Η Μορίν της Κρίστεν Στιούαρτ στην ταινία του Ολιβιέ Ασαγιάς είναι μια Αμερικανίδα στο Παρίσι, που δουλεύει ως personal shopper για την Κίρα, μια κακομαθημένη σταρ. Κουβαλά τα ρούχα και τα κοσμήματα που δανείζεται για τις εμφανίσεις της στο σπίτι και τα επιστρέφει πίσω στους οίκους απ΄ όπου τα παίρνει. Στο ενδιάμεσο, επισκέπτεται το σπίτι που ζούσε κάποτε, μια έπαυλη στα προάστια προσπαθώντας να επικοινωνήσει με το πνεύμα του νεκρού δίδυμου αδελφού της. Ο Λούις ήταν κι εκείνος μέντιουμ κι έπασχε από την ίδια σπάνια καρδιακή δυσμορφία με την Μορίν, η οποία σ΄εκέινον απέβη απρόσμενα μοιραία.
Η Μορίν φοβάται τις ταινίες τρόμου κάτι που είναι ειρωνικό αν σκεφτείς ότι στην ουσία ζει μία τέτοια. Οχι από αυτές όπου «ένα κορίτσι τρέχει κυνηγημένο από έναν δολοφόνο», αλλά μία πιο meta, στην οποία ένα κορίτσι σχολιάζει το είδος του οποίου γίνεται εργαλείο. Ομως παρά την κακή συνήθεια του Ολιβιέ Ασαγιάς να φορτώνει τις ταινίες του με περισσότερες αναφορές απ όσες χρειάζονται, συχνά για να κρύψει πίσω τους την κενότητα τους, εδώ όχι μόνο η ατμόσφαιρα του τρόμου λειτουργεί, αλλά και το φιλμ χωρά και κάτι παραπάνω από ένα απλό δείγμα σινεμά είδους
Στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο κατόρθωμα του «Personal Shopper» είναι ότι αποφεύγει να ακολουθήσει τα κλισέ ενός θρίλερ ή μιας ταινίας τρόμου, αλλά να γίνει όταν πρέπει, όσο πρέπει υπαινικτικό και τρομακτικό. Και συχνά με τρόπο απρόσμενο και ευρηματικό όπως σε μια σκηνή όπου η Μοριν ανοίγει το κινητό της και τα μηνύματα που έχουν σταλεί λίγο πριν κι έρχονται το ένα πίσω από το άλλο, φέρνουν την απειλή όλο και πιο κοντά της.
Σε κάθε περίπτωση η ταινία του Ασαγιάς δεν είναι τυπική ταινία τρόμου, όμως ο τρόπος που φέρνει το μεταφυσικό και το απόκοσμο σε μια καθημερινότητα που δεν θα μπορούσε να είναι πιο γνώριμη είναι αξιοθαύμαστος καθώς και ο τρόπος που χρησιμοποιεί την Κρίστεν Στιούαρτ σε έναν ρόλο που της δίνει την ευκαιρία να αποδείξει ότι μπορεί να είναι υπό τις κατάλληλες συνθήκες και καλή ηθοποιός.
Εν τέλει το «Personal Shopper» είναι μια ταινία τρόμου για τους ανθρώπους που δεν τους αρέσουν οι ταινίες τρόμου, από έναν σκηνοθέτη που δείχνει να τις αγαπά τόσο ώστε να μην αποδομήσει την δική του σε βαθμό που το είδος στο οποίο ανήκει να μην είναι αναγνωρίσιμο.
Περισσότερες κριτικές από το 69ο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών:
- Κάννες 2016: Ο,τι χωρίζει την τραγωδία από το μελόδραμα στο «Julieta» του Πέδρο Αλμοδόβαρ
- Κάννες 2015: Μόνο αγάπη για το «Loving» του Τζεφ Νίκολς
- Κάννες 2016: Το «Paterson» του Τζιμ Τζάρμους μία ωδή στην ποίηση της καθημερινότητάς μας
- Κάννες 2016: Η Αντρεα Αρνολντ και η ανούσια americana του «American Honey»
- Κάννες 2016: Οι «Nice Guys» Ράιαν Γκόσλινγκ & Ράσελ Κρόου και το (άσφαιρο) όπλο του Σέιν Μπλακ
- Κάννες 2016: Το «The Handmaiden» του Παρκ Τσαν-γουκ είναι η πιο hot ταινία του φεστιβάλ
- Κάννες 2016: Κρατήστε μια θέση στα classics για το «The BFG» του Στίβεν Σπίλμπεργκ
- Κάννες 2016: «Ο Μαθητής» του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ. Οχι πια σεξ, μόνο Ορθόδοξος Χριστιανισμός
- Κάννες 2016: «Ma Loute» του Μπρουνό Ντιμόν, αναφορά στον... Βέγγο
- Κάννες 2016: Το σινεμά σαν ένα ποίημα, κόμικ και αστυνομικό μαζί στο «Neruda» του Πάμπλο Λαραΐν
- Κάννες 2016: Στο «I, Daniel Blake», ο Κεν Λόουτς νοιάζεται τόσο για το μήνυμα που παραμελεί το σινεμά
- Κάννες 2016: «Rester Vertical». To επαναστατικό, queer παραμύθι του Αλέν Γκιροντί
- Κάννες 2016: Η Τζόντι Φόστερ προσφέρει ένα mainstream πολιτικό διάλογο με το «Money Monster»
- Κάννες 2016: Tο «Sieranevada» του Κρίστι Πουίου αφηγείται όσα συμβαίνουν μετά το «Θάνατο του Κυρίου Λαζαρέσκου»
- Κάννες 2016: Η ζωή δεν υψώνει τοίχους στην «Τελευταία Παραλία» των Θάνου Αναστόπουλου και Νταβίντε Ντελ Ντέγκαν
- Κάννες 2016: «Café Society». O Γούντι Αλεν προσφέρει ένα ακόμη γευστικό φλιτζάνι σινεμά. Εστω και «ντεκαφεϊνέ».