Από μια άποψη, η επιλογή του Γιάλμαρι Ελάντερ να σκηνοθετήσει το σίκουελ αυτό (σχεδόν όπως και η πρώτη ταινία του 2023) ως μια βωβή ταινία, με ελάχιστους - αχρείαστους τελικά - διαλόγους είναι το μόνο πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο ενός «πειράματος» που μπορεί να εκληφθεί μόνο ως μια επίδειξη τεχνικής (και ουχί τέχνης) που απλώνεται σε μια καταχρηστική experimental περιοχή - κάπου εκεί όπου τελικά ζουν (και πεθαίνουν, ας μην γελιόμαστε) τα υβρίδια τέτοιου τύπου του σύγχρονου σινεμά, χαμένα ανάμεσα στις αυτο-αναφορές τους και την ανώφελη ανάγκη να στρατολογήσουν fanboys.
Πειραματική ταινία μόνο ως αστεϊσμός ή και δικαιολογία, το «Sisu 2» που διαφέρει από τον προκάτοχό του μόνο στο γεγονός πως εδώ όλα είναι κάπως πιο «ανεβασμένα» (από την αδρεναλίνη μέχρι τη διάθεση για… - σχολική - σάτιρα), θυμίζει περισσότερο σαν ένα βίντεο που θα έφτιαχνε μια ομάδα κασκαντέρ αν ήθελε να πείσει ένα μεγάλο στούντιο πως τίποτα δεν έχει τελειώσει πλέον για το χειροποίητο σινεμά στην εποχή του ακατάσχετου CGI (και ΑΙ) και πως ένα ανδρικό σώμα μπορεί να στάξει τόσο ιδρώτα και τόσο αίμα ώστε να βάψει ολόκληρη την ιστορία του κόσμου - ή περίπου.
Το γεγονός πως ένα τέτοιο show reel από επίδοξους κασκαντέρ θα ήταν σαφώς πιο πρόχειρο και φτηνό (γιατί να ξοδέψεις περισσότερα χρήματα όταν αυτό που «μετράει» είναι τα μπράτσα και οι φιγούρες;), ενώ ο Ελάντερ σκηνοθετεί τουλάχιστον σαν να είναι ο Κρίστοφερ Νόλαν και πολλές φορές καλύτερα και από αυτόν, δεν αλλάζει την αίσθηση πως η συμπαγής ιδέα μιας cult αφιέρωσης στο σινεμά του 80’ και μαζί στους αιματοβαμμένους κοιλιακούς ενός άντρα που είναι πριν από άνθρωπος μια φονική μηχανή, γίνεται διαρκώς το απότοκο μια ξεδιάντροπης επίδειξης που «ουρλιάζει» πως είναι cult.
Cult όμως γεννιέσαι και δεν γίνεσαι (οι εξαιρέσεις δεν αφορούν σίγουρα αυτή τη συζήτηση και σίγουρα όχι αυτήν την ταινία, ούτε την προηγούμενη), και η εκδίκηση που θα πάρει ο Σίσου για το θάνατο της οικογένειας του από τους αιμοσταγείς Ναζί (μην ξεχαστείτε καθώς βρισκόμαστε στη Σοβιετική Ενωση με έξοδο κινδύνου την Φινλανδία και η υπόθεση είναι τόσο υποτυπώδης όσο αυτό που σας περιγράφουμε) πατάει πάλι πάνω στη λογική του «Mad Max», σε επίπεδο overdose metal οξείδωσης. Με ολοκληρωτικά και αναίσχυντα καρτουνίστικο (προς το παιδικό) τρόπο - με φορτηγά και τανκς να κοπανιούνται, με μηχανές να εκρήγνυνται στον αέρα της ασφάλτου, με αποκεφαλισμούς, σφηνωμένες λεπίδες μέσα στο δέρμα, σάρκες και κρανιά να τρυπάνε από πολυβόλα και μια ρουκέτα να επιτίθεται σε real time.
Γιατί να το δεις; Γιατί για κάποιο λόγο, ως υβρίδιο έχει πέραση, καθώς επενδύει σε μια αδηφάγο όρεξη για «καλτιές» που όσο ενθουσιώδεις και να είναι εξαντλούνται μετά το τέταρτο, απευθυνόμενες μόνο σε παιδιά του (και πολύ λέμε αλλά λόγω ακατάλληλου μάλλον δεν θα το δουν ποτέ) Γυμνασίου που εξερευνούν για πρώτη φορά τα όρια της βίας στο σινεμά - είτε ως αστείο είτε ως σοβαρή πιθανότητα έρευνας. Λίγο όμως έχει σημασία μπροστά στην ακατάσχετη ανία που σου προκαλεί καθώς προκάτοχος και σίκουελ το παίζουν «επικά» και σχετικά ψευτοσυναισθηματικά, μπερδεύοντας τον κινηματογράφο με το fun - που, μεταξύ μας, δεν είναι ούτε και τόσο fun όσο νομίζουν.
(Τελικά) Γιατί να μην το δεις; Ούτε επειδή είναι βίαιο, ούτε επειδή είναι πορνογραφικά ασύδοτο, ούτε επειδή δεν έχει πραγματικά το παραμικρό νόημα. Απλά επειδή είναι τόσο βαρετό που τελικά μπορεί και να σε ενθουσιάσει.

