότ Γκενσμπούργκ να φτάνει στην πόλη για να παροουσιάσει την ταινία της «Νυχτερινοί Επισκέπτες» του Μίκαελ Ερς που θα βγει σύντομα και στις ελληνικές αίθουσες.
To 63o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 3 μέχρι και τις 13 Νοεμβρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβούν μέσα κι έξω από τις σκοτεινές αίθουσες. Δείτε εδώ συγκεντρωμένα όλα τα άρθρα του Flix για το Φεστιβάλ.
Σαρλότ toujours
Aδύνατη σαν κλαράκι, και πανέμορφη σαν διστακτικό, συνεσταλμένο κορίτσι, που λες, «αποκλείεται να έκλεισε τα πενήντα της χρόνια», η Σαρλότ Γκενσμπούργκ, κόρη διάσημης οικογένειας, του Σερζ και της Τζέϊν, και η ίδια εδώ και πολύ καιρό ηθοποιός πρώτης γραμμής, κατέφθασε απόγευμα Παρασκευής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – πριν κάμποσα χρόνια είχε έρθει και η μαμά της, Τζέϊν Μπίρκιν. Μαζι της, η μικρή της κόρη, η 11χρονη Τζο, που έκανε τα μαθήματά της, όσο η Σαρλότ έβλεπε λίγους δημοσιογράφους, επί τροχάδην! Σε λίγη ώρα έπρεπε να παρουσιάσει την ταινία «Νυχτερινοί Επισκέπτες» του Μικαέλ Χερς, σε ένα κατάμεστο και ενθουσιώδες «Ολύμπιον», αλλά και να απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού.
Ταινία μεγάλης ευγένειας, λεπτότητας και πίστης στον άνθρωπο, προτείνει σε καιρούς άγριους σαν τους δικούς μας, μια «περίεργη» γαλλική οικογένεια από τη δεκαετία του ’80, επι Μιτεράν, αν θυμάστε. Μαμά και δυο έφηβοι, αγόρι και κορίτσι. Τα καταφέρνουν κόντρα στις δυσκολίες να φτιάξουν σχεδόν ένα παράδεισο, μια ιδανική οικογενειακή συνθήκη με αγάπη, σεβασμό, κατανόηση. Καλό σου κάνει να τους βλέπεις. Και η Σαρλότ, θεσπέσια, η ταινία πάνω της στηρίζεται.
Η Σαρλότ Γκενσμπούργκ, που άρχισε να παίζει στα 12 της χρόνια, «χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει ή αν το ευχαριστιέται, όλοι αυτό περίμεναν από εμένα», όπως είπε στη Βένα Γεωργακοπούλου για λογαριασμό του Flix, και έφτασε 18 χρονών για να αποφασίσει ότι «τελικά η ηθοποιία ήταν ο δρόμος της», σήμερα δηλώνει «ότι αμφισβητεί συνεχώς τον εαυτό της» και ότι πολύ θα ήθελε να ξαναβρεθεί ένας Λαρς Φον Τρίερ να την «βάλει στα δύσκολα», ακόμα και της «φερθεί σκληρά». Να της το ευχηθούμε και μείς, για το δικό μας ταπεινό, σινεφιλικό συμφέρον. Υπάρχει κανείς που δεν την λάτρεψε στον «Αντίχριστο»;
Σήμερα Σάββατο θα είναι στην Αθήνα με τη Τζό, μια μόνο μέρα, και φυσικά θα πάνε στην Ακρόπολη
To Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες που διεκδικούν τον Χρυσό Αλέξανδρο!
Οι προβολές των ταινιών του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος του 63ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεχίζονται. Συνολικά 11 ταινίες συμμετέχουν στο φετινό Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ, ανάμεσά τους και δύο ελληνικές. Εδώ θα διαβάζετε καθημερινά τις κριτικές του Flix και τις προβλέψεις μας για τα μεγάλα βραβεία του Φεστιβάλ.
It's (always) Greek to us!
Οι προβολές των ελληνικών ταινιών του 63ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεχίζονται. Φέτος θα προβληθούν 15 ταινίες στο τμήμα Επίσημη Πρώτη (ανάμεσά τους και από 2 στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ, στο Διαγωνιστικό Τμήμα Meet the Neighbours και στο Διαγωνιστικό του Film Forward), 4 στο τμήμα Ξεπερνώντας τα Σύνορα και 3 στο τμήμα Δεύτερη Ματιά. Το Flix βλέπει και γράφει εδώ για όλες τις ελληνικές ταινίες.
Είδαμε ακόμη:
Φάλαινα (Whale) του Ντάρεν Αρονόφσκι
Εκ πρώτης όψεως, το «The Whale» μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τις προηγούμενες ταινίες του Ντάρεν Αρονόφσκι. Καταρχάς, εκτυλίσσεται ολοκληρωτικά ανάμεσα στους τοίχους μιας μοναδικής τοποθεσίας όπως το «μητέρα!». Επιπλέον, φέρει έναν πρωταγωνιστή που επανασυστήνεται στο κοινό, μέσα από μία εντυπωσιακή σωματική μεταμόρφωση όπως στον «Παλαιστή».
Επίσης, αγγίζει την σχέση απόλαυσης-καταστροφής ανάμεσα στο φαγητό και το ανθρώπινο σώμα, όπως συνέβη και στο «Ρέκβιεμ για ένα Oνειρο» (ακόμα και αν εκεί η εμμονή του χαρακτήρα της Eλεν Μπέρστιν ήταν η απώλεια βάρους). Και σαν να μην ήταν αρκετά τα προηγούμενα, διακατέχεται από έναν υπερβατικό, διαρκή προσωπικό σκοπό που στοιχειώνει τον ήρωα της ταινίας, όπως και στην «Πηγή της Ζωής».
Παραδόξως όμως, αυτά που δεν μοιράζεται η νέα ταινία του Αρονόφσκι με τα προηγούμενα φιλμ της καριέρας του είναι και αυτά που κάνουν την μεγαλύτερη διαφορά: αυτή τη φορά απουσιάζουν η σαρωτική υπερβολή, η καταστροφική υστερική εξωστρέφεια ή, ακόμα και, η διδακτική πρόθεση της αφήγησης. Το «The Whale» είναι όσο πιο ψύχραιμη, όσο πιο ενδοσκοπική και όσο πιο αναπολογητική μπορεί να είναι μια ταινία του Αρονόφσκι, χωρίς φυσικά να προδίδει ποτέ την ταυτότητα του δημιουργού. Και αυτό είναι και χωρίς αμφιβολία η μεγαλύτερη νίκη της.
Ο Τσάρλι του Μπρένταν Φρέιζερ (σε έναν ρόλο που απαίτησε και σωματική μεταμόρφωση αλλά και δεκάδες κιλά επιπλέον προσθετικών) δουλεύει ως καθηγητής online μαθημάτων συγγραφής από το σπίτι. Δεν ανοίγει ποτέ την κάμερα όταν παραδίδει το μάθημά του, αρνούμενος να δείξει στην τάξη του τον αληθινό του εαυτό: ο Τσάρλι είναι ακραία παχύσαρκος, αποκομμένος από την ζωή και γεμάτος τύψεις και βαριές αναμνήσεις από μία ζωή που πολύ πιθανόν να φτάνει στο τέλος της.
Κατά την διάρκεια πέντε ημερών, στο σπίτι που αποτελεί τα τελευταία χρόνια και ολόκληρο τον κόσμο του, ο Τσάρλι θα δεχτεί τις επισκέψεις της μοναδικής φίλης του με την οποία τον συνδέει μια κοινή τραγωδία (Χονγκ Τσάου), της απόμακρης κόρης του με την οποία ίσως πλέον κάθε δεσμός έχει καταστραφεί (Σέιντι Σινκ), ενός νεαρού ιεροκήρυκα που μοιάζει να είναι εξίσου χαμένος με εκείνον και, φυσικά, της πρώην γυναίκας του που, αν και χρόνια μετά τον χωρισμό τους, δείχνει να διατηρεί την δική της μοναδική θεώρηση των πραγμάτων (Σαμάνθα Μόρτον).
Βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σάμιουελ Ντ. Χάντερ και διασκευασμένο σε κινηματογραφικό σενάριο από τον ίδιο τον συγγραφέα, το «The Whale» δεν προσπαθεί να κρύψει τις θεατρικές καταβολές ούτε να «κλέψει» με κόλπα ανάσες εξωτερικού αέρα. Ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται στο σαλόνι του Τσάρλι, κλειστοφοβικά και χωρίς περιθώριο διαφυγής (κάτι που ενισχύει και το περιοριστικό φορμάτ του 4:3), με μοναδικές φευγαλέες στιγμές στον εξωτερικό κόσμο μόνο όταν ανοίγει η πόρτα για να αναγγείλει, όπως και στο θεατρικό σανίδι, την είσοδο ή την έξοδο κάποιου ηθοποιού.
Τα κεφάλαια στα οποία χωρίζεται η αφήγηση ενισχύουν την θεατρική υφή (σχεδόν νιώθει κανείς τα φώτα να κλείνουν ή την αυλαία να κατεβαίνει), όπως κάνει και ολόκληρος ο αφηγηματικός άξονας που επιστρέφει τακτικά σε ανολοκλήρωτες συζητήσεις, εκκρεμείς συγκρούσεις και εμμονικές αναζητήσεις, σαν μια σπείρα που περιτριγυρίζει τον Τσάρλι προσπαθώντας να αποκαλύψει σταδιακά όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού του, άλλοτε ανακουφιστικά απομακρυνόμενη από το την πηγή του δράματος και άλλοτε επίπονα κοντά στο επίκεντρο.
Μόνο που αυτή η προσέγγιση δεν κάνει ποτέ την ταινία να χάνει την κινηματογραφική της διάσταση. Το «The Whale» μοιάζει να είναι εγκλωβισμένο σε ένα μόνο σημείο όμως, ακριβώς όπως και ο πρωταγωνιστής του, είναι γεμάτο από αναμνήσεις αποδράσεων και μία υπερβατική διάθεση που ξεπερνά τον χώρο, έχοντας ένα σενάριο που παραμένει μέχρι και το τέλος σφιχτοδεμένο, ένταση που χτίζεται και εκτονώνεται με εντυπωσιακό μέτρο και θαυμαστό timing λέξεων και συζητήσεων που αποδεικνύεται πολύτιμο. Για μία αφήγηση που βασίζεται στις λεκτικές και εσωτερικές συγκρούσεις, το «The Whale» – πολύ απρόσμενα , ειδικά για ταινία του Αρονόφσκι – δεν καταλήγει ποτέ να είναι υστερικό, φωνακλάδικο και υπερφίαλο.
Σε αυτό βοηθά σίγουρα η ερμηνεία ζωής του Μπρένταν Φρέιζερ, που δεν περιορίζεται στον εντυπωσιασμό της φυσικής παρουσίας του αλλά εμπλουτίζεται με τις εκφραστικές λεπτομέρειες, τον χρωματισμό της φωνής και μια μόνιμη αισιοδοξία που εμποδίζει την αφήγηση να παραδοθεί στην χυδαία μιζέρια και θλίψη. Πίσω από κάθε δραματικό επεισόδιο της ιστορίας, κρύβεται ένα φως αισιοδοξίας που αποδεικνύεται αναζωογονητικό τόσο για την ταινία αλλά και για το ίδιο τον Αρονόφσκι, ο οποίος δείχνει να βρίσκει την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην εκ φύσεως πληθωρική του περσόνα και έναν αυστηρά δομημένο θεατρικό κόσμο, ο οποίος με θαυμαστή ακρίβεια οδηγείται σε ένα φινάλε όχι μακριά από την αποθεωτική εικονογραφία του δημιουργού αλλά, παράλληλα, εντυπωσιακά ακριβές και καίριο.
Το υπόλοιπο καστ, από την – έτοιμη να κλέψει κάθε σκηνή που εμφανίζεται – Σαμάνθα Μόρτον μέχρι την – ατίθαση αλλά με εκλάμψεις ευαισθησίας – Σέιντι Σινκ (την Μαξ του «Stranger Things» στον πρώτο της ουσιαστικά μεγάλο κινηματογραφικό ρόλο) είναι επιπλέον εφόδια μιας ταινίας που παρουσιάζει αυτή την φορά έναν πιο ώριμο δημιουργό, πιστό ακόμα στους κινηματογραφικούς του κώδικες αλλά και ικανό επιτέλους να αποφεύγει τις παγίδες που επιφέρει το πάθος του.
Δημήτρης Δημητρακόπουλος
Ειρηνοποίηση (Pacifiction) του Αλμπερ Σέρα
Εχοντας κάτι από την υφή ενός επικού λογοτεχνικού saga, το «Pacifiction» ξετυλίγεται με τον ράθυμο τρόπο μιας ταινίας που δεν φοβάται να πάρει τον χρόνο της στην προσπάθειά της να χτίσει όχι μόνο μια μεγάλη εικόνα αλλά και να χρωματίσει όλα εκείνα που δεν βλέπεις στην επιφάνεια, χρησιμoποιώντας καταστάσεις και ήρωες που μπορούν να ιδωθούν τόσο ως κυριολεκτικοί και μεταφορικοί.
Παρά την εξωτική τοποθεσία - η ταινία διαδραματίζεται στην Ταϊτή -, και τις υπέροχες εικόνες, βουτηγμένες στα χρώματα της μαγικής ώρας του ηλιοβασιλέματος και υπό τον ήχο γιγαντιαίων μαγευτικών κυμάτων, το φιλμ δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια βουτιά στα σκοτάδια ενός ήρωα και μιας εποχής που παίρνει τις τελευταίες ανάσες από ένα ξεφτισμένο «μεγαλείο» που ετοιμάζεται να χαθεί για πάντα.
Ο Μπενουά Μαζιμέλ, ντυμένος σχεδόν αποκλειστικά με ένα λευκό κοστούμι -σημαία μιας αποικιοκρατικής νοοτροπίας-, υψηλά ιστάμενος της γαλλικής κυβέρνησης στα νησιά, περιφέρεται μεταξύ των σαλονιών της καλής κοινωνίας και των φτηνών μπαρ της νύχτας, θέλοντας να αποσαφηνίσει πως ο τόπος του ανήκει.
Ομως οι ισορροπίες της παλιάς εποχής έχουν ήδη ανατραπεί, νέες δυνάμεις υψώνουν την φωνή τους τόσο από το πλευρό των ντόπιων όσο και εκτός του νησιού και οι ψίθυροι για την ύπαρξη ενός πυρηνικού υποβρυχίου στο αρχιπέλαγος και η πιθανότητα της επανάληψης πυρηνικών δοκιμών κάνουν τους πάντες ανήσυχους. Και ανάβουν το φυτίλι μιας αλλαγής που ούτως ή άλλως κυοφορούνταν.
Ο Σέρα κινηματογραφεί την περίπλοκη και δαιδαλώδη ιστορία του με τον τρόπο που ξέρει να το κάνει, επιμένοντας στην λεπτομέρεια για να αποκαλύψει μέσω αυτής κάτι παραπάνω, επικεντρώνοντας στις αυταπάτες του ήρωά του, συλλεγοντας εικόνες καλειδοσκοπικές, σχεδόν σουρεαλιστικές. Επιστρέφοντας στο παρόν μετά από μια σειρά ταινίες που διαδραματίζονταν στο μακρινό παρελθόν, διατηρεί την μπαρόκ ματιά του σε έναν κόσμο που δείχνει να διέπεται ακόμη από αρχαϊκούς κανόνες και συνθέτει ένα ακόμη υπνωτικό κομμάτι σινεμά που λειτουργεί καλύτερα αν του παραδοθείς κι αν το αφήσεις να σε διαπεράσει σαν την υγρασία των νησιών στα οποία διαδραματίζεται.
Γιώργος Κρασσακόπουλος
To 63o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 3 μέχρι και τις 13 Νοεμβρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβούν μέσα κι έξω από τις σκοτεινές αίθουσες. Δείτε εδώ συγκεντρωμένα όλα τα άρθρα του Flix για το Φεστιβάλ.