Φεστιβάλ / Βραβεία

To Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος του 63ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

στα 10

Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες που διεκδικούν τον φετινό Χρυσό Αλέξανδρο.

Flix Team
To Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος του 63ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Συνολικά 11 ταινίες συμμετέχουν στο φετινό Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ, ανάμεσά τους και δύο ελληνικές.

Οι ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος διαγωνίζονται για τα εξής βραβεία:

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας «Θόδωρος Αγγελόπουλος» (Χρυσός Αλέξανδρος – 10.000 ευρώ)
Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής (Αργυρός Αλέξανδρος – 5.000 ευρώ)
Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής για την Καλύτερη Σκηνοθεσία (Χάλκινος Αλέξανδρος – 3.000 ευρώ)
Βραβεία Ανδρικής & Γυναικείας Ερμηνείας
Βραβείο Καλλιτεχνικής Επίτευξης ή Σεναρίου
Ταινίες του Επίσημου Πρόγραμματος διαγωνίζονται επίσης και για βραβεία που απονέμουν ανεξάρτητες επιτροπές.
Ο Μεγάλος Χορηγός του Φεστιβάλ COSMOTE TV υποστηρίζει το βραβείο «Χάλκινος Αλέξανδρος» με χρηματικό έπαθλο 3.000 ευρώ.

Τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι ο Μεξικανός παραγωγός και ιδρυτής της Pimienta Films Νίκολας Σελίς, ο Πολωνός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τόμας Βασιλέφσκι και η Ελληνίδα σκηνοθέτρια Πέννυ Παναγιωτοπούλου.


To 63o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 3 μέχρι και τις 13 Νοεμβρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβούν μέσα κι έξω από τις σκοτεινές αίθουσες. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στην επίσημη σελίδα του στο Facebook και το Instagram.


Εδώ θα διαβάζετε καθημερινά τη γνώμη του Flix για τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος μετά την επίσημη προβολή τους στο Φεστιβάλ.

drii winter

Ενα Κομμάτι Ουρανού (Drii Winter) του Μίκαελ Κοχ

Ενας τεράστιος βράχος δεσπόζει στην πλαγιά των Ελβετικών Άλπεων και στην πρώτη σκηνή της ταινίας. Η κάμερα μένει για αρκετά λεπτά της ώρας ακίνητη πάνω του - όσο η ελβετική χορωδία (δεν το γνωρίζουμε ακόμα, αλλά θα τους βλέπουμε στην αρχή κάθε πράξης - ως έναν Χορό τραγωδίας που μάς σχολιάζει την εξέλιξη της πλοκής) χρειάζεται για να ολοκληρώσει την πρώτη της ωδή προς τη φύση, τη ζωή, την μοίρα, το ανεπιστρεπτί τέλος. Ενας βράχος που μπροστά στον άνθρωπο μοιάζει τιτάνιος, ακλόνητος, ριζωμένος στη γη. Κι όμως: οι συχνές κατολισθήσεις στην περιοχή μπορεί να ορίσουν την τύχη του. Ο γίγαντας των βουνών μπορεί να κομματιαστεί. Από την κορυφή να βρεθεί στον πάτο του βουνού.

Αμέσως μετά, μάς συστήνεται ο κεντρικός μας ήρωας, ο Μάρκο. Ειρωνικά (και καθόλου τυχαία) είναι με τη σειρά του ένας τεράστιος «βράχος» - ένας μεγαλόσωμος εργάτης στις αλπινικές φάρμες τις περιοχής, ένας μετανάστης που ήρθε από τις πεδιάδες στα βουνά και κάνει ό,τι δουλειά προκύψει. Θα καρφώνει ξύλινους πασσάλους, θα θερίζει το χόρτο, θα κρατά ακίνητη την αγαπημένη του αγελάδα «Φρίντα» τη στιγμή του ζευγαρώματος της με τον ταύρο.

Είναι καλοκαίρι και ο Μάρκο είναι ερωτευμένος με την ανύπαντρη μητέρα Άννα. Ξαπλώνουν στα πράσινα χορτάρια και ονειρεύονται το μέλλον τους. «Μοιάζει με όνειρο» λένε για την αβίαστη ευτυχία τους. Αποφασίζουν να παντρευτούν και να ζήσουν ως οικογένεια. «The hills are alive with the sound of music…»

Όμως η μοίρα του Μάρκο επιφυλάσσει μία «κατολίσθηση». Και οι ζωές όλων αλλάζουν, όπως αλλάζουν και οι εποχές…

Στη δεύτερη ταινία του (μετά το «Marija» του 2016), ο Ελβετός σκηνοθέτης Μάικλ Κοχ επιχειρεί κάτι επιβλητικό σαν τους αιωνόβιους βράχους των Άλπεων, φθαρτό όπως η θνησιμότητα και οικείο όπως οι παρόμοιες ιστορίες που κάθε θεατής έχει ζήσει, άμεσα ή έμμεσα, και κουβαλά στην αίθουσα. Κάτι που μυρίζει ζωή, ελλοχεύει θάνατο. Κάτι που απεικονίζεται παραδοσιακό, παλιό, ξεχασμένο στα ξύλινα αγροτικά σαλέ, αλλά συμβαίνει τώρα, στους μοντέρνους καιρούς.

Όλες αυτές οι αντιθέσεις συνθέτουν και το μεγαλειώδες αποτέλεσμα. Η φύση είναι ένας ακόμα χαρακτήρας - εκθαμβωτική, μαγευτική αλλά και εξουσιαστική, παρεμβατική στις ζωές των ανθρώπων. Ο Κοχ παίρνει το χρόνο του. Με έναν υπομονετικό ρυθμό τη φωτίζει και την αναδεικνύει σε κάθε της εποχή - ο ήλιος γίνεται βροχή, το μπλε του ουρανού γκριζάρει, το χιόνι σκεπάζει τις πρασινάδες, ο κύκλος του χρόνου επαναλαμβάνεται ακούραστα, αέναα. Αιωνόβια. Μια τύχη που ο άνθρωπος δεν έχει. Ο άνθρωπος, απλώς συνυπάρχει - αν τα καταφέρει να επιβιώσει.

Κι αν ο Τέρενς Μάλικ ( «Μία Κρυφή Ζωή») αποτυπώνει τη βουκολική φύση φωτεινά, λαμπερά - ψηλά στάχια που θροΐζουν στον άνεμο, νερά που τρέχουν γάργαρα, το φως του ήλιου όπως αυτό πέφτει στα μάτια, το δέρμα, τα χαμόγελο δυο ερωτευμένων- ο Κοχ εδώ είναι πιο απαισιόδοξος, πιο αυστηρός, πιο πικρός.

Το λαμπερό σινεμασκόπ του τοπίου σκοτεινιάζει ο ρεαλισμός της ιστορίας. Η τραγωδία που χτυπά τον Μάρκο, αλλά και οι σκληρές αποφάσεις που πρέπει να πάρει η Άννα, έρχονται σε αντίστιξη με τη θέα που σου κόβει την ανάσα. Τα μάτια μαγεύει η ομορφιά και τα βουρκώνει η αλήθεια.

Άλλωστε μάς την έχει πει την μακάβρια αλήθεια το χορικό - η ελβετική χορωδία με τα πράσινα σακάκια της που εμφανίζεται ως πρελούδιο κάθε φιλμικού κεφαλαίου. Μία μελωδική αιθέρια ελεγεία στον θάνατο σκεπάζει τις πλαγιές, πιο καταστροφική από κατολίσθηση, πιο αμετάκλητη από το χειμωνιάτικο παγετό.

Τελικά, τι είναι ο άνθρωπος; Ποιος ορίζει τη ζωή του; Υπάρχει Θεός; Πιστεύει ο Μάρκος στο Θεό; Αυτό τον ρωτά το μικρό κοριτσάκι της Άννα, η Γιούλια, που για λίγο πίστεψε ότι βρήκε τον πατέρα που έψαχνε. «Νομίζω» της απαντά εκείνος διστακτικά.

«Εγώ πιστεύω σε κάτι εντελώς άλλο» του λέει εκείνη με παιδική γοητευτική αγένεια. «Στον ήλιο, στα βουνά, στα δέντρα, στα ζώα, στο χιόνι».

Σε ένα κομμάτι ουρανού. Είμαστε σίγουροι ότι κι ο ίδιος ο Θεός θα συμφωνούσε με τον Κοχ.

Πόλυ Λυκούργου


plan 75

Σχέδιο 75 (Plan 75) της Τσι Χαγιακάουα

«Οι άνθρωποι δεν έχουν επιλογή για το αν θα γεννηθούν ή όχι. Αλλά θα ήταν καλό αν ήμασταν ικανοί να διαλέξουμε πότε θα πεθάνουμε.»

Η Ιαπωνία υποχωρεί κάτω από το βάρος των υπερήλικου πληθυσμού της. Ελεύθεροι σκοπευτές δολοφονούν άκριτα τους τρόφιμους των γηροκομείων. Και οι ηλικιωμένοι νιώθουν να βρίσκονται σε μια γκρίζα περιοχή, ανεπιθύμητοι, άχρηστοι, δημόσιος κίνδυνος για την ευημερία της χώρας.

Η κυβέρνηση αναλαμβάνει δράση. Ψηφίζει, με ελάχιστες αντιδράσεις, ένα νόμο που εγκαθιστά ως λύση στο πρόβλημα το «Σχέδιο 75», τη δυνατότητα δηλαδή σε όσους βρίσκονται στα 75 τους έτη και πάνω, να επιλέξουν τη λύση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. H ειρωνικά «win-win πρόταση« θα τους απαλλάξει από το να είναι «βάρος της κοινωνίας» και θα τους εξασφαλίσει μια πολυτελή «έξοδο», σε μονάδες ή και σε γκρουπ, από τη ζωή.

Δύο διαφορετικοί άνθρωποι θα βρεθούν στο κατώφλι του προγράμματος. Η 78χρονη Μίτσι που δεν μπορεί να βρει δουλειά ή σπίτι στην ηλικία της, που το σύστημα την πετάει συνεχώς (κυριολεκτικά) έξω και που το μέλλον της μοιάζει προδιαγεγραμμένο, μοναχικό, απάνθρωπο. Στην ίδια κατάσταση είναι και ο Γούκιο, που μετά το θάνατο της γυναίκας του θέλει κι αυτός να τη συναντήσει το γρηγορότερο και να απαλλαχθεί από μια ζωή στο μεταίχμιο της κανονικότητας.

Καθρέφτες των δύο ηλικιωμένων, δύο νέοι άνθρωποι: η Μαρία, νοσκόμα από τις Φιλιππίνες που θα είναι η «συνοδός» της Μίτσι στην ολοκλήρωση του «σχεδίου 75» και ο Χιρόμου, υπεύθυνος για τις αιτήσεις στο Σχέδιο 75, που ως αποξενωμένος ανηψιός του Γούκιο θα βρεθεί μπροστά στην «αλήθεια» ενός σχεδίου που δεν είναι απαραίτητα σωτήριο.

Στην πρώτη της ταινία, η Τσί Χαγιακάουα κερδίζει ειδική μνεία από την επιτροπή της Χρυσής Κάμερας (για πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες) και εκπροσωπεί την Ιαπωνία στην κούρσα για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, με ένα μικρό αριστούργημα. Μια ταινία που ανοίγει τη συζήτηση γύρω από ένα δύσκολο θέμα - αυτό της κοινωνικής αναλγησίας απέναντι στην τρίτη ηλικία - με τον πιο ψύχραιμο, ανθρώπινο, ειλικρινή τρόπο που θα μπορούσε να συμβεί.

Η μελλοντολογική κοινωνία στην οποία τοποθετείται το «Plan 75» δεν φέρει κανένα διακριτικό ότι είναι πολύ διαφορετική από το παρόν. Ενα παρόν δυστοπικό διαχρονικά για τους ανθρώπους - γονείς, παππούδες, γιαγιάδες όλων μας - που σβηνουν μέσα στη μοναξιά και την τρομακτική απόφαση των μοντέρνων κοινωνιών ότι από κάποια στιγμή και μετά είσαι αναλώσιμος. Το ντεμπούτο της Χαγιακάουα δεν είναι όμως ούτε θρίλερ, ούτε ταινία καταγγελίας, ούτε καν μια διδαχή για τα πρέπει και τα μη ενός αποτρόπαιου συστήματος.

Σκηνοθετημένο σαν μια σουίτα που ξεκινάει από το… φινάλε για να πάει στην… αρχή, το «Plan 75» αποτυπώνει χωρίς ωραιοποιήσεις τη ζωή ανθρώπων που βρίσκονται στο περιθώριο, αλλά τους αφιερώνει το χρόνο και το χώρο για να διεκδικήσουν σθεναρά τη θέση τους μέσα στη ζωή. Η ευαισθησία της Χαγιακάουα μετατρέπει την επιστημονική φαντασία σε απτή πραγματικότητα και την σκληρότητα της πραγματικότητας σε σινεμά που συγκινεί και τελικά (σε) μετακινεί - ανεπαίσθητα όπως καμία φορά καταφέρνει η ζωή να επιβληθεί κατά κράτος στο θάνατο.

Μανώλης Κρανάκης

Blue Jean

Blue Jean της Τζόρτζια Οκλεϊ

Blue Jean, I just met me a girl named Blue Jean
Blue Jean, she got a camouflaged face and no money

Η Τζιν βγάζει την πετσέτα και κοιτιέται στον καθρέφτη. Εχει βάψει τα κοντά αγορίστικα μαλλιά της ένα πορφυρό ξανθό - ίδιο με του Ντέιβιντ Μπόουι στο μουσικό βίντεο του «Blue Jean». Είναι γυμνάστρια σε δημόσιο γυμνάσιο της πόλης. Εσωστρεφής, σιωπηλή, απόμακρη από τους συναδέλφους της στην αίθουσα των καθηγητών. Δεν έχει πολλά κοινά μαζί τους. Η αλήθεια είναι ότι τους φοβάται και λίγο - μην την αποκρυπτογραφήσουν, μην την καταλάβουν. Γιατί η Τζιν είναι λεσβία - κι αυτό δεν είναι κάτι τόσο απλό στην Αγγλία της Θάτσερ.

Βρισκόμαστε στο 1987 και οι Συντηρητικοί μόλις έχουν ψηφίσει το διαβόητο Άρθρο 28 που απαγόρευε την «διάδοση της ομοφυλοφιλίας», ώστε να συνεχιστεί η «παράδοση της οικογένειας», να «προστατευτούν» τα παιδιά και «να μην εισπράττουν ότι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να είναι γκέι». Οι ομοφυλοφιλικές κοινότητες στην Αγγλία δίνουν αγώνες στους δρόμους, αλλά η Τζιν παραμένει στην ντουλάπα της. Διακυβεύονται πολλά - θα χάσει τη δουλειά της. Αλλωστε, όπως λέει στην Σιμπάν, την απενοχοποιημένη λεσβία ερωμένη της, «εκείνη δεν νιώθει την ανάγκη να περιφέρει την σεξουαλικότητα της σαν παράσημο».

Η αλήθεια όμως δεν είναι αυτή. Η εσωτερικευμένη της ντροπή για αυτό που είναι, τη διχάζει. Δεν αντέχει να απολογείται σε όλους - την πιο συντηρητική αδελφή της και τον τοξικό γαμπρό της που «δεν ξέρουν αν μπορούν να την εμπιστεύονται με τον ανιψιό της». Την διευθύντρια που την υποπτεύεται. Τη γειτόνισσα που την κοιτάει στραβά. Προτιμά να μην μιλά, να μην προκαλεί. Να διδάσκει τα κορίτσια άμυνα χωρίς να τα αγγίζει. Να μπαίνει στα αποδυτήρια με το βλέμμα στο πάτωμα. Να είναι αυστηρή και απροσπέλαστη. Και κοιτά να δεις: όλα αυτά συμφωνούν με το Άρθρο 28.

Τι κάνει; Πώς προδίδει έτσι τη φύση της, την κοινότητα της, τον εαυτό της; Πώς προδίδει έτσι την Λόις, την 15χρονη λεσβία μαθήτρια της που γίνεται αντικείμενο μπούλινγκ από τις άλλες; Είναι τόσο έντονος ο φόβος της που θα αφήσει ένα κορίτσι αβοήθητο, για να μην δώσει δικαιώματα;

Το ντεμπούτο της Τζόρτζια Οκλεϊ επιστρέφει στο παρελθόν για να μας μιλήσει για το παρόν. Γιατί αν θεωρούμε καθησυχασμένοι ότι το «Αρθρο 28», και οι κοινωνίες που το επέτρεψαν, ανήκουν σε περασμένους καιρούς, ο «Don’t Say Gay» νόμος της Φλόριντα έρχεται να μάς διαψεύσει. Οι κοινωνίες μας τείνουν να επιστρέψουν σε έναν δογματικό πουριτανισμό που καθησυχάζει τα χρηστά ήθη. Για αυτό και η επαγρύπνιση για τη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ουσιαστική.

Ομως όχι. Η Οκλεϊ δεν έχει φτιάξει μία στρατευμένα πολιτική ταινία. Δεν έχει καμία διάθεση για διδακτισμό ή μεγαλόστομα μηνύματα. Με σημασία στη λεπτομέρεια, καυστική στο θέμα της και τρυφερή με την ηρωίδα της, μάς παραδίδει μία προσωπική ταινία. Μέσα από τον εγκλωβισμό της Τζιν καλούμαστε να νιώσουμε την κοινωνική ασφυξία. Μέσα από την θλίψη (blue) της, την περιθωριοποίηση. Μέσα από τον φόβο της, την ανθρώπινη σκληρότητα.

Γυρίζοντας σε 16άρι και κρατώντας τη χρωματική παλέτα ξεβαμμένη και τους φωτισμούς ωχρούς (ο DP Βίκτορ Σέκουιν έχει επιτύχει το τέλειο γκρίζο), η 80ς Αγγλία μοιάζει τόσο μουντή όσο και η αποστειρωμένη, κοντόφθαλμη πολιτική της.

Μέσα σε αυτό τον κόσμο η Τζιν αισθάνεται τα πάντα και τα κρύβει όλα. Η συγκλονιστική Ρόζι Μακ Γιούιν που την ερμηνεύει κρατά το πρόσωπο της ακίνητο, αλλά στα μάτια της ανάβει ένας προτζέκτορας συναισθημάτων. Με πειθαρχία χορογραφεί τις κινήσεις του σώματος της σε μία ανδρόγυνη συστολή. Μικρές αμηχανίες, συμπλεγματικές αντιδράσεις, μικροστιγμές δισταγμού συνθέτουν την ερμηνεία της και την πανοπλία της Τζιν.

Για αυτό κι όταν ο ήλιος λούσει το πρόσωπο της και το γέλιο της δραπετεύσει άναρχο, ο θεατής δεν χρειάζεται happy end. Γίνεται μάρτυρας ενός happy beginning.

Πόλυ Λυκούργου


Ακουσε με

Ακουσέ με της Μαρίας Ντούζα

Η Βαλμύρα είναι κωφή. Τη συναντάμε όταν θα πρέπει να αφήσει την ασφάλεια της ζωής της στο σχολείο των κωφών και να συναντήσει τον πατέρα της και τη νέα οικογένεια του σε ένα ελληνικό νησί. Η ίδια θέλει να επιστρέψει πίσω και να κάνει πραγματικότητα το όνειρο της και να γίνει χορεύτρια. Δεν την ενδιαφέρει να ζήσει στον κόσμο των «άλλων». Ομως θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα σε αυτόν. Θα δημιουργήσει μια αδελφική σχέση με τον γιο της μητριάς της, θα δείξει πυγμή στα πειράγματα των συνομίληκων στο σχολείο, θα γοητευτεί και από τον «πιο μαλακά» της τάξης στα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα. Παγιδευμένη ανάμεσα σε μια «με το ζόρι» ενηλικίωση και μια αναπηρία που την επιστρέφει στην ασφάλεια μιας φαινομενικής προστασίας, έναν πατέρα που μαθαίνουμε από πληροφορίες πως κάποτε την παράτησε, χωρίς ακουστικό (παρόλο που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει) αλλά με οδηγό την καρδιά της, θα αναζητήσει εξόδους κινδύνου από τη νέα της ζωή, χαμένη μέσα στο «θόρυβο» των συναισθημάτων, των δύσκολων επιλογών, των λέξεων που μένουν βωβές.

Το ίδιο χαμένη μέσα στο «θόρυβο» των υλικών που την αποτελούν μοιάζει και η δεύτερη ταινία της Μαρίας Ντούζα μετά το «Το Δέντρο και η Κούνια», εδώ σε μια πιο φιλόδοξη διαπροσωπική απόπειρα συμφιλίωσης διαφορετικών γενεών αλλά και ανθρώπων «ξένων» μεταξύ τους - και με τον εαυτό τους.

Με φόντο την επαρχιακή Ελλάδα και όλη την υποκρισία που αυτή αναδύει, τους μεσήλικες που κουβαλούν ακόμη τα ξέφτια της οικονομικής κρίσης, τους νέους που παραμένουν «αγρίμια», ένδοξοι διάδοχοι της πατριαρχίας (και πολλών άλλων -ίας, όπως ξενοφοβίας, ομοφοβίας) και με έμφαση στην απόρριψη του «ξένου» και του «διαφορετικού», το «Ακουσε Με» χτίζει μεθοδικά το δράμα του μέχρι και την τραγωδία, πλέκοντας δεσμούς που κολλάνε και σπάνε κάτω από την πίεση μιας απροσδιόριστης αίσθησης που μοιάζει να έρχεται από το γεγονός της έλλειψης επικοινωνίας.

Ή τουλάχιστον αυτή είναι η αρχική ιδέα της Μαρίας Ντούζα, που με αφορμή την κεντρική (;) της ηρωίδα, δίνει στην ταινία και την σύγχρονη πραγματικότητα διαστάσεις ενός διάλογου στον οποίο κανείς δεν ακούει κανέναν και όλοι μιλούν μόνοι τους.

Η φιλόδοξη ιδέα της προσπαθεί (και καταφέρνει μέχρι τη μέση της ταινίας) να μπαίνει στις ράγες κάθε φορά που οι σεναριακές επαναλήψεις την εκτροχιάζουν, απομακρύνοντας την από το κέντρο βάρους της που θα έπρεπε να είναι η Βαλμύρα. Υποπλοκές και σκηνές που δεν έρχονται ή εξελίσσονται φυσικά, τοποθετούν την ταινία σε μια μάλλον αμήχανη διαδρομή που μεταφέρεται και στην οπτική (και εδώ, ειδικά, ακουστική) γωνία άλλων ηρώων ενώ νιώθεις διαρκώς και την αγωνία της να υπογραμμίζει αυτό που θέλει να πει παρά το λέει.

Στο δεύτερο μέρος, τα σεναριακά και σκηνοθετικά προβλήματα προδίδουν ακόμη περισσότερο μέχρι και την κινηματογραφική γραφή της ταινίας, αφήνοντας ορατές τις ραφές της κατασκευής της με μικρές σκηνές που μοιάζουν (φωτογραφημένες με ατμόσφαιρα και νεύρο - που όμως δεν αρκεί - από τον Ζαφείρη Επαμεινώνδα) κι αυτές χαμένες, σε μια ταινία που δημιουργεί ανατροπές που δεν εκπλήσσουν και κλείνει σε εντελώς άλλο τόνο από την όλη ταινία με αισιοδοξία για το μέλλον, αλλά αφήνει αμήχανα ανοιχτούς λογαριασμούς σχεδόν με κάθε ένα από τα μικρά και μεγάλα θέματα που έχει ανοίξει.

Ενα από τα «θέματα» αυτά και η επιλογή μιας μη κωφής κοπέλας για τον ρόλο της κωφής (σε έναν κόσμο και μια Ελλάδα που υπάρχουν ηθοποιοί που θα μπορούσαν επιτέλους να αναδειχθούν με την σπάνια ευκαιρία ενός τέτοιου σεναρίου), το οποίο δεν μειώνει ωστόσο ούτε στο ελάχιστο την έμφυτη αυθεντικότητα της Ευθαλίας Παπακώστα. Η νεαρή ηθοποιός (με το μεγάλο μέλλον) παραμένει μαζί με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο το δυνατό ερμηνευτικό δίδυμο της ταινίας, απέναντι στην φορσέ σκηνοθετική και μονταζιακή ροπή που οδηγεί τον μέχρι εκείνη τη στιγμή υπέροχο Δημήτρη Κίτσο να δείχνει άτεχνος στην δύσκολη σκηνή της τελική σύγκρουσης του με την Βαλμύρα και την ολοκληρωτικά αδούλευτη (εδώ παρά την πειστικότητα της επιλογής, αντίθετα με τους ήρωες της Βαλμύρας και του «αδερφού» της) ερμηνεία της Βουλγάρας Γιοάνα Μπουκόφσκα.

Μεγαλύτερο ωστοσο «θέμα« και η Ελλάδα που στη μικρογραφία που φτιάχνει η Ντούζα μοιάζει μονοδιάστατη, χωρίς γκρίζες γραμμές, με απεικόνιση που καίει την ίδια της την πρώτυ ύλη στα όρια του γραφικού και της καρικατούρας, αναγκάζοντας την ταινία της να ακούγεται μεν, αλλά όχι απαραίτητα να φτάνει στα αυτιά μας.

Μανώλης Κρανάκης

ησυχία
Ησυχία 6-9 του Χρήστου Πασσαλή

Ελλάδα, άγνωστος χρόνος. Μία παραθαλάσσια πόλη ερειπωμένη κι έρημη. Εκεί, κάθε μέρα από τις 6 μέχρι τις 9 πρέπει να κάνεις ησυχία. Κεραίες από έναν πύργο συλλαμβάνουν παράξενους απόκοσμους ήχους και μία υπηρεσία τους μαγνητοφωνεί. Ο Αρης, ένας 35χρονος άντρας, φτάνει στο ξενοδοχείο του. Εχει βρει δουλειά στην επεξεργασία δεδομένων του πύργου και περιμένει να γνωρίσει τον υπεύθυνο για να ξεκινήσει. Τότε μαθαίνει για τους Εξαφανισμένους. Ανθρωποι που την μια στιγμή είναι με τους αγαπημένους τους και την άλλη χάνονται - απότομα, ανεξήγητα. Που πηγαίνουν; Οι συγγενείς τους δεν σταματούν να τους αναζητούν. Δεν σταματούν να ελπίζουν. Δεν σταματούν να ακούν κασέτες με τις φωνές τους και να τους περιμένουν.

Στο ίδιο ξενοδοχείο μένει και η Αννα. Μία μυστηριώδης κοπέλα που υποφέρει από αϋπνίες. Όπως κι Άρης. Μαζί περπατούν τα βράδια, μαζί κάθονται στο παγκάκι τους στη θάλασσα μέχρι να ξημερώσει. Λίγο λίγο, σε αυτή την ησυχία, συνδέονται, ερωτεύονται. Χαμογελούν, ενώ γύρω τους άνθρωποι λυγίζουν από τον πόνο της απώλειας - καταστρέφουν τις κασέτες, κόβουν το νήμα, επιθυμούν να ξεχάσουν.

Και ξαφνικά, απότομα κι ανεξήγητα η Άννα εξαφανίζεται…

Ο Χρήστος Πασσαλής κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο (μετά το ντοκιμαντέρ «Η Πόλη και η Πόλη» που συνυπέγραψε με τον Σύλλα Τζουμέρκα) πλάθοντας έναν ιδιαίτερο κόσμο. Έναν κόσμο αλλόκοτο, αινιγματικό, φασματικό. Οι κάτοικοι αυτού του κόσμου είναι εξίσου ιδιοσυγκρασιακοί. Κινούνται και μιλούν σαν να ζουν τον χειρότερο εφιάλτη τους - έναν εφιάλτη με τοίχους που σε χωρίζουν από όσα λαχταράς και διαδρόμους με πόρτες δωματίων που παραμένουν κλειδωμένες. Μόνο το ζευγάρι, ο Άρης και η Άννα, μοιάζουν να έχουν κάτι που τους κάνει ευτυχισμένους, ζωντανούς. Ανάμεσα σε εγκατελειμμένα στην μοναξιά τους ζόμπι, οι δυο τους μοιάζουν με τις μόνες καρδιές που πάλλονται. Σαν να έχουν φτιάξει κι εκείνοι με τη σειρά τους ένα δικό τους σύμπαν - σαν ο έρωτας να τους επιτρέπει να βρίσκονται στο δικό τους ονειρικό λίμπο.

Με τον Γιώργο Καρβέλα στη Διεύθυνση Φωτογραφίας, ο Πασσαλής καδράρει πλάνα άρτιας αισθητικής, σκοτεινής ομορφιάς, αιθέριας ατμόσφαιρας. Ο σχεδιασμός του ήχου συμπληρώνει αριστοτεχνικά τον αταξινόμητο τόνο της ταινίας και την bizarre της θερμοκρασία. Τι ακούμε; Από που;

Ναι, ο συνιδρυτής του Blitz theater group και πρωταγωνιστής του Γιώργου Λάνθιμου («Κυνόδοντας») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο μιλώντας μια γλώσσα κοινή με όλη την καλλιτεχνική του πορεία. Και καθοδηγεί παρόμοια και την Αγγελική Παπούλια κι όλους τους δεύτερους ρόλους σε κωδικοποιημένες ερμηνείες που σε κρατούν σε μία ανεξήγητη απόσταση. Κάποιοι θα βιαστούν να στριμώξουν κι αυτή την ταινία στο κουτάκι του weird cinema.

Δεν είναι καθόλου έτσι. Γιατί όλα έχουν εξήγηση - δεν υπηρετούν απλώς μία trendy κινηματογραφική φόρμα. Υπάρχει εξήγηση ακράδαντα ρεαλιστική μέσα στον σκοτεινό λαγούμι του σουρεαλισμού. Μία εξήγηση σπαρακτικά συγκινητική μέσα στην αποστειρωμένη ατμόσφαιρα. Μία εξήγηση ανθρώπινη, που μόλις την συνειδητοποιείς σε τσακίζει.

Εκεί όμως έρχεται ο Πασσαλής να σου βάλει την μάσκα οξυγόνου. Έρχεται το σινεμά να σου χαρίσει την πιο αληθινή φαντασίωση. Έρχεται το όνειρο, μέσα στο όνειρο να σου ψιθυρίσει ότι στη ζωή δεν κάνουμε ησυχία. Ειδικά όταν βρούμε κάποιον που θέλουμε να μένουμε ξύπνιοι, σ’ ένα παγκάκι δίπλα του, μέχρι το πρωί.

Πολύ Λυκούργου

to the north

Προς τον Βορρά (Spre Nord) του Μιχάι Μιντσάν

Μια κριτική αλληγορία για τα όρια της ηθικής και τα παιχνίδια ανθρώπινης εξουσίας, τοποθετημένη στο υπογάστριο ενός πλοίου, μπορεί να είναι αυτή, η πρώτη ταινία μυθοπλασίας του Ρουμάνου ντοκιμαντερίστα Μιχάι Μιντσάν που έκανε πρεμιέρα στη φετινή Mostra της Βενετίας (ελληνική συμπαραγωγή της StudioBauhaus του Κωνσταντίνου Βασίλαρου, γυρισμένη στην Ηλεία), ή ένα κλειστοφοβικό θρίλερ που χρησιμοποιεί ως πρόσχημα την ιστορία δυο λαθρεπιβατών υπό διωγμό.

Με μια ειρηνική γεωμετρία στα κάδρα της, με χρώματα νυχτερινά αλλά ζεστά, με κοντινά πλάνα σε όμορφα νεανικά πρόσωπα, η ταινία ξεκινά με τον Ρουμάνο Ντουμίτρι και τον Βούλγαρο Γκεόργκι που, με φωτεινή την ελπίδα τους για μια καλύτερη ζωή, μπαίνουν κρυφά σ' ένα πλοίο που φεύγει από την Ισπανία για την Αμερική. Το πλοίο πηγαίνει στον Καναδά, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που αλλάζει στην ταινία. Σιγά-σιγά, τόσο υπόγεια που δεν προλαβαίνεις να το αντιληφθείς πριν απορροφηθείς στα αμπάρια του, το φιλμ ανεβάζει το σασπένς, πλησιάζει την παράνοια, χωρίς ποτέ ν' αφήνει τα κοντινά του πλάνα, αυτά που τώρα γίνονται ασφυκτικά, που πνίγουν κάθε ελπίδα. Ερμαιο του θρησκόληπτου Φιλιππινέζου ναύτη Τζόελ, ο Ντουμίτρι θα γίνει όμηρος ενός ανθρώπου που τον φυλακίζει για να τον σώσει, να τον εξιλεώσει... μέχρι θανάτου.

Χρησιμοποιώντας το πλοίο σαν... πίστες παιχνιδιού ή σκοτεινή σιδερένια παγίδα, ο Μιντσάν καταφέρνει με εξαιρετική συνέπεια να χτίσει την αγωνία, να μπερδέψει το καλό με το κακό, να προκαλέσει ανησυχία (με τη συμβολή ενός soundtrack που επαυξάνει τους τριγμούς του πλοίου, τις κινήσεις της λαμαρίνας) εκεί όπου όλα δείχνουν καλά, να εκπλήξει με την ανατροπή των στερεοτύπων. Στη μαεστρία με την οποία χειρίζεται τις ψυχολογικές μεταπτώσεις, χάνεται η βαθύτερη ουσία αυτού που θέλει να πει - ενώ είναι προφανές ότι κάπου υπάρχει. Μια κριτική στην ανθρώπινη φύση, ένα σχόλιο για τον φανατισμό και την προδοσία των ιδανικών, αχνοφαίνονται μόνο στη διαδρομή ενός τιμονιέρη σκηνοθέτη που επενδύει περισσότερο στη φόρμα, όσο κι αν το κάνει καλά.

Λήδα Γαλανού

the dam

Το Φράγμα (Le Barrage) του Αλι Σερί

Καφέ, πράσινο, κόκκινο, κίτρινο. Τα χρώματα της γης, του νερού, των ανθρώπων, της λάσπης, του αίματος, στο χωριό του Σουδάν όπου ζει ο Μαχέρ. Λίγο πιο μακριά, ο λαός εξεγείρεται εναντίον του δικτάτορα που καταδυναστεύει τη ζωή του. Λίγο πιο πέρα, ένα φράγμα αποκλείει το νερό, ή ανοίγει τις πόρτες του και δημιουργεί ανθρωποφάγες δίνες. Λίγο πιο κάτω, ο Μαχέρ δουλεύει με τη λάσπη, κάθε απόγευμα. Κάτι φτιάχνει: κάτι που έχει χέρια και μάτια και, ποιος ξέρει, μπορεί ν' αποκτήσει και ψυχή και βούληση.

Ντεμπούτο για τον Λιβανέζο δημιουργό, με πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο του Φεστιβάλ Καννών, μια ταινία ιδιότυπη, ελλειπτική, περισσότερο σαν conceptual τέχνη, παρά σαν κινηματογραφική αφήγηση ή έστω ανατροπή της. Τα στοιχεία της ιστορίας δίνονται με τρόπο φειδωλό, οι εικόνες στοχεύουν περισσότερο στην ποίηση, παρά στην περιγραφή, τα στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού υφαίνουν έναν ακόμα πιο δυσπρόσιτο ιστό, οι ηθοποιοί, όλοι μη-επαγγελματίες, από τη μια με αμήχανες ερμηνείες, από την άλλη με το ρεαλισμό της ίδιας τους της ύπαρξης, προσθέτουν στην αίσθηση μιας επιτήδευσης, μιας «performance».

Κι όμως, για έναν υπομονετικό (φεστιβαλικό και μόνο) θεατή, η ταινία αναπτύσσει ένα ρυθμό υπνωτιστικό και βγάζει, σιγά-σιγά, το νόημά της: τον κύκλο που συνδέει τον άνθρωπο με το χώμα, τη βία που περνά από το σώμα στη γη κι άρα πίσω στο σώμα, την επανάληψη, τελικά, της Ιστορίας της ανθρωπότητας με ισοπεδωτική βεβαιότητα. Κι έτσι το «Φράγμα» ανοίγει κάποια στιγμή τις πόρτες του κι αφήνει να ξεχυθεί η σοφία και η ορμή του, παρασύροντας αντιστάσεις και κυνισμό.

Λήδα Γαλανού

wolf and dog

Λύκοι και Σκυλιά (Lobo e Cão) της Κλαούντια Βαρεζάου

Σαν ο Ροσελίνι να συνάντησε τον Φελίνι το 2030. Ετσι μοιάζει αυτή, η πρώτη ταινία «μυθοπλασίας» της Πορτογαλέζας Κλάουντια Βαρεζάου, η ιστορία της μικρής Ανα που μεγαλώνει στο μικροσκοπικό νησάκι της στις Αζόρες, δίπλα στην τροπική βλάστηση και στη φιλόξενη θάλασσα (το ίδιο για γυμνά έφηβα κορμιά όσο και για πακεταρισμένη κόκα), όπου όλα μοιάζουν σαν να τα βλέπεις μέσα από τον καθρέφτη.

Η κεντρική ηρωίδα είναι ένα κορίτσι, στην αιχμή μεταξύ του εύθραυστου και του σιδερένιου υλικού. Λεπτή, με πορσελάνινο δέρμα, με εκρηκτικά μαύρα σγουρά μαλλιά, η Ανα με τα σχιστά μάτια κοιτάζει γύρω της και προσπαθεί να δει το μέλλον της. Η ίδια κι ο κολλητός της φίλος, ο Λουίς, είναι δυο queer παιδιά σε μια κοινότητα συνυφασμένη με την καθολική θρησκοληψία. Κι όμως, όσο ο Λουίς και η παρέα τους συχνάζει στο τοπικό gay bar, ντυμένοι με φανταχτερά φορέματα, με πανδαισία χρωμάτων στο μακιγιάζ τους, με τιρκουάζ και φούξια φτερά στα βλέφαρά τους, η τοπική κοινότητα, οι ανεμοδαρμένες από τη ζωή μαμάδες τους, ο παπάς της ενορίας με το λευκό καρέ, τα παιδιά αυτά αγκαλιάζουν, αυτά αγαπούν κι επιτίθενται σε όποιον τα στοχοποιεί.

Αλλόκοτο, μέσα στο στερεότυπο της συντηρητικής μικρής πόλης; Καθόλου, μια και στο «Wolf and Dog» τόσο η θρησκεία, με το θεατρικό τελετουργικό της, τις σωματικές απαιτήσεις ενός περιπατητικού προσκυνήματος, όσο και η φύση, οι καρποί που παράγει, η αγέρωχη διάστασή της, παρουσιάζονται στην πιο αρχέγονη μορφή της, εκείνη που δημιουργεί και αποδέχεται κάθε πλάσμα του Θεού, έστω και με φωσφοριζέ γυαλιά στο κλάμπινγκ, με τενεκέδες γεμάτους ναρκωτικά, με ομόφυλους έρωτες, με χοροπηδητά και δάκρυα.

Με ως τώρα θητεία στο ντοκιμαντέρ, η Βαρεζάου ολουθεί την ίδια μέθοδο, αυτή της παρατήρησης. Τα πλάνα της, σ' ένα περιορισμένο, σαν το νησάκι, τετράγωνο κάδρο, είναι όμως ανοιχτά, με τους ήρωες, ο καθένας κι ένα ουρί του παραδείσου, να γίνονται μέρος ζωντανό του τοπίου, φύση και άνθρωπος ένα. Σκηνές όπως ένα νυχτερινό αυθόρμητο πάρτι στη θάλασσα με κοκκορομαχίες και Μπαχ παίρνουν θέση στις ομορφότερες κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων. Ομως αυτή, η «αμέτοχη» κάμερα και η αποσπασματική δομή της ταινίας που παρουσιάζει, διαδοχικά, σύντομες και ήσυχες, «ασχολίαστες» στιγμές ζωής, αφήνοντας προθέσεις, κίνητρα και καταγραφή συναισθημάτων απ' έξω, δίνει στην ταινία μια αίσθηση έλλειψης προσανατολισμού και καθυστέρησης, σ' ένα φιλμ μιάμισης ώρας, τοποθετημένο στην πιο μικρή πιθανή κοιτίδα πολιτισμού οργανωμένης κοινωνίας. Εστω κι έτσι, με τη σπάνια ομορφιά εξωτικού λουλουδιού, με την ευαισθησία ενός νεανικού βλέμματος, με την καταγραφή ενός κόσμου που νιώθεις επιταγή ν' ανακαλύψεις, η ταινία της Βαρεζάου έχει και μήνυμα και γοητεία, ανάμεσα στον πιστό σκύλο και τον αδάμαστο πρόγονό του, τον λύκο.

Λήδα Γαλανού

narcoss

Νάρκωση (Narcosis) του Μαρτάιν ντε Γιόνγκ

Το τελευταίο πράγμα που θα θυμούνται η γυναίκα και τα παιδιά του από τον Τζον πριν χαθεί για πάντα στον ωκεανό της Νοτίου Αφρικής είναι ένας θάλαμος από ένα καρτοτηλέφωνο που θα εγκαταταστήσει στην αυλή τους και το πάθος του για τις καταδύσεις. Ενα χρόνο μετά ο θάνατος του δεν μπορεί να… αποδειχθεί, αλλά η Μέρελ, ο μικρός Μπόρις και η μικρότερη Ρόνια θα πρέπει να βρουν τρόπους να διαπραγματευτούν την απώλεια.

Ο Μπόρις θα συνεχίσει να εξασκείται στη λίμνη κοντά στο σπίτι δοκιμάζοντας υποβρύχιες αναπνοές όπως του είχε μάθει ο πατέρας του. Η μικρή Ρόνια θα πιστέψει ότι στη νεκρή γραμμή του καρτοτηλεφώνου βρίσκεται πάντα διαθέσιμος να της μιλήσει ο πατέρας της τον οποίο κρατάει ζωντανό στις συζητήσεις με τις φίλες της. Και η Μέρελ θα αλλάξει δουλειά, θα βγει από το σπίτι και θα δουλέψει υποδοχή σε ένα ινστιτούτο αισθητικής.

Για χρόνια, όσο ζούσε και ο Τζον πρόσφερε τις υπηρεσίες της ως μέντιουμ φέρνοντας απελπισμένους ανθρώπους σε επαφή με τους νεκρούς της. Αντίθετα όμως από ότι πιστεύουν όλοι, αν αναζητήσει τον Τζον, θα καταφέρει να μάθει τι ακριβώς συνέβη στη κατάδυση, που βρίσκεται η σορός του και έτσι να πάρει τα χρήματα της ασφαλιστικής που τώρα βρίσκονται υπό αμφισβήτης. Η Μέρελ όμως φοβάται. Αν τον «συναντήσει» σημαίνει ότι πρέπει να παραδεχτεί κι αυτή με τη σειρά της ότι πέθανε.

Η «Νάρκωση» είναι μια ταινία για το θρήνο, την απώλεια, τη μοναξιά και τους άδειους χώρους που αφήνει πίσω του ένας θάνατος. Αλλά δεν είναι μια ταινία σκοτεινή, θλιμμένη, εξόχως δραματική ή κλινική. Τοποθετώντας σε δημιουργικό διάλογο το ρεαλισμό με τη… μεταφυσική, αλλά με το βλέμμα στραμμένο μονίμως στα κενά που πρέπει να γεμίσουν κάθε φορά που φεύγει κάποιος, ο πρωτοεμφανιζόμενος Μαρτάιν ντε Γιονγκ ενορχηστρώνει την ταινία του σαν μια σουίτα δωματίου, που απλώνεται στην γεωγραφία του χώρου και την άλλη την ανθρώπινη για να εξερευνήσει την απώλεια με όρους ποίησης.

Βαθιά συγκινητική (ειδικά σε ένα φινάλε που μοιάζει χολιγουντιανό με όρους art cinema, φέρνοντας δάκρυα στα μάτια) και με οικονομία που δεν προεξοφλεί η κατασκευή της, η «Νάρκωση» στέκεται ως ένα δείγμα μιας άλλης οπτικής πάνω στο ίδιο θέμα, μια νέα υπογραφή που μοιάζει να ήρθε για να μείνει από έναν σκηνοθέτη που μπορεί σε στιγμές να παρασύρεται από τον ίδιο τον λυρισμό και μια λογική «ιλουστρασιόν» τέχνης, αλλά που μπορεί να μιλάει βιωματικά και κινηματογραφικά χωρίς να προδίδει ούτε την προσωπική του (καλλιτεχνική) αγωνία, αλλά ούτε την «επαφή» του με τον θεατή.

Μανώλης Κρανάκης

thunder

Βροντή (Foudre) της Κάρμεν Ζακιέ

Σαν ένας πίνακας ή φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα - εικόνες ακίνητες στην αρχή της ταινίας της Κάρμεν Ζακιέ - που άξαφνα ζωντανεύει για να αφηγηθεί μια ανείπωτη αληθινή ιστορία, το ντεμπούτο της Ελβετίδας δημιουργού συναντά στο δρόμο του τα κινηματογραφικά σύμπαντα του Πίτερ Γουίαρ στο «Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων», της Τζέιν Κάμπιον στα «Μαθήματα Πιάνου» και της Σοφίας Κόπολα των «Αυτοχείρων Παρθένων», πριν αυτονομηθεί σε ένα χώρο που βρίσκουν καταφύγιο οι αταξινόμητες ταινίες.

Η «Βροντή» αφηγείται την ιστορία της Ελιζαμπέτ, μιας μοναχής που μετά από πέντε χρόνια στο μοναστήρι αναγκάζεται να γυρίσει στα εγκόσμια και την οικογένεια της, η οποία την χρειάζεται μετά το θάνατο της αδερφής της, Ινοσάντ. Εκεί, η Ελιζαμπέτ θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια κοινότητα εχθρική, που την αντιμετωπίζει ως ξένη, που κρύβει επιμελώς τι ακριβώς συνέβη στην αδερφή της, που παραμένει μακριά από το λόγο του Θεού όσο περισσότερο υποστηρίζει με σθένος ότι «πιστεύει». Το ημερολόγιο της Ινοσάντ θα δείξει στην Ελιζαμπέτ το δρόμο προς το «καθ ομοίωση», απενοχοποιώντας με τη σειρά του και τη δική της… ενηλικίωση.

Ενα παραμύθι για την «αθωότητα» που όλοι σκότωσαν ή μια παραβολή για τη σεξουαλική αφύπνιση που μπορεί να νικήσει τα πάντα, το φιλμ της Ζακιέ είναι μυστηριώδες, ποιητικό, φωτεινό σαν μια μέρα στην εξοχή και σκοτεινό σαν μια κατάβαση στην πιο ανομολόγητη πλευρά της ανθρώπινης επιθυμίας. Αχρονο παρά την τοποθέτηση του στα τέλη του 19ου αιώνα και διαχρονικό ως προς το σχόλιο του πάνω στις έμφυλες ταυτότητες, την πατριαρχία και την Ιστορία που γράφεται από άντρες, ξεφυλλίζει το επαναστατικό «ημερολόγιο» μιας κοπέλας που βρίσκει το Θεό μέσα από την αγάπη, το παραδίδει ως άγιο δισκοπότηρο στις επόμενες γενιές και μετατρέπει τη θυσία της σε ένα δώρο για έναν νέο κόσμο.

Με κινηματογράφηση που υποβάλλει, σημασία στη γυναικεία ψυχοσύνθεση, μια ερωτική σκηνή στο κέντρο του που γίνεται η πεμπτουσία των προβληματισμών του και την ερμηνεία της Λίλιθ Γκράσμουγκ, το ντεμπούτο της Ζακιέ απαιτεί από το θεατή διάθεση ανοιχτού μυαλού και βλέμματος, έναν θεατή - σύμμαχο σε μια μικρή επανάσταση που μπορεί να μην μετακίνησε τον κόσμο αλλά υπήρξε αρκετή για να ξεκινήσει από κάπου η διάβρωση ενός άκαμπτου συστήματος, μια ανεπαίσθητη κίνηση δηλαδή που αν κοιτάξεις προσεκτικά μπορείς πλέον να διακρίνεις μέσα στους πίνακες και τις φωτογραφίες που διηγήθηκαν ερήμην της αλήθειας την ιστορία του κόσμου.

Μανώλης Κρανάκης

i have electric dreams

Εχω Ηλεκτρισμένα Ονειρα (Tengo sueños eléctricos) της Βαλεντίνα Μαουρέλ

H οικογένεια της 16χρονης Εύας μετακομίζει σε ένα προάστιο του Σαν Χοζέ. Μαζί με την μικρότερη της αδελφή, την μαμά, τον μπαμπά και τον γάτο της πηγαίνουν σ’ ένα νέο σπίτι που υπόσχεται μία νέα αρχή. Αυτό όμως δεν συμβαίνει ποτέ. Τουλάχιστον με τον τρόπο που θα ήθελε η Εύα. Ο βίαιος πατέρας της έχει ακόμα ένα ξέσπασμα και η μαμά τον χωρίζει - τον πετάει έξω από το καινούργιο σπίτι, πολύ πριν αδειάσουν τις κούτες με τα πράγματα τους. Πολύ πριν βάψουν το δωμάτιο της με το αγαπημένο της χρώμα: μπλε ηλεκτρίκ. Η Εύα αγαπά τον μπαμπά της. Για την μαμά έχει μόνο θυμό. Που χώρισε, που είναι αυστηρή, ελεγκτική, καταπιεστική.

Ο μπαμπάς είναι γοητευτικός, μυστηριώδης. Ένας μποέμ καλλιτέχνης - ποιητής, ζωγράφος, ελεύθερο πνεύμα. Και το πνεύμα της έφηβης Εύας είναι εξίσου ανήσυχο. Με τις ορμόνες να έχουν βάλει φωτιά στο αίμα της, το σκάει κι επιχειρεί να ζήσει μόνιμα με τον μπαμπά. Μέσα σ’ ένα καλοκαίρι, θα αναγκαστεί να μεγαλώσει απότομα, βίαια και ηλεκτρισμένα.

Έχοντας μια βραβευμένη καριέρα στις μικρού μήκους («Lucia in Limbo») η σκηνοθέτης από την Κόστα Ρίκα, Βαλεντίνα Μαουρέλ, κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο ακολουθώντας ακόμα μία ιστορία εφηβείας. Αυτή τη φορά μελετώντας τη σχέση πατέρα-κόρης, του πρώτου ανδρικού μοντέλου που μια γυναίκα γνωρίζει στη ζωή της και θέτει τα θεμέλια της ενήλικης πορείας της. Της θηλυκής της ταυτότητας, της ψυχικής της ισορροπίας, της αυτοπεποίθησης της στις μελλοντικές σχέσεις της. Όταν το πρότυπο αρρενωπότητας είναι ανώριμο, ασταθές, βίαιο η αγάπη συνδέεται με την εγκατάλειψη με τον πιο επώδυνο τρόπο.

Όχι, η Βαλεντίνα Μαουρέλ δεν πέφτει στην παγίδα της επεξήγησης. Δεν γράφει μία ιστορία διδακτισμού, ούτε την σκηνοθετεί με επιδεικτική, κλισέ σοβαροφάνεια. Το αντίθετο. Κρατώντας την κάμερα στο χέρι, λούζοντας τα πλάνα της με φυσικό φως, και κινηματογραφώντας νατουραλιστικά τα πρόσωπα, τα σώματα, τις αμηχανίες, η Μαουρέλ καταγράφει τα πάντα μέσα από το βλέμμα της ηρωίδας της. Χωρίς σχολιασμό, χωρίς αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Άμεσα, άβολα, άτσαλα, ανώριμα, αθώα.

Αυτή η αμεσότητα όμως έχει μεγαλύτερη δύναμη. Γιατί τα συμπεράσματα χτυπάνε από το βλέμμα του θεατή κατευθείαν στην καρδιά. Ένας αλκοολικός άντρας, ταλαντούχος και ανασφαλής, έχει γίνει πατέρας αλλά ο ναρκισσισμός του δεν του επιτρέπει να τραβήξει το βλέμμα του από τον εαυτό του. Μέχρι που κάτι συμβαίνει και καταλαβαίνει τις συνέπειες της χαοτικής του ύπαρξης. Δεν στάθηκε στο παιδί του. Δεν την προστάτεψε. Το χειρότερο; Το παιδί του τον αγαπά ακόμα κι έτσι. Κακοποιημένο και κακοποιητικό.

Ο Ρεϊνάλντο Αμιέν Γκιτιέρεζ ερμηνεύει τον πατέρα με ωμή, ζωώδη ενέργεια. Του προσδίδει ένα μυστήριο, μία μελαγχολία, την αύρα ενός ταλαντούχου loser που θρηνεί τις χαμένες ευκαιρίες της ζωής του. Άλλωστε ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας εξηγείται μέσα από ένα ποίημα που έγραψε για τον δικό του πατέρα - κάποιον που όταν δεν μπορούσε να διορθώσει τα πράγματα τα έσπαγε με θυμό. «Κάνω ηλεκτρισμένα όνειρα. Βλέπω πώς αγαπιούνται τα ζώα - ουρλιάζοντας το ένα στο άλλο…»

Δεν υπάρχουν συμπεράσματα για την ατελή ανθρώπινη φύση στην ταινία της Μορέλ. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις και κατηγορώ για την τοξική αρρενωπότητα. Δεν υπάρχει μαύρο άσπρο. Μόνο ένα μπλε ηλεκτρίκ εφηβικό δωμάτιο που περιμένει την Εύα για να κάνει νέα όνειρα.

Πόλυ Λυκούργου

To 63o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 3 μέχρι και τις 13 Νοεμβρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβούν μέσα κι έξω από τις σκοτεινές αίθουσες. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στην επίσημη σελίδα του στο Facebook και το Instagram.