H νυχτερινή εφημερία της Φλόρια σε ένα κεντρικό ελβετικό νοσοκομείο θυμίζει μια απονενοημένη βόλτα σε ένα ναρκοπέδιο.
Ο ασθενής που ανυπομονεί να κάνει αξονική αλλά νιώθει ναυτία, το τηλέφωνο της ρεσεψιόν που χτυπάει συνέχεια για ένα εκατομμύριο σχετικούς και άσχετους λόγους, ένας μυστηριώδης άντρας σε μια σουίτα του νοσοκομείου που υποκρίνεται ότι βρίσκεται στο γραφείο του, ένας ηλικιωμένος κύριος που όταν επανέρχεται στην πραγματικότητα από τη διαρκή αφασία στην οποία βρίσκεται πονάει, ο ασθενής με την υπογλυκαιμία που σκέφτεται το 11χρονο σκυλί του, καθετήρες που θέλουν καθάρισμα, οροί που τελειώνουν, σκιαγραφικά που δεν σκιαγραφούν, απεγνωσμένες φωνές, χέρια και βλέμματα συγγενών που ζητούν υπό-στήριξη.
Η Φλόρια είναι οπλισμένη.
Με ψυχραιμία, αντοχή και κυρίως αυτή τη διαρκή υπεροχή της διαρκούς κίνησης. Διασχίζει διαδρόμους, αποθήκες φαρμάκων, δωμάτια ασθενών, ανθρώπινες απελπισίες και βαθμίδες πόνου, νάρκες, δηλαδή, που κρύβονται σε κάθε γωνιά της δαιδαλώδους διαδρομής της μέσα στο νοσοκομείο, με μια παροιμιώδη ευγένεια. Ιδιον των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους ως μια συνειδητή ευθύνη απέναντι στους άλλους αλλά και σαν καθήκον προς τον εαυτό τους, έτοιμοι να εξαντλήσουν κάθε ψυχικό και σωματικό τους απόθεμα προκειμένου να δικαιώσουν το ρόλο τους.
Καθώς η νύχτα πέφτει, η Φλόρια αποδεικνύεται ακόμη πιο παντοδύναμη. Διαρκώς μάχιμη σε έναν πόλεμο πιο εξαντλητικό από κάθε «αληθινό», επιμένει να είναι και αποτελεσματική και γρήγορη και συμπονετική και παρούσα σε οποιαδήποτε ανάγκη - όχι δική της, μα δεκάδων ανθρώπων που βλέπουν στο πρόσωπο της το μοναδικό σύνδεσμο με την ζωή εκεί έξω. Οι ώρες περνούν, η κούραση συσσωρεύεται, οι συναισθηματικές ανάγκες πληθαίνουν, λίγα μόνο δευτερόλεπτα προσωπικής ζωής σε μετωπική σύγκρουση με ένα σύστημα υγείας που καταρρέει και ο έλεγχος αρχίζει σιγά σιγά να χάνεται, σε μια απέλπιδα προσπάθεια η ισορροπία ανάμεσα στο χάος και την τάξη να μην διαταραχθεί πάση θυσία.
Με την κάμερα να ακολουθεί τη Φλόρια όπως θα το έκαναν οι Αδελφοί Νταρντέν, εδώ πιο αποστασιοποιημένα και με τη διάθεση το «θρίλερ» να μην γίνει ούτε καταχρηστικά υπαρξιακό ούτε όμως ανώφελα και μόνο κινηματογραφικά, η Πέτρα Βόλπε μπαίνει στα χαρακώματα μετατρέποντας αυτό το σχεδόν real-time οδοιπορικό στο χάρτη μιας κοινωνίας καθώς αυτή υποκύπτει στα τραύματά της. Ολα τα «κλισέ» που αναπόφευκτα στοιχειοθετούν αυτήν την «εφημερία» και το αναμενόμενο (όχι για καλό) volume στο τελευταίο μέρος, ακόμη και η μονοδιάστατη αντιμετώπιση ενός roller coaster που μοιάζει να επαναλαμβάνεται άσκοπα, βρίσκει πρόσωπο, καρδιά και πραγματική σημασία στην ερμηνεία της Λεόνι Μπένες.
Στη δεύτερη εμβληματική κι εδώ παρουσία της μετά το «Στο Γραφείο Καθηγητών», η Μπένες μετατρέπει το πρόσωπο της, τις ελαχιστοποιημένες (λόγω συστολής και κούρασης) κινήσεις του σώματος της και κυρίως το βαθιά ανθρώπινο βλέμμα της στο μεγάλο καμβά που αυτή η ιστορία χρειάζεται για να γίνει κάτι περισσότερο από απλά μια περιπτωσιολογική καταγραφή μιας νύχτας σε ένα νοσοκομείο. Με λιτές, ανεπαίσθητες πράξεις «ευγένειας» μέσα σε ένα σύμπαν που υπό αλλά συνθήκες θα έκρυβε μόνο πόνο και δυστυχία, η Μπένες γίνεται η ηρωίδα και ο θεατής μιας ταινίας που μικραίνει προς το φινάλε, διατηρώντας ωστόσο αλώβητη τη «μάχιμη», βαθιά ανθρώπινη, μεγάλη της καρδιά.

