Πριν έναν χρόνο το «Wicked» του Τζον Μ. Τσου προσπάθησε να βγάλει εις πέρας ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα. Επρεπε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα από τα πιο αγαπημένα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, διατηρώντας την καρδιά και τη θεατρική του αύρα χωρίς να υποκύψει στην παγίδα του άσκοπου εκσυγχρονισμού. Η πρώτη ταινία τελικά κατάφερε να κρατήσει μια τρυφερή ισορροπία ανάμεσα στη νοσταλγία και το μεγαλοπρεπές θέαμα, κερδίζοντας το κοινό όχι τόσο με ριζοσπαστικές επιλογές όσο με μια καθαρή προσήλωση στο πρωτότυπο υλικό. Μέσα από αυτή την παραδοσιακή προσέγγιση είχε προσφέρει μια ασφαλή, θεαματική αλλά και ανακουφιστική επιστροφή στο κλασικό μουσικό παραμύθι.
Πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομείται τώρα το «Wicked Μέρος Δεύτερο», το μεγάλο φινάλε αυτού, ας το πούμε, τολμηρού εγχειρήματος, μια συνέχεια που επιχειρεί να επεκτείνει τον κόσμο της Οζ, να σκουρύνει τους τόνους και να ενισχύσει το συναισθηματικό του βάθος. Από τα πρώτα όμως λεπτά γίνεται αισθητό ότι η ταινία δυσκολεύεται να ελέγξει το εύρος των φιλοδοξιών της, μιας και προσπαθεί να μιλήσει πιο δυνατά, να σταθεί πιο θαρραλέα απέναντι στους χαρακτήρες και στις συγκρούσεις τους, αλλά συχνά παγιδεύεται στο ίδιο το σύμπαν τσιχλόφουσκας της και στα υπερβολικά εφέ που καταπίνουν μεγάλο μέρος της δραματουργίας.
Η Ελφαμπα είναι πια η διαβόητη Κακιά Μάγισσα της Δύσης, εξόριστη στο δάσος του Οζ, όπου αγωνίζεται για την ελευθερία των Σιωπηλών Ζώων και παλεύει να μεταδώσει τη σκληρή αλήθεια για τον Μάγο. Η Γκλίντα, από την άλλη, εδρεύει στο παλάτι της Σμαραγδένιας Πόλης, έχει αναδειχθεί σε λαμπερό σύμβολο του Καλού και καρπώνεται όλα τα προνόμια της φήμης και της δημοτικότητας. Με την καθοδήγηση της κυρίας Μόριμπλ, η Γκλίντα καθησυχάζει τους πολίτες του Οζ πως όλα βαίνουν καλώς υπό τη διακυβέρνηση του Μάγου.
Η Γκλίντα μπορεί να έχει κερδίσει το στοίχημα της διασημότητας και να ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Πρίγκιπα Φιέρο σε μία φαντασμαγορική τελετή, αλλά η αποξένωση της από την Ελφαμπα τη στοιχειώνει. Προσπαθεί να συμφιλιώσει την Ελφαμπα με τον Μάγο, αλλά αποτυγχάνει και η απόσταση ανάμεσα στις δύο παλιές φίλες μεγαλώνει. Οι συνέπειες θα αλλάξουν για πάντα τον Μποκ και τον Φιέρο, ενώ η αδελφή της Ελφαμπα, Νεσσαρόουζ, θα πάψει να είναι ασφαλής, όταν ένα κορίτσι από το Κάνσας εισβάλλει στις ζωές όλων.
Ενας οργισμένος όχλος ξεσηκώνεται εναντίον της Κακιάς Μάγισσας και η Γκλίντα πρέπει να ενώσει τις δυνάμεις της με την Ελφαμπα για μία τελευταία φορά. Με την ιδιαίτερη φιλία τους να αποτελεί πλέον το κλειδί για το μέλλον τους, πρέπει να αφουγκραστούν η μία την άλλη με ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση, για να αλλάξουν τόσο οι ίδιες, όσο και ολόκληρο το Οζ, για πάντα.
Ο Τζον Μ. Τσου προσεγγίζει αυτή τη φορά τον κόσμο του Οζ με διάθεση να προσθέσει περισσότερο δράμα και σκοτάδι. Η ταινία μετακινείται από την ανέμελη λάμψη σε μια αφήγηση που επιδιώκει να δείξει την πολιτική διάσταση της εξουσίας και της παραπληροφόρησης. Οι σκηνές εκτός της Σμαραγδένιας Πόλης έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή παρουσιάζουν τη ρωγμή ενός κόσμου που μέχρι τώρα έμοιαζε άτρωτος. Ωστόσο, ακόμη και μέσα σε αυτό το πιο ώριμο πλαίσιο, η ταινία δεν απομακρύνεται πραγματικά από την υπερβολική αισθητική που χαρακτηρίζει το σύμπαν αυτό. Το περιβάλλον θυμίζει συχνά μια τσιχλόφουσκα έτοιμη να σκάσει, με ζωντανά χρώματα και εντυπωσιακά σκηνικά που βάζουν την εικόνα πάνω από τη δραματική ουσία, ενώ τα εφέ δημιουργούν ένα θέαμα που, ναι μεν, εντυπωσιάζει, αλλά ενίοτε καταφέρνει πετάει έξω από τον μαγικό κόσμο του Οζ.
Το σενάριο κινείται γύρω από τις συνέπειες που άφησε πίσω του το πρώτο μέρος. Η Γκλίντα προσπαθεί να ανταποκριθεί στην πολιτική της θέση, ενώ η Ελφαμπα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες της δαιμονοποίησης που την ακολουθεί. Η διαδρομή των δύο γυναικών παρουσιάζει ενδιαφέρον, κυρίως επειδή η ιστορία τους λειτουργεί σαν σχολιασμός για τη φύση της εξουσίας και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι παρασύρονται εύκολα από το φαίνεσθαι. Χωρίς να μιλήσουμε με spoiler, η ταινία αλλάζει αρκετά την ιστορία μέχρι και το φινάλε της, αλλά κάπου ανάμεσα στις μεγάλες εξάρσεις του δράματος τοποθετεί κι ένα (αχρειάστα) έντονο drama queen στοιχείο που μοιάζει να διογκώνει τεχνητά τα συναισθήματα των χαρακτήρων, καθώς προσπαθεί να χτίσει ενδιαφέροντα θέματα γύρω από διάφορα ηθικά διλήμματα, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να διαχειριστεί με συνέπεια όλο αυτό το βάρος. Σε αρκετές στιγμές μοιάζει σαν να προσπαθεί να χωρέσει πολύ περισσότερα από όσα πραγματικά μπορούν να αναπνεύσουν μέσα στη διάρκεια της ταινίας, με αποτέλεσμα κάποιες εντάσεις να χάνονται και ο ρυθμός να γίνεται άνισος.
Οι ερμηνείες αποτελούν, για άλλη μια φορά, την πιο σταθερή βάση της ταινίας. Η Σίνθια Ερίβο συνεχίζει να δίνει στην Ελφάμπα ένα μείγμα δύναμης και ευαισθησίας που κάνει τον χαρακτήρα της πειστικό και ανθρώπινο. Στις σκηνές όπου βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες της φήμης της, δείχνει μια εσωτερική ένταση που λειτουργεί πραγματικά υπέρ της ιστορίας. Η Αριάνα Γκράντε παρουσιάζει μια Γκλίντα με περισσότερη ωριμότητα, μια γυναίκα που καλείται να διαχειριστεί την ευθύνη και τη δημόσια εικόνα της. Η παρουσία της έχει μια απροσδόκητη σταθερότητα και φέρνει βάθος σε μια ηρωίδα που θα μπορούσε εύκολα να χαθεί μέσα στα χρώματα και τη φαντασμαγορία του κόσμου της Οζ. Η φωνή της παραμένει εντυπωσιακή, όμως αυτό που κάνει τη διαφορά εδώ είναι η πιο «γειωμένη» ερμηνεία της, αφού καταφέρνει να δώσει στην Γκλίντα μια πιο γειωμένη, ανθρώπινη διάσταση που δεν υπήρχε τόσο καθαρά στην πρώτη ταινία. Οσο αφορά τους Τζόναθαν Μπέιλι και Τζεφ Γκόλντμπλαμ υποστηρίζουν με συνέπεια τους χαρακτήρες τους, όμως οι ρόλοι τους συχνά μένουν εγκλωβισμένοι σε μια αφήγηση που βιάζεται να πάει παρακάτω.
Αν κάτι μένει τελικά από το «Wicked Μέρος Δεύτερο» είναι η αίσθηση ενός κόσμου που προσπαθεί να ωριμάσει χωρίς να χάσει το παραμύθι που τον γέννησε.
Αλλά, από την άλλη πλευρά, αν το «Wicked Μέρος Δεύτερο» αφήνει μια μισοτελειωμένη επίγευση, είναι γιατί μοιάζει να γνωρίζει τι θέλει να πει αλλά δυσκολεύεται να το εκφράσει.
Ετσι, η ταινία εγκλωβίζεται τελικά κάπου ενδιάμεσα: αρκετά φροντισμένη για να σε κρατήσει, αλλά όχι αρκετά γενναία ή συγκροτημένη για να σε συγκλονίσει. Μια φαντασμαγορική, συχνά γοητευτική αλλά άνιση συνέχεια που καταλήγει να κερδίζει μεμονωμένες στιγμές, όχι όμως το σύνολο. Για αυτό και η αίσθηση που μένει είναι εκείνη μιας ταινίας που είχε τις δυνατότητες να αψηφήσει για άλλη μια φορά τη βαρύτητα, αλλά επέλεξε τον πιο ασφαλή, τον πιο προσεκτικό, δρόμο με τα κίτρινα τούβλα.

