Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η μόνη επαφή της 17χρονης Γιοχάνε με τον έρωτα ήταν μέσα από τις σελίδες των κλασικών βιβλίων στα οποία χανόταν από μικρό παιδί. Αλλωστε μεγάλωσε με τη διάσημη συγγραφέα γιαγιά της, Κάριν, και την φεμινίστρια μητέρα Κριστίν, σ’ ένα μονογονεακό σπίτι που ως εσωστρεφές, τρυφερό παιδί έβρισκε συχνά καταφύγιο στη λογοτεχνία. Τώρα όμως η πόρτα της 3ης Λυκείου άνοιξε και στην τάξη μπήκε η Γιοχάνα - η νέα καθηγήτρια Γαλλικών που την πρόσεξε, την ξεχώρισε, σχολίασε παιχνιδιάρικα πόσο παρόμοια είναι τα ονόματά τους. Η καρδιά της Γιοχάνε, για πρώτη φορά, έχασε έναν χτύπο. Κι όχι μόνο η καρδιά: «μπορούσα να αισθανθώ την παρουσία της σε όλο μου το σώμα» μάς εξομολογείται, φανερώνοντας την αφύπνιση της σεξουαλικής επιθυμίας - κομβική στιγμή για κάθε έφηβη γυναίκα.
Μόνο που ο έρωτας, θα ανακαλύψει, δεν είναι μόνο αυτό το συναρπαστικό, εκτυφλωτικό φως που ζωντανεύει το σώμα και τα χρώματα της ζωής, θαμπώνει το βλέμμα, το μυαλό και την κρίση. Φέρνει μαζί του και το σκοτάδι της παραλυτικής αγωνίας, την ανασφάλεια ότι τα συναισθήματα σου μπορεί να μην είναι αμοιβαία, όλη αυτή η φλόγα να παραμείνει ανεκπλήρωτη.
Αρχικά, η Γιοχάνε περνάει επώδυνα και μοναχικά όλο το φάσμα του πρώτου σκιρτήματος. Μόνη της διέξοδος: το γράψιμο. Πρέπει κάπου να καταχωρήσει τις μνήμες της, τις εικόνες, τη χαρά και τον πόνο της - γιατί αλλιώς πώς θα ξέρει ότι τα έζησε;
Μετά όμως αποφασίζει ότι χρειάζεται το μοίρασμα - αυτή η αυτοβιογραφική λογοτεχνική εξομολόγηση πρέπει να διαβαστεί. Δίνει το χειρόγραφο στη γιαγιά της κι εκείνη το προωθεί στην κόρη της. Δύο ανήσυχες γενιές μητέρων διαβάζουν κάτι που τις σοκάρει και τις φέρνει αντιμέτωπες με θέματα που δυσκολεύονται να επεξεργαστούν: στέκονται απέναντι σ’ ένα queer coming out, γίνονται μάρτυρες μίας σεξουαλικής κακοποίησης του κοριτσιού τους από μία δασκάλα με θέση εξουσίας, είναι αυτό το βιβλίο μία παραπλανημένη κραυγή για βοήθεια; Ή έχουν όλες (και οι τρεις) μπερδέψει τα γεγονότα με τη λογοτεχνική φαντασία, την αλήθεια με την επιθυμία, την πραγματική ζωή με τα όνειρα;
O Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ ολοκληρώνει την τριλογία του («Sex / Love / Dreams») παίζοντας με αυτά τα όρια - υπενθυμίζοντας με έναν τρόπο ότι το ίδιο κάνει και το σινεμά. Γιατί σημασία δεν έχει να ανακαλύψουμε αν αυτός ο έρωτας ήταν αληθινός, όσο να τον ζήσουμε μέσα από τα εκστασιασμένα μάτια και το παλλόμενο κορμί του ερωτευμένου. Και το συνεχές voice over της Γιοχάνε άλλωστε (κάτι που στο σινεμά απαγορεύεται, αλλά ο Χάουγκερουντ έτσι μάς κλείνει το μάτι, υπογραμμίζοντας ότι εδώ το αφηγηματικό τιμόνι κρατά η λογοτεχνία) αυτό μάς θυμίζει: είμαστε μέσα στις σκέψεις, τα συναισθήματα, το δημιουργικό όνειρο (εξομολογητικό ή κατασκευασμένο) ενός καλλιτέχνη.
Αυτή η ονειρική διάσταση της αβεβαιότητας (συναισθημάτων, ορίων, ζωής, λογοτεχνίας, σινεμά) αποτυπώνεται και με την κάμερα του. Με τα ζεστά παστέλ που ντύνει η DP του, Σεσίλ Σεμέκ, τους εσωτερικούς χώρους, τους ομιχλώδεις ρομαντικούς φωτισμούς του νυχτερινού Οσλο, τα soft-focus flashbacks - αέρινα και φαντασιακά, όπως τα σύννεφα στο πρώτο πλάνο της ταινίας. Ακόμα και η σκηνογραφία και ενδυματολογία συνηγορούν στο ερωτευμένο φίλτρο με το οποίο η ηρωίδα αντιλαμβάνεται τη ζωή - η σκηνή με τα πλεκτά πουλόβερ είναι μίας από τις πιο εμπνευσμένες σεξουαλικές αλληγορίες.
Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι ο Χάουγκερουντ δεν σταματά σε αυτή μόνο τη θεματική. Οσο υπέροχη η καταγραφή της εφηβικής ευαλωτότητας απέναντι στον έρωτα, τόσο σημαντική και η αποτύπωση του πώς τον αντιλαμβάνονται και οι δυο άλλες γενιές γυναικών στην ταινία. Η γιαγιά κινείται ανάμεσα στη συνειδητοποίηση ότι εκείνη μάλλον δε θα τον ξαναζήσει ποτέ (ένα όνειρο μαγικού ρεαλισμού, η ανάβαση μίας σκάλας, είναι ό,τι πλησιέστερο στην «κορύφωση»), η μητέρα της γενιάς του digital dating ζει την απομυθοποίησή του. Και οι δυο γυναίκες αγαπούν, ανησυχούν, αλλά και ζηλεύουν τη Γιοχάνε: η γιαγιά τη γραφή της εγγονής (εκείνη ήταν η συγγραφέας, τώρα κάποια την ξεπερνά;), η μαμά την ελευθερία που τις χαρίζουν τα νιάτα της.
Ο Χάουγκερουντ, όπως έκανε και σε όλη την τριλογία του, δεν κρίνει - αλλά σκύβει με κατανόηση και τρυφερότητα πάνω στις ηρωίδες του. Τους αναγνωρίζει το δικαίωμα στη σεξουαλικότητα, την επιθυμία, τη διεκδίκηση. Τις πειράζει με χιούμορ (ποτέ δε θα ξαναδείτε το «Flashdance» με τα ίδια μάτια). Ανησυχεί κι ο ίδιος για το αν οι σκανδιναβικές κοινωνικές, πολιτικές, φεμινιστικές διεκδικήσεις των 70ς έχουν έρθει σε τέλμα στα βιώματα των μιλένιουμ. Αφουγκράζεται αν η χώρα του, η πόλη του, η γενιά του αλλάζει μ’ ένα gentrification που δεν είναι μόνο αρχιτεκτονικό.
Κάπως έτσι μάς έχει βάλει μέσα στο δικό του όνειρο - στη δική του εξομολόγηση για όσα ακόμα τον κάνουν να ερωτεύεται - τη ζωή και το σινεμά - με την ανασφάλεια αν θα βρουν ανταπόκριση κι στο δικό μας βλέμμα. Η Χρυσή Άρκτος στο φετινό Βερολίνο του έδωσε την απάντηση.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που έδωσε ο Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ στο Flix: «Πώς 3 γυναίκες, σε διαφορετικές ηλικίες, πλησιάζουν τη σεξουαλικότητα τους με ενδιέφερε πάρα πολύ. Ολες ποθούν ένα ζεστό σώμα να τις παίρνει αγκαλιά. Ήθελα να το συζητήσουμε ανοιχτά αυτό...»

