«Λο» στα ηπειρώτικα σημαίνει «σώπα».
Αυτή η προστακτική της σιωπής πλανάται πάνω από αυτό το προσωπικό ημερολόγιο του Θανάση Βασιλείου, που «φεύγει ή επιστρέφει» (δεν είναι εύκολο να αποφασίσει-ς) στην Αθήνα από το Παρίσι προκειμένου να αποδεχτεί ή να αποποιηθεί την κληρονομιά που του άφησε η μητέρα του.
Τα σπίτια είναι σώματα, θα πει κάποια στιγμή μέσα στο ντοκιμαντέρ, σαν ανάμνηση ενός ονείρου με τη μητέρα του. Και το σπίτι με τα χρέη που γεν γνώριζε δεν είναι το μόνο βάρος που πέφτει πάνω του. Η «σιωπή» μιας ολόκληρης οικογένεια για το παρελθόν του πατέρα του, ο οποίος ζει εδώ και χρόνια με τη νέα του οικογένεια, βαραίνει απροσδιόριστα όλη την παιδική και ενήλικη ζωή του 50χρονου σήμερα αγοριού που δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Μαζί βαραίνει και την ελληνική Ιστορία, σε έναν αυτοσχέδιο αλλά όχι καταχρηστικό παραλληλισμό που μετατρέπει την ταινία του σε μια ευρύτερη ανοιχτή πληγή προορισμένη να μην κλείσει ποτέ.
Το μυστήριο της ιστορίας του πατέρα του, η σύνδεση του με το βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι για τον Αλέξανδρο Παναγούλη που αφήνει η μητέρα του με μελλοντική συμβουλή να διαβαστεί από το γιο της, μερικά κρυπτικά σημειώματα που μοιάζει αδύνατον να αποκρυπτογραφηθούν, εκείνος ο αφορισμός του παππού που ανάμεσα σε ασυναρτησίες αποκάλυψε πως ο πατέρας του μικρού Θανάση ήταν βασανιστής στην ΕΣΑ κατά τη διάρκεια της χούντας, το καμμένο Αττικόν και μια περιήγηση στην Αθήνα των βωβών αγαλμάτων και των τυχαίων περαστικών που κρύβουν όλοι από μια μεγάλη ιστορία, αποκτούν διαστάσεις ενός κοσμικού μυστηρίου που καθώς οδεύει προς τη λύση του γίνεται ένα, πριν από οτιδήποτε, συγκινητικό γράμμα προς τον ίδιο του τον εαυτό.
Κάθε μικρή ή μεγάλη αποκάλυψη για την παραποιημένη - από τον ίδιο τον χρόνο και από την ανάγκη των ανθρώπων να «σιωπούν» για όλα όσα τους πληγώνουν - ιστορία της οικογένειας του, γίνεται μέσα από το λιτό, ποιητικό, βαθιά συγκινητικό βλέμμα του Βασιλείου ένα παλίμψηστο πάνω στο οποίο γράφεται και ξαναγράφεται η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας αλλά κυρίως η ιστορία μιας καθυστερημένης ενηλικίωσης. Καθώς η ώρα περνάει και τα σημάδια της «χρήσης» πάνω στο σπίτι που μεγάλωσε και την πόλη που συνεχίζει να τον εκπλήσσει βαθαίνουν σαν μαρτυρίες επιζώντων από μια ανείπωτη δυστοπία, το «Λο» μπαίνει ανεπαίσθητα μέσα σου και γίνεται και η δική σου εξομολόγηση, η δική σου αναζήτησή, η δική σου προσπάθεια να μην κλείσεις τους ανοιχτούς λογαριασμούς - είτε αυτοί είναι της εφορίας είτε της ζωής - κρατώντας σε μια διαρκή εγρήγορση τους μηχανισμούς της μνήμης, της συγχώρεσης και όλων όσων έστω και από παρεξήγηση και ένα ιστορικό λάθος μας κάνουν αυτό που είμαστε.

