Φεστιβάλ / Βραβεία

Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Δεύτερη γεμάτη γεμάτη ένταση και μύθους

στα 10

Από το αιχμηρό «Bugonia» μέχρι το τρυφερό «Roofman» και τον μυθικό κόσμο του «Silyan», η δεύτερη βραδιά των Νυχτών Πρεμιέρας είχε τα πάντα.

Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Δεύτερη γεμάτη γεμάτη ένταση και μύθους

Η δεύτερη μέρα των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας έδειξε από νωρίς πως το φεστιβάλ φέτος δεν χαρίζεται σε εύκολες λύσεις, αλλά ψάχνει να βρει τρόπους να προκαλέσει, να συγκινήσει και να εμπνεύσει.

nyxtes 2025

Το κοινό συνάντησε τον Γιώργο Λάνθιμο και το πολυαναμενόμενο «Bugonia», μια ταινία που άνοιξε έντονο διάλογο με τους θεατές χάρη στη χαρακτηριστική του κινηματογραφική τόλμη. Στη συνέχεια, το «Roofman» έφερε στο προσκήνιο μια ιστορία γεμάτη τρυφερότητα αλλά και σκληρή αλήθεια, φωτίζοντας τον τρόπο που το ανθρώπινο βλέμμα μπορεί να βρει ελπίδα ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Την ίδια ώρα, το «The Tale of Silyan» ταξίδεψε το κοινό μέσα από έναν μύθο που κουβαλά την παράδοση αλλά επανανοηματοδοτείται με σύγχρονη οπτική, συνδέοντας το παρελθόν με το σήμερα. Μια βραδιά γεμάτη αντιθέσεις και κινηματογραφική ένταση, που έδειξε καθαρά γιατί οι Νύχτες Πρεμιέρας παραμένουν σημείο αναφοράς για κάθε σινεφίλ.

Περισσότερες Νύχτες Πρεμιέρας 2025:

Roofman

«Roofman» του Ντέρεκ Σιανφράνς

Υπάρχουν ταινίες που, από την πρώτη τους περιγραφή, ξυπνούν την περιέργεια του θεατή. Η ιστορία του «Roofman», που βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα γύρω από τον Τζέφρι Μάντσεστερ, είναι μία από αυτές: ένας άντρας που, αποτυγχάνοντας να βρει τη θέση του μετά τον στρατό, επιλέγει έναν απροσδόκητο δρόμο εγκλήματος και κρυφής ζωής πάνω από τις στέγες καταστημάτων. Στα χέρια του Ντέρεκ Σιανφράνς (γνωστός για τα «Blue Valentine» και «Στο Τέλος του Δρόμου»), το υλικό αυτό παίρνει σχήμα, αλλά όχι πάντα με τον πιο συνεκτικό τρόπο.

Η σκηνοθεσία του Σιανφράνς έχει την γνώριμη ικανότητά του να δίνει χώρο στις σιωπές και τις μικρές κινήσεις των ηρώων. Η εικόνα, γυρισμένη σε φιλμ, έχει μια γλυκόπικρη νοσταλγία, ενώ οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας του Μάντσεστερ μέσα σε έναν χώρο-καταφύγιο αποδίδονται με φροντίδα. Ωστόσο, η αφήγηση δεν είναι πάντα σταθερή κι εκεί που περιμένεις να εμβαθύνει στα ψυχολογικά αδιέξοδα του ήρωα, γίνονται γρήγορα άλματα, αφήνοντας ερωτήματα αναπάντητα.

Το σενάριο κινείται ανάμεσα στην ελαφρότητα μιας σχεδόν κωμικής παραδοξότητας και στο βάρος ενός δραματικού πορτρέτου. Η ιδέα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: ένας άντρας που εισβάλλει σε McDonald’s από τις στέγες και ζει κρυμμένος σε κατάστημα παιχνιδιών του Toys “R” Us για μήνες, χωρίς κανείς να τον πάρει χαμπάρι. Παρ’ όλα αυτά, η ανάπτυξη των χαρακτήρων δεν είναι ισομερώς δυνατή, καθώς μερικοί μένουν επίπεδοι, ενώ άλλες στιγμές γεμίζουν με περιττή πληροφορία, χαλώντας κάπως τον ρυθμό της ταινίας.

Εκεί που η ταινία κερδίζει πραγματικά πόντους είναι στις ερμηνείες. Ο Τσάνινγκ Τέιτουμ παραδίδει μια ώριμη, γεμάτη αντιφάσεις παρουσία. Φέρνει στον Μάντσεστερ μια παράξενη μίξη γοητείας, αφέλειας και εσωτερικού πόνου, που κάνει τον χαρακτήρα του δύσκολο να ξεχαστεί. Η Κίρστεν Ντανστ στέκεται πλάι του με ευαισθησία, λειτουργώντας σαν συναισθηματικό αντίβαρο, αν και η σχέση τους δεν αναπτύσσεται όσο θα μπορούσε. Οι δευτερεύουσες παρουσίες των ΛαΚιθ Στάνφιλντ, Μπεν Μέντελσον και Πίτερ Ντίνκλατζ δίνουν στίγματα ενδιαφέροντος, χωρίς όμως να χαράζουν ανεξίτηλο αποτύπωμα.

Το «Roofman» είναι μια ταινία που σε στιγμές λάμπει, χάρη στην ιδιότυπη ιστορία και την ερμηνεία του Τέιτουμ, αλλά δεν καταφέρνει να χτίσει μια απολύτως συνεκτική εμπειρία. Ο Σιανφράνς παραμένει σκηνοθέτης που ξέρει να αποτυπώνει την ανθρώπινη ευθραυστότητα, όμως εδώ η δύναμη του υλικού του δεν αξιοποιείται πλήρως, δίνοντας ένα ενδιαφέρον δράμα με αληθινές στιγμές αλλά και εμφανείς αδυναμίες, που τελικά αφήνει τον θεατή να αναρωτιέται περισσότερο για το τι θα μπορούσε να είναι παρά για το τι τελικά είναι.

Χρήστος Μπακατσέλος

bugonia

«Βουγονία (Bugonia)» του Γιώργου Λάνθιμου

Ο Τέντι είναι ένας μοναχικός 40άρης μελισσοκόμος. Αφρόντιστος, με λερωμένα ρούχα, μακριά μαλλιά και νύχια, μένει με τον αφελή, απονήρευτο ξάδελφό του στο αχούρι πατρικό σπίτι κάπου στην επαρχιακή, προαστιακή ερημιά. Η μητέρα του είναι χρόνια σε κώμα, μετά από την χορήγηση ενός πειραματικού φαρμάκου που υποσχόταν να την βοηθήσει στην απεξάρτηση της από τα οπιούχα παυσίπονα, αλλά τελικά την άφησε φυτό. Η τοξική αυτή αγωγή ήταν προϊόν της Auxolith Corp., μίας φαρμακευτικής εταιρίας που επίσης παράγει τα δηλητηριώδη φυτοφάρμακα που σκοτώνουν τις μέλισσες. Κι όλοι ξέρουμε τι συμβαίνει στο οικοσύστημα, στον πλανήτη, στις ζωές μας αν πεθάνουν οι μέλισσες.

Η Μισέλ είναι συνομήλικη του Τέντι. Ο κόσμος της όμως δε θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικός. Επιτυχημένη, φιλόδοξη, αδίστακτη διευθύντρια της Auxolith Corp., ξυπνά πειθαρχημένα κάθε πρωί στις 4.30, ακολουθεί κατά γράμμα τη new age γυμναστική και διατροφή της, φτάνει στη δουλειά αψεγάδιαστη στα Armani κοστούμια της και τα 12ποντα Louboutin της. Εκεί, το ρομποτικό της πρόσωπο ραπάρει ακίνητα κι ανέκφραστα την επιχειρηματική lingo του 21ου αιώνα για αυτοδιάθεση στο ωράριο των υπαλλήλων («είστε ελεύθεροι να φεύγετε στις 17.30, εκτός αν έχετε δουλειά που δεν έχετε τελειώσει, εσείς αποφασίζετε») συμπερίληψη και διαφορετικότητα στην σύνθεση της εταιρίας (ως τυφλή οδηγία των p.c. καιρών), ανάληψη ευθύνης και τα λάθη ως ευκαιρία αυτοβελτίωσης (όπως, για παράδειγμα, σε ό,τι συνέβη στην μητέρα του Τέντι). Η ατσάλινη ψυχρότητα της όμως λέει μία πολύ διαφορετική ιστορία από την πολιτική ορθότητα του λόγου της. Μπροστά στην στοχοπροσήλωση ανάπτυξης και κέρδους, παντελής αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή (ή των μελισσών).

Ο Τέντι έχει ένα σχέδιο κι έχει πείσει τον ευήθη ξάδελφο του να το εκτελέσουν μαζί. Η εξόντωση των μελισσών, του περιβάλλοντος, οπότε και της ανθρωπότητας, δεν είναι τυχαία. Η τοποθέτηση αμείλικτων τεχνοκρατών, όπως η Μισέλ, σε στρατηγικές θέσεις αποφάσεων για τη ζωή μας, δεν είναι τυχαία. Ολα είναι ένα σχέδιο εξωγήινων από τον πλανήτη Ανδρομέδα, που έχουν εκπέσει στη Γη και οργανώνουν την εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους και την κυριαρχία τους. Για αυτό και είναι αποφασισμένος: θα απαγάγει την Μισέλ, θα την κρατήσει αλυσοδεμένη στο υπόγειο του σπιτιού και θα την πείσει να τον φέρει σε επαφή με τον Αυτοκράτορα του πλανήτη της, τον οποίο θα προσπαθήσει να πείσει, με επιχειρήματα, ότι ο άνθρωπος αξίζει να σωθεί από την καταστροφή του. Η συνάντηση πρέπει να γίνει σε λίγες μέρες, στην έκλειψη του φεγγαριού.

Βασισμένος στην κεντρική ιδέα και πλοκή του κορεατικού σουρεαλιστικού sci-fi «Save the Green Planet!» (2003) του Γιανγκ Τζουν Χουάν, ο σεναριογράφος Γουίλ Τρέισι (με τον Λάνθιμο να εισάγει και τις δικές του παρεμβάσεις) διασκευάζει την ιστορία, εμπλουτίζοντας την με ευφυείς, συναρπαστικούς διαλόγους, κοφτερό πολιτικό σχόλιο και πικρή σάτιρα θεσμών και ιδεολογιών. Το κείμενο είναι εξαιρετικό, πυκνό και εμβριθές (καθόλου τυχαίο ότι ο Τρέισι έχει υπογράψει επεισόδια του τηλεοπτικού «Succession»), παίζει με την αντίληψη και το μυαλό του θεατή, αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση στην ηθική μας πυξίδα, παρουσιάζει με υψηλή διανοητική και φιλοσοφική δεινότητα την γελοιότητα του σύγχρονου ανθρώπου - σε όποια πλευρά κι αν στέκεται. Την γραφικά ιδεολογική παράνοια των αριστερών ακτιβιστών (που καταλήγουν dark web συνωμοσιολόγοι) αλλά και την ψυχρή, κυνική, βάρβαρη επιβολή των γραβατωμένων ισχυρών του συστήματος (ο μέσος άνθρωπος απλή απώλεια, όταν σκέφτεσαι την ανάπτυξη).

Αυτή η μονομαχία των δύο κόσμων, το παιχνίδι γάτας-ποντικού, η σύγκρουση θύτη και θύματος (ποιος είναι ποιος;) δεν θα είναι ένα intellectual ιδιοσυγκρασιακό δράμα δωματίου (μόνο). Θα μάς παρουσιαστεί με την ένταση ενός sci-fi παρανοϊκού θρίλερ σε αντίστροφη μέτρηση (προς την έκλειψη), με σπλάτερ στιγμές ενός καθαρόαιμου b-movie, και κατάμαυρο -συχνά σαχλό, σλάπστικ- χιούμορ, που θα έπρεπε να εκτονώνει, αλλά τελικά βαθιά μελαγχολεί. Με άλλα λόγια, με την genius ικανότητα του Γιώργου Λάνθιμου στο «genre-hopping» - πώς δηλαδή διευθύνει μαεστρικά το υλικό του πέρα και πάνω από κινηματογραφικά είδη. Να τολμά ακόμα και γελοιότητα και να καταλήγει με μεγαλείο. Απολαμβάνεις ό,τι συμβαίνει στην οθόνη και ταυτόχρονα βυθίζεσαι στον πεφωτισμένο νιχιλισμό του διαλόγου που έχει ανοίξει ηχηρά μέσα σου.

Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας είναι αυτός ο διάλογος. Πώς, όσο παρανοϊκά, εκτός λογικής «στρατόσφαιρας» κι αν είναι αυτά που διαδραματίζονται στην οθόνη, η σοβαρότητα όσων διακυβεύονται είναι παλλόμενα παρούσα. Ο Τέντι είναι ένας ημίτρελος, εξτρεμιστής, δογματικός desperado. Όμως πολλά (πάρα πολλά) από όσα λέει είναι αλήθεια. Η Μισέλ είναι υποκρίτρια, ανήθικη, ανελεής. Κι αυτή όμως έχει δίκιο για τη σύσταση των κοινωνιών που κατασκευάσαμε. «Δεν θα κερδίσεις ποτέ γιατί είσαι loser κι εγώ killer. Κι αυτός είναι ο αληθινός γαμημένος κόσμος μας».

Ο Λάνθιμος μασκαρεύει την εικόνα με τη σήμα κατατεθέν πολυσύνθετη, μεστή, δυναμική, ιδιοσυγκρασιακή off-beat υπογραφή του. Με τον πιστό του DP Ρόμπι Ράιαν πειραματίζονται με VistaVision κάμερες (και το αποτέλεσμα είναι μαγικό), ο εφευρετικός Τζέιμς Πράις στη σκηνογραφία κατασκευάζει έναν ανατριχιαστικό κόσμο (παγερά γυάλινο, ξύλινα γήινο, ίδια απειλητικό), ο Τζέρσκιν Χέντριξ συνθέτει για τρίτη φορά το μουσικό σκορ (που ενισχύει την λανθιμική κινηματογράφηση με ελλοχεύουσα φοβέρα), ο Γιώργος Μαυροψαρίδης κόβει την πλοκή και το διαλογικό πινγκ πονγκ, με ρυθμό, ένταση αλλά κι απαραίτητη ευκρίνεια.

Αν η ταινία όμως λειτουργεί, επικοινωνεί, συνδέεται με το θεατή είναι αποτέλεσμα των ηθοποιών του. Η Εμα Στόουν είναι, για ακόμα μία φορά εξαιρετική - έτσι όπως βουτά με κοφτερό εγκεφαλικό κυνισμό, αδιαπέραστη ψυχρότητα αλλά και μελετημένη εγκράτεια στο ρόλο της απόκοσμης, άκαρδης μάνατζερ. Όμως είναι ο Τζέσι Πλέμονς που δίνει ένα πραγματικό ρεσιτάλ, μία μανιώδη και μεγαλειώδη ερμηνεία. Ακροβατώντας ανάμεσα στην τρέλα και την ευαισθησία, την φωτεινή ιδεολογία και τον σκοτεινό παραλογισμό, ο Πλέμονς απογειώνει τη σκέψη και το συναίσθημα με το ίδιο βλέμμα, το ίδιο απελπισμένο λαχάνιασμα. Δίνει ανθρωπιά εκεί που την έχουμε χάσει.


Ναι, ο Λάνθιμος διασκεδάζει με τα κινηματογραφικά του εργαλεία, όμως μάς χρειάζεται συγκεντρωμένους γιατί έχει κάτι να πει. Οχι ως δυστοπική μελλοντολογική παραβολή. Αλλά για το σήμερα, για το τώρα. Η ανθρωπότητα απέτυχε και θα καταστραφεί. Πόσο κρίμα. Τι σπατάλη ταλέντου, ευφυΐας, ζωής.

Είναι ο Κιούμπρικ των καιρών μας - κάτι που επιβεβαιώνει το τραγούδι της Μάρλεν Ντίτριχ (διασκευή του αντιπολεμικού “Where Have All the Flowers Gone?” του φολκ ήρωα Πιτ Σίγκερ) στο μαγικό, συγκινητικό, πικρό μοντάζ του τέλους που φυσικά δε θα αποκαλύψουμε.

Εχουμε σοκαριστεί, γελάσει, απογειώσει την φαντασία μας αλλά στην ουσία έχουμε έρθει ενώπιον των ευθυνών μας. Έχουμε κοιταχτεί στον συλλογικό μας καθρέφτη και ο αντικατοπτρισμός μάς έχει βουλιάξει στο μέλι και το αίμα (η αφίσα είναι ένα αριστούργημα). Είναι μύθος η «βουγονία». Αν εξαφανιστούν οι μέλισσες, αν χαθεί η ζωή, δεν υπάρχει αυτανάφλεξη.

Πόλυ Λυκούργου

the tale of silyan

«Ο Μύθος του Σίλιαν (The Tale of Silyan)» της Ταμάρα Κότεφσκα

Το νέο ντοκιμαντέρ της Ταμάρα Κότεφσκα, «The Tale of Silyan», επιχειρεί να υφάνει ένα ποιητικό παραμύθι μέσα από την πραγματικότητα της σύγχρονης αγροτικής ζωής στη Βόρεια Μακεδονία. Μετά το πολυβραβευμένο Honeyland, η σκηνοθέτιδα επιστρέφει με μια ιστορία όπου άνθρωποι και πουλιά συναντώνται σε έναν καθρέφτη μοναξιάς, απώλειας και επιβίωσης.

Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Νίκολα, ένας αγρότης που έχει μείνει πίσω καθώς η οικογένειά του μεταναστεύει στο εξωτερικό, αφήνοντάς τον αντιμέτωπο με τη φθορά και την αβεβαιότητα της ζωής στο χωριό. Παράλληλα, ένας πελαργός με πληγωμένο φτερό, ανίκανος να ακολουθήσει το κοπάδι του στο ταξίδι, γίνεται ο άηχος σύντροφός του. Η σχέση ανθρώπου και ζώου, πραγματική αλλά και συμβολική, χτίζει έναν εύστοχο παραλληλισμό: και οι δύο είναι ακινητοποιημένοι, καθηλωμένοι στη γη τους, ενώ όλοι οι άλλοι φεύγουν.

Η Κότεφσκα χρησιμοποιεί τον παλιό μακεδονικό θρύλο του Σιγιάν, που καταδικάζεται να ζήσει ως πελαργός, ως αφηγηματικό υπόβαθρο. Η παράδοση μπλέκεται με την καθημερινότητα του Νίκολα, δημιουργώντας ένα ντοκιμαντέρ που μοιάζει περισσότερο με αλληγορία. Μέσα από αυτό το υφαντό, αναδύονται θέματα όπως η εγκατάλειψη της υπαίθρου, η δυσκολία επιβίωσης με τις καλλιέργειες, αλλά και η ευρύτερη αίσθηση ξεριζωμού που ταλανίζει πολλές αγροτικές κοινότητες.

Σε επίπεδο σκηνοθεσίας, το φιλμ είναι ιδιαίτερα φροντισμένο. Η φωτογραφία σαγηνεύει: οι λήψεις των πελαργών στον ουρανό, τα άδεια χωράφια, τα πρόσωπα που κουβαλούν τη σιωπή της εγκατάλειψης, όλα φιλτραρισμένα μέσα από ένα λυρικό βλέμμα που φλερτάρει με την ποίηση. Η χρήση voice-over για τον θρύλο ενισχύει τη μυθολογική διάσταση, όμως σε ορισμένα σημεία η υπερβολική έμφαση στη συμβολική γραφή μοιάζει να απομακρύνει το φιλμ από την πιο ωμή, ανθρώπινη αλήθεια που θα το έκανε ακόμη πιο συγκινητικό.

Το «The Tale of Silyan» είναι σίγουρα μια ταινία με καλλιτεχνικό θάρρος, που προσπαθεί να μιλήσει ταυτόχρονα για το παρόν και το παρελθόν μέσα από το βλέμμα της φύσης. Ομως η υπερβολική εξάρτηση από τον μύθο και η κάπως μελοδραματική ατμόσφαιρα περιορίζουν την απήχησή του. Παρά τις υπέροχες εικόνες και τη γοητευτική ιδέα του παραλληλισμού ανθρώπου – πελαργού, το τελικό αποτέλεσμα αφήνει την αίσθηση ενός όμορφου αλλά άνισου πειράματος.

Χρήστος Μπακατσέλος

Το 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας διεξάγεται φέτος από την 1η έως και τις 12 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους Cinobo Οπερα, Αστορ, Αστυ, Δαναός και στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και το Instagram.

νύχτες πρεμιέρας