
Την τρίτη μέρα των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας το φεστιβάλ φιλοξενεί μερικές από τις πιο αναμενόμενες πρεμιέρες της τρέχουσας σεζόν. Το πρόγραμμα υπόσχεται συγκρούσεις ιδεών και αισθητικών κόσμων με ταινίες όπως το «Nouvelle Vague», όπου ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ επανεξετάζει το πνεύμα της γαλλικής nouvelle vague και την ίδια στιγμή «ξαναγράφει» την ιστορία της γέννησης του Γκοντάρ. Παράλληλα, το φιλμ «Resurrection» έρχεται να αναμετρηθεί με έννοιες αναγέννησης και μεταμόρφωσης, ενώ το ντοκιμαντέρ «Always» ανοίγει ένα λυρικό παράθυρο στην ανθρώπινη σταθερότητα και το πέρασμα του χρόνου μέσα από μαρτυρίες και εικόνες.
Περισσότερες Νύχτες Πρεμιέρας 2025:
- Αυτές οι Νύχτες Μένουν: Λάνθιμος, συγκίνηση και... παρατράγουδα στην πρεμιέρα των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας
- Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Πρώτη με βραβευμένο (μικρό και μεγάλο) σινεμά
- Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Δεύτερη γεμάτη γεμάτη ένταση και μύθους
«Αναγέννηση (Resurrection)» του Μπι Γκαν
H νέα - μεγαλειώδης με τις περισσότερες από τις έννοιες της λέξης - ταινία του Κινέζου Μπι Γκαν που πριν επτά χρόνια είχε εντυπωσιάσει με το «Μεγάλο Ταξίδι της Νύχτας μέσα στη Μέρα» και κέρδισε Ειδικό Βραβείο στο 78ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, φτάνει στον μέσο θεατή ως το απόλυτο φιλμ για το σινεμά, αλλά μαζί και με μια σειρά από τεχνικά χαρακτηριστικά και «οδηγίες» για τη χρήση και την πληρέστερη απόλαυση της.
Η ιστορία της διαδραματίζεται μέσα σε έναν αιώνα - με καταληκτική ημερομηνία το millenium, είναι χωρισμένη σε πέντε πράξεις - όσες και οι ανθρώπινες αισθήσεις (οραση, ακοή, αφή, όσφρηση και γεύση, κάθε πράξη είναι γυρισμένη με διαφορετικό στιλ με την πρώτη να είναι μια αφιέρωση στο βωβό σινεμά των αρχών του αιώνα με αναφορές στον Μουρνάου και τους αδελφούς Λιμιέρ (και τον Γουόνγκ Καρ Γουάι, και τον Ζαν-Πιερ Μελβίλ και τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ και προσθέστε και όσους άλλους...) και την τελευταία και μεγαλύτερη να είναι ένα τέλεια εκτελεσμένο μονοπλάνο, θυμίζοντας το τρισδιάστατο κομμάτι στη μέση της προηγούμενης ταινίας.
Ενδιάμεσα, ο Μπι Γκαν παίζει με την ιστορία της Κίνας, του σινεμά και της ανθρώπινης (μοιραίας) κατάστασης. Η πρώτη ιστορία, ένα νουάρ γεμάτο καπνούς, καθρέφτες και μοιραίες γυναίκες διαδραματίζεται στα 20ς (ακοή), η δεύτερη ιστορία μας μεταφέρει σε ένα κινέζικο μοναστήρι μοναστήρι με το θρύλο ενός μοναχού που συναντά το Πνεύμα της Πικρίας (γεύση), η τρίτη αφορά έναν μικροαπατεώνα που θα εκπαιδεύσει ένα παιδί να μυρίζει τα χαρτιά της τράπουλας προκειμένου να κερδίσουν το έπαθλο που δίνει ένας πλούσιος (όσφρηση) και η τελευταία ένα ζευγάρι που θα βρεθεί σε ένα εγκαταλελειμένο λιμάνι για να δοκιμάσει και δοκιμαστεί πάνω στις έννοιες του βαμπιρισμού (αφή).
Η όραση είναι αφιερωμένη στην πρώτη ιστορία εκεί όπου η κάρτα (σαν αυτές του βωβού) εξηγεί πως οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται πια, επειδή ανακάλυψαν πως αυτό είναι ο δρόμος προς την αιωνιότητα. Υπάρχουν όμως και κάποιοι τολμηροί που περιφρονούν την αιώνια ζωή και ονειρεύονται με κίνδυνο να πεθάνουν πρόωρα. Εναν από αυτούς του «fantasmers», όπως λέγονται αυτοί που ονειρεύονται θα καταφέρει να ανοίξει μια γυναίκα, να βάλει μέσα του ένα κομμάτι φιλμ και να τον αφήσει να ταξιδέψει μέσα στον αιώνα. Σε όλες τις ιστορίες ο κεντρικός ήρωας είναι αυτό το «τέρας», ένας ονειροπόλος τυχοδιώκτης με αποστολή να μεταφέρει μέχρι το τέλος του κόσμου τη συλλογική εμπειρία μιας άλλης πραγματικότητα.
Δεν χρειάζεται να αναζητήσει κανείς την όραση μέσα σε αυτές τις ιστορίες, αφού αυτή αφορά την αρχική ιστορία και το τελικό πλάνο της ταινίας, τελικά όλο το μεγαλειώδες έπος του Μπι Γκαν, μια ωδή στο ίδιο το σινεμά και την αρχέγονη δύναμη του να λειτουργεί αρχειακά για την ανθρώπινη Ιστορία και θεραπευτικά για την ανθρώπινη αδυναμία. Με αναφορές που καλύπτουν μάλλον ολόκληρη την ιστορία της έβδομης τέχνης και την κάμερα άλλοτε σταθερή μακριά από τη δράση, άλλοτε με φρενήρεις διαδρομές στο κατόπι των ηρώων, άλλοτε ένας φακός προς το μέλλον και άλλοτε μια πόρτα προς το παρελθόν, η «Αναγέννηση» του Μπι Γκαν όχι μόνο δεν κρύβει το μέγεθος της αλλά το επιδεικνύει από σκηνή σε σκηνή, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα επίτευγμα και μια μεγαλομανή δήλωση.
Ο Μπι Γκαν έχει τον έλεγχο - η ταινία γυρίστηκε σε διαφορετικές περιόδους δίνοντας χρόνο και άνεση στην κατασκευή της κάθε ιστορίας. Και παρά τις κατά καιρούς δημόσιες δηλώσεις του πως κάθε φορά που ξεκινάει μια ταινία ονειρεύεται κάτι απλό που μετά γίνεται πολύπλοκο, είναι σαφές πως νιώθει άνετα μέσα στις πολλαπλές νοηματικές του «το μέγεθος μετράει». Κάθε ιστορία είναι γοητευτική με πολλαπλούς τρόπους, υπάρχουν κομμάτια που σου κόβουν την ανάσα και η ενναλαγή των κινηματογραφικών στιλ έρχεται πάντα την κατάλληλη στιγμή για να ολοκληρώσει ένα συναρπαστικό οπτικοακουστικό roller coaster που δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις.
Είναι όμως μόνο ελάχιστες στιγμές μέσα στην διάρκεια των δυόμιση ωρών του που πραγματικά σε καθηλώνουν - και όταν λέμε καθηλώνουν εννοούμε προφανώς συναισθηματικά, αφού σε μια τέτοιων διαστάσεων διαδρομή για την διάσωση του (συλλογικού) ονείρου η κατασκευή θα έπρεπε να βρεθεί σε δεύτερο πλάνο και στο προσκήνιο να προβάλλεται η μεγάλη δύναμη του σινεμά να εξαντλεί τα (ελαστικά) όρια της πραγματικότητας φτάνοντας μέσα σου. Αντίθετα με τον ήρωα αυτής της «Αναγέννησης», η ταινία του Μπι Γκαν δεν ανοίγει ποτέ τον ίδιο τον θεατή για να ανακαλύψει τη εν δυνάμει μηχανή προβολής που όλοι κρύβουμε μέσα μας ως θεματοφύλακες της ιστορίας και της Ιστορίας μας. Εγγυάται όμως - και αυτό δεν είναι λιγότερο από μεγαλειώδες - πως κάπου κάπως κάποτε θα συνεχίσουμε να βλέπουμε - και έστω να θαυμάζουμε - τις ταινίες όλοι μαζί.
Μανώλης Κρανάκης
«Nouvelle Vague» του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ
Τετράγωνο κάδρο, τίτλοι σε λιτή μονοχρωμία όπως συνηθιζόταν στο γαλλικό σινεμά του '60, ασπρόμαυρο φιλμ, μια ταινία με την πρόθεση από τη μια της τεκμηρίωσης, από την άλλη ενα ξέσπασμα αγάπης και θαυμασμού για το σύμπαν που περιγράφει. Στον Γκοντάρ δεν θα άρεσε καθόλου αυτή η ταινία, αλλά εκεί βρίσκεται και η επιτυχία της.
Το 1959, ο 29χρονος Ζαν-Λικ Γκοντάρ νιώθει ανησυχία για το ανεκπλήρωτο. Ολοι οι φίλοι του, κριτικοί κινηματογράφου στα Cahiers du Cinéma, όπως κι ο ίδιος, έχουν κάνει τουλάχιστον μία ταινία, εκείνος όχι. Ο Σαμπρόλ έχει κάνει και περισσότερες, ο Τριφό παρουσιάζει τα «400 Χτυπήματα» στις Κάννες κι αποθεώνεται. Ωρα να δράσει. Θα βρει μια απλή ιδέα - άλλωστε το μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα κορίτσι κι ένα όπλο - έναν φασέικο τίτλο, «À bout de souffle», θα βρει κι έναν παραγωγό, τον Ζορζ ντε Μπορεγκάρ (ή Μπο-Μπο) και θα ξεκινήσει. Ο παραγωγός του δίνει 20 μέρες για το γύρισμα, για τόσο φτάνουν τα χρήματά του. Κι ο Γκοντάρ θα επιστρατεύσει την παρέα του, όλους τους σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ, το φιλαράκι του τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό και μια Αμερικανίδα pixie star που τα έχει βγάλει πέρα με τον Οτο Πρέμινγκερ, την Τζιν Σίμπεργκ και θα ξεκινήσει. Μέρα 1η, μέρα 2η...
Την ιστορία του γυρίσματος αυτής της ταινίας, που πήρε τη θέση της στο πάνθεον των σημαντικότερων ταινιών στην ιστορία του κινηματογράφου, καταγράφει ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, με μεγάλο κέφι και αγάπη. Ολα τα πρόσωπα του γαλλικού σινεμά μια ανάσα από το '60 βρίσκονται εδώ, τα ενσαρκώνουν άγνωστοι, κατά κύριο λόγο, Γάλλοι ηθοποιοί, μιλώντας, ευτυχώς, γαλλικά, με υπότιτλους και... σεβασμό, από τον Πιερ Ρισιέν και τον Ραούλ Κουτάρ ως τον Ζακ Ριβέτ, τον Ερίκ Ρομέρ, τον Ζακ Ντεμί με την Ανιές Βαρντά, ακόμα και τους «παππούδες»-ινδάλματα, τον Μελβίλ, τον Μπρεσόν. Ο Λίνκλεϊτερ τους εμφανίζει στην οθόνη ως πορτρέτα στο δικό του ασπρόμαυρο ναό, με το ονοματεπώνυμό τους από κάτω, για να είμαστε σίγουροι.
Οχι μόνο αυτό, αλλά το σύμπαν των Cahiers du Cinéma αναδύεται ως Παράδεισος για όποια αγαπά το σινεμά, μια ομάδα ανθρώπων που διαμόρφωσε τον κινηματογράφο και ζούσε μόνο γι' αυτόν, άντε και για λίγα τσιγάρα και μερικά ποτήρια κρασί.
Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, ο ένας από τους πιο σινεφίλ σκηνοθέτες της εποχής μας έτσι κι αλλιώς, ρομαντικός και ευρηματικός σ' όλη του την καριέρα, κάνει μια ταινία ανάλαφρη, σεβαστική, αλλά και με την αθωότητα, ή και αφέλεια, ενός παιδιού που αγνοεί ό,τι αρνητικό, όποια σκληρότητα, όποιον αυταρχισμό. Κάνει ένα φιλμ γεμάτο χιούμορ και αγάπη, προσθέτοντας ακόμα και σε τίτλους στο τέλος την πορεία του «À bout de souffle», για να τη μάθει κι όποιος, πώς είναι δυνατόν, δεν τη γνωρίζει.
Αλλά μαζί μ' αυτή του την αφιέρωση, σίγουρα συνειδητά, αφιερώνει και στην τέχνη του κινηματογράφου σε μια εποχή που βάλλεται και μοιάζει αδύναμη μπροστά στην εξέλιξη της τεχνολογίας, στο φιλμ ως υλικό κι ως ιδέα, στην ομαδικότητα, την τρέλα, την παρόρμηση, το σκοτάδι, τα σκονάκια στο φως του προβολέα. Με τόση επιδεξιότητα και τόση αγάπη που, τελικά, σε αφήνει... με κομμένη την ανάσα, για μια τέχνη που αγαπάς πολύ και για τη σκοτεινή αίθουσα που ήταν και είναι το σπίτι σου.
Λήδα Γαλανού
«Για Πάντα (Always)» της Ντέμινγκ Τσεν
Το «Για Πάντα» της Ντέμινγκ Τσεν είναι ένα ντοκιμαντέρ που κινείται με λεπτότητα ανάμεσα στην ποίηση και την πραγματικότητα, αφηγούμενο την ιστορία του Γκονγκ Γιούμπιν, ενός αγοριού από την επαρχία Χούναν που βρίσκει στην ποίηση έναν τρόπο να αντέξει τη φτώχεια, τη μοναξιά και τις κοινωνικές προσδοκίες που τον βαραίνουν. Η Τσεν προσεγγίζει την ενηλικίωση του ήρωά της όχι μέσα από τα γεγονότα, αλλά μέσα από στιγμές, βλέμματα και σιωπές που κουβαλούν κάτι από τη μελαγχολία της παιδικής αθωότητας που χάνεται.
Στην καρδιά του φιλμ βρίσκεται το ερώτημα αν η τέχνη μπορεί πράγματι να σώσει τον άνθρωπο ή αν απλώς του προσφέρει μια προσωρινή παρηγοριά. Ο Γκονγκ γράφει ποιήματα όχι για να γίνει καλλιτέχνης, αλλά για να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του, να δώσει μορφή στα συναισθήματα που η ζωή του δεν του επιτρέπει να εκφράσει αλλιώς. Μέσα από αυτό το βλέμμα, το «Για Πάντα» μιλά για τη δύναμη της φαντασίας απέναντι στη σκληρότητα, αλλά και για την οδυνηρή στιγμή που το παιδί αναγκάζεται να γίνει ενήλικας.
Η σκηνοθεσία της Τσεν είναι στοχαστική, σχεδόν μινιμαλιστική. Με μακρινά κάδρα, φυσικό φως και ρυθμό που θυμίζει ποιητική ανάσα, καταγράφει την καθημερινότητα του αγοριού με μια ειλικρίνεια που μοιάζει περισσότερο με παρατήρηση παρά με αφήγηση. Το ντοκιμαντέρ εναλλάσσει ασπρόμαυρες και έγχρωμες εικόνες, δημιουργώντας μια διακριτική μετάβαση από την παιδική αθωότητα στην ωριμότητα, ένα πέρασμα που δεν χρειάζεται λόγια για να γίνει αισθητό.
Ωστόσο, αυτή η ομορφιά έχει και το τίμημά της. Ο αργός ρυθμός, η απουσία αφηγηματικών κορυφώσεων και η εμμονή στο ποιητικό ύφος κάνουν το φιλμ να μοιάζει συχνά εγκλωβισμένο στη φόρμα του. Παρά τη συναισθηματική του δύναμη, δεν κατορθώνει πάντα να δώσει βάθος στα κοινωνικά ζητήματα που υπονοεί.
Το «Για Πάντα» είναι ένα ευαίσθητο και καλλιτεχνικά άρτιο ντοκιμαντέρ για την αναζήτηση νοήματος μέσα στην απλότητα της ζωής. Ομορφο, ειλικρινές, αλλά και κάπως εγκρατές, αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση — σαν ποίημα που δεν τελειώνει, απλώς σωπαίνει.
Χρήστος Μπακατσέλος
Το 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας διεξάγεται φέτος από την 1η έως και τις 12 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους Cinobo Οπερα, Αστορ, Αστυ, Δαναός και στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και το Instagram.