Σε μουσική και στίχους τουυ Στίβεν Σγουόρτζ και ιστορία της Γουίνι Χόλζμαν, βασισμένο στο μυθιστόρημα «Wicked: The Life and Times of Wicked Witch of the West» που έγραψε το 1995 ο Γκρέγκορι Μαγκουάιρ, το οποίο με τη σειρά του βασίστηκε στο μυθιστόρημα «The Wonderful Wizard of Oz» του Λ. Φρανκ Μπάουμ του 1900 αλλά και στη θρυλική ταινία «Ο Μάγος του Οζ» του 1939 σε σκηνοθεσία Βίκτορ Φλέμινγκ, το «Wicked» που δεν σταμάτησε να παίζεται από το 2003 και κατέχει ήδη το ρεκόρ του δεύτερου πιο εμπορικού μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ (πίσω από το «The Lion King»), είναι με σημερινούς όρους ένα spin off που ζει και γιγαντώνεται - ακόμη κι όσο γράφονται αυτές οι γραμμές - μέσα στο multiverse του «Μάγου του Οζ».

Παύση.

Εναν αιώνα κοντά από την μέρα που το σινεμά αποφάσισε να κάνει την επιστροφή της Ντόροθι στο σπίτι ασπρόμαυρη (σε μια κίνηση που οφείλει να αναλύεται ανά τους αιώνες), η οποιαδήποτε αναφορά στον «Μάγο του Οζ», την ταινία, φέρει αναπόφευκτα - και ευτυχώς - το ειδικό βάρος μιας ολόκληρης μυθολογίας, σχεδόν και ποπ κουλτούρας από μόνη της. Είτε αυτό είναι τα ασημένια γοβάκια της Ντόροθι που έγιναν κόκκινα για το technicolor κοντράστο καθώς περπατούν πάνω στον Yellow Brick Road, είτε ο πρώτος τόσο δημοφιλής ύμνος πάνω στη διαφορετικότητα με τενεκεδένιους ανθρώπους και σκιάχτρα με ψυχή που αναζητούν το δικό τους ξόρκι, είτε η ίδια η Τζούντι Γκάρλαντ στον «τραγικά πανέμορφο» δρόμο που θα βάδιζε στην καριέρα της μέχρι να ανακαλύψει τι σημαίνει «σπίτι», είτε μέχρι και το αντίο του Ελτον Τζον στον δικό του «δρόμο με τα κίτρινα τούβλα».

Πάμε πάλι.

Ηδη από τη σύλληψη του ως μια εμβληματική ιστορία για τη διαφορετικότητα (η πρωταγωνίστρια είναι πράσινη - εκτός από το γεγονός ότι είναι μάγισσα!) και ερήμην της ευκαιριακής εποχής μας, ήδη ένας ύμνος στο girl power και το togetherness («Είμαστε δύο φίλες. Δύο καλές φίλες. Οι καλύτερες φίλες»), το «Wicked», όπως μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Τζον Μ. Tσου (της επιτυχίας του «Crazy Rich Asians» και της κινηματογραφικής μεταφοράς του «In the Heights» του Μανουέλ Λιν Μιράντα, αλλά κυρίως - είναι πασιφανές - ορκισμένου μέλους του fandom του αυθεντικού μιούζικαλ) δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για την έννοια «σημερινοί όροι». Το κινηματογραφικό «Wicked» επενδύει ακριβώς στην παρακάτω πεποίθηση: όσο πιο πιστό είναι στο πνεύμα και το book του αυθεντικού μιούζικαλ, τόσο αναδεικνύεται όχι μόνο η διαχρονικότητά του και απόλυτα σημερινή του αναγκαιότητα αλλά ταυτόχρονα η σχεδόν συμπαντική του queer ανασκολόπηση.

Παύση.

Θα αρκούσε η επιλογή της Σίνθια Ερίβο ως μαύρης αλλά και ανοιχτά λεσβίας ηθοποιού στο ρόλο της Ελφαμπα, της Αριάνα Γκράντε - ως το απόλυτο LGBTQ+ icon στο ρόλο της Γκλίντα, του ανοιχτά γκέι Τζόναθαν Μπέιλι στο ρόλο του straight ζεν-πρεμιέ που θα χάσει τη γοητεία του «όταν αρχίσει να σκέφτεται», της ανάπηρης στην αληθινή ζωή Μαρίσα Μπόντε (σε μια σκηνή που είχε οραματιστεί το «Glee» και χρειάστηκε μια δεκαετία σχεδόν για να γίνει «πραγματικότητα»). Θα αρκούσε αυτή η έννοια της συμπερίληψης που όσο αγγίζει τα όρια του καταχρηστικού, τόσο αποθεώνει την ανάγκη ενός queer βλέμματος, με την (όσο πιο πολύ γίνεται) ευρεία έννοια του όρου που σε κάνει να πετάς ακόμη και αν το ξόρκι που σου αναλογεί από το μεγάλο βιβλίο της μαγείας δεν σου φυτρώνει φτερά στην πλάτη.

Πάμε πάλι.

Θα αρκούσαν όλα, αν ο Τζον Μ. Τσου δεν ένιωθε - ορθά - καμία ανάγκη να εκμοντερνίσει ή αλλάξει (ή ακόμη και ξαναγράψει σκηνές - στο ισχνό σεναριακά μεσαίο μέρος της ταινίας και του μιούζικαλ που, ναι, το ζητάει) την βάση του «Wicked», θεωρώντας αυτόνότητη την queer μυθολογία του αλλά αναζητώντας περίσσευμα ταλέντου για να το μεταφέρει στην φαντασμαγορία που δείχνει τώρα εκεί πάνω στην μεγάλη οθόνη.

Ταλέντο του χορογράφου Κρίστοφερ Σκοτ (σε τουλάχιστον μια - αυτή της βιβλιοθήκης - από τις ωραιότερες χορογραφημένες σκηνές εδώ και χρόνια στο σινεμά), της καλλιτεχνικής διεύθυνσης και των κοστουμιών που δείχνουν να αντλούν από το μεγάλο βιβλίο του Χόλιγουντ (οι πιο μελετηροί θα αναγνώρισαν τον κόσμο του «Brigadoon» να φτάνει μέχρι τα πολυσύμπαντα του Τιμ Μπάρτον) και του καστ - από τον χαρισματικό Τζόναθαν Μπέιλι μέχρι τον Τζεφ Γκόλντμπλουμ (σε ένα από τα πιο ωραία σόλο της ταινίας) και ίσως λιγότερο της Μισέλ Γέο που χαρίζει ωστόσο απλόχερα την επιβλητική «παρουσία» της.

Ταλέντο της Αριάνα Γκράντε που φτάνει εδώ - με το βάρος των πολλών εκατομμυρίων followers και του αδιανόητου ποπ φαινομένου - για να πετύχει μια απολαυστική κωμική περσόνα που ξεκινάει από την Ελ Γουντς της Ρίς Γούιδερσπουν στο «Legally Blonde» για να καταλήξει στην οπερατική βαθιά συγκινητική ενσάρκωση μιας πραγματικής Barbie, που καταρρέει κάτω από το βάρος της δημοφιλίας της. Ταλέντο της Σίνθια Ερίβο που στο ρόλο της ζωής της αφήνει ελεύθερη τη στόφα μιας τεράστιας πρωταγωνίστριας που κάνει εμβληματικά βήματα πάνω σε υποκριτικές και ακροβασίες του πενταγράμμου, μετατρέποντας την Έλφαμπα σε ένα ζωντανό παλλόμενο βαθιά τραγικό πρόσωπο αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας - σύμβολο δικαίωσης σχεδόν ολόκληρου του γυναικείου φύλου ανά τους αιώνες.

Παύση.

Λίγο πριν το τέλος της πρώτης πράξης, η σκηνή των δυο τους - να χορεύουν έναν αλλόκοτο χορό με ερωτικές απολήξεις και ενδυνάμωση μεγατόνων, αλλά και η μεγάλη τους τραγουδιστική στιγμή στο φινάλε με το «Defying Gravity» να γράφει και κινηματογραφική ιστορία, στέκουν εκεί ως μεγάλες στιγμές μιας ταινίας που άλλοτε καταφέρνει να είναι και καλύτερη και από το πρωτότυπο υλικό της και άλλοτε προδίδεται από την απόφαση να υπάρξουν δύο ταινίες για ένα μιούζικαλ δύο πράξεων, αλλά σίγουρα παραμένει μια επιβεβαίωση πως μερικές φορές ο πιο σίγουρος τρόπος για να είσαι σημερινός είναι να επιστρέψεις στα βασικά, ακριβώς όπως ο μοναδικός τρόπος για να πετάξεις είναι μια αχυρένια σκούπα.