H Κάρλα είναι μία 30χρονη καθηγήτρια μαθηματικών στα πρωτάκια ενός γερμανικού Γυμνασίου. Πρωτάκι και η ίδια, νεοφερμένη στο σχολείο ψάχνει τα πατήματά της - τόσο απέναντι στα ατίθασα, με τις ορμόνες τους να βράζουν 12χρονα, όσο κι ανάμεσα στους συναδέλφους της στο Γραφείο των Καθηγητών, οι οποίοι μοιάζουν πιο συμβιβασμένοι, πιο συστημικοί, πιο βολεμένοι. Οχι, η Κάρλα είναι ιδεαλίστρια, κουβαλά στο ελαφίσιο βλέμμα της αυτή την λαχτάρα να επιδράσει, να πειθαρχήσει, να εμπνεύσει, να διδάξει. Στο Γραφείο των Καθηγητών κάθεται μακριά από τα πηγαδάκια, κοιτάει τη δουλειά της.

Μέχρι που ένα συμβάν τεντώνει τις κεραίες της για δικαιοσύνη. Ενας τουρκικής καταγωγής μαθητής της στοχοποιείται για μία σειρά από κλοπές που έχουν συμβεί στο σχολείο κι όλα τα βαθιά ριζωμένα ρατσιστικά κύτταρα ενός μικρόκοσμου που καθρεφτίζει την κοινωνία μας, καμουφλάρονται ως «σχολικοί κανονισμοί». Η Κάρλα αποφασίζει να πάρει πάνω της την εξερεύνηση των κλοπών και την αθώωση του μικρού και σταδιακά μπλέκει σ' ένα σύνθετο ηθικό λαβύρινθο καλών προθέσεων, επιπόλαιων αυθόρμητων χειρισμών, λανθασμένων επιλογών, παρεξηγήσεων. Οσο απελπισμένα προσπαθεί να τα κάνει όλα σωστά, τόσο περισσότερο βυθίζεται στην κινούμενη άμμο. Δεν βρίσκεται μόνο αντιμέτωπη με τις σχολικές δομές, τους επιθετικούς συναδέλφους της και τους αγανακτισμένους γονείς. Αλλά και απέναντι από τους μαθητές της, στους οποίους λαχταρούσε να είναι δίπλα.

Στην τέταρτή του ταινία, ο τουρκικής καταγωγής Ιλκερ Κατάκ, συνυπογράφοντας το σενάριο με τον παιδικό του φίλο Γιοχάνες Ντάνκερ (παίρνοντας έμπνευση από ένα αληθινό περιστατικό που είχε συμβεί στο σχολείο τους), δεν συμβιβάζεται με καμία ανακουφιστική, απλή, ξεκάθαρη, άσπρο/μαύρο διάσταση της αλήθειας. Αντιθέτως, ο στόχος είναι το μπέρδεμα, η παρεξήγηση, η απόλυτη βεβαιότητα όλων μας ότι έχουμε δίκιο στις συγκρούσεις της ζωής. Παρόλο που τίποτα δεν βροντοφωνάζει, τίποτα δεν υπογραμμίζεται, οι χαρακτήρες του είναι σχεδιασμένοι μελετημένα, καθόλου σχηματικά, να αντιπροσωπεύουν την κοινωνική πολυφωνία σε θέματα που ξεπερνούν τα τείχη αυτού του σχολείου, απασχολούν χρόνια τη χώρα, κλείνουν το μάτι στη στάση της Ευρώπης και του κόσμου που αλλάζει (κι όχι προς το καλύτερο). Παράλληλα όμως, ο Κατάκ κάνει το σχόλιό του κι απέναντι και στην αλαζονεία των ιδεαλιστών: καμία απολυτότητα δεν γλιτώνει από την πέννα του. Η καλή πρόθεση συνδυασμένη με αφελή παρορμητισμό μπορεί να σε οδηγήσει στην ύβρη.

Κι αν το σενάριο είναι ένα masterclass στο πώς να προκαλείς και να ανατρέπεις συνεχώς την οπτική του θεατή, αποδομώντας κι ανασυνθέτοντας τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου στο σχολικό μικρόκοσμο, η σκηνοθεσία είναι κι αυτή μία εξαιρετική άσκηση. Στο πώς ξυπνά κανείς ένα κοινωνικό και πολιτικό δράμα που θα είχαμε δει εκατοντάδες φορές, δίνοντάς του το ρυθμό, την τονικότητα και τη θερμοκρασία αγωνιώδους θρίλερ. Και το κάνει υπόγεια, ύπουλα, σαν νερό που σιγοβράζει.

Με το υποβλητικό μουσικό σκορ του Μάρβιν Μίλερ να κρατά το τέμπο στο χτυποκάρδι της Κάρλα, η κάμερα τρέχει σε διαδρόμους ή εγκλωβίζεται μπροστά σε αυστηρά βλέμματα. Τόσο εύστοχα, τόσο ισορροπημένα που ποτέ δεν καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις βγει από αυτό το σχολείο. Τίποτα δεν είναι στομφώδες, τίποτα δεν είναι θεατρικό. Παράλληλα, η διευθύντρια φωτογραφίας Τζούντιθ Κάουφμαν («Corsage») αφαιρεί σταδιακά το χρώμα από τα μάγουλα της ρομαντικής καθηγήτριας, τους τοίχους του σχολείου, τη ζεστασιά των αντικειμένων. Οσο ο Κατάκ ανεβάζει την ένταση, τόσο η Κάουφμαν αποστειρώνει από συναίσθημα τους χώρους, τους φωτίζει παγερά, κλινικά. Δεν υπάρχει καμία παρηγορητική γωνιά να κουρνιάσεις, να κρυφτείς. Ειδικά στο Γραφείο των Καθηγητών.

Κι αν η χρήση των κινηματογραφικών εργαλείων είναι θαυμαστή, το οικοδόμημα του Κατάκ θα είχε καταρρεύσει χωρίς την πρωταγωνίστριά του. Η Λεόνι Μπένες (την πρωτοείδαμε στην «Λευκή Κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε, και στην μικρή οθόνη στο «Babylon Berlin») παραδίδει μαθήματα ερμηνευτικής ισορροπίας. Η σωματικότητά της αυστηρή, σχεδόν ακίνητη όσο προσπαθεί να είναι και η ηθική της ηρωίδας της, όσο κλειδωμένη σε μία αυτοπειθαρχία είναι και μια δασκάλα. Ολη η ταινία όμως παίζεται στα μάτια της - το ιδεαλιστικό πείσμα, η αφέλεια, η σύγκρουση, ο φόβος (πόσο απέριττη η σκηνή που απλώς αναφέρεται ότι είναι και η ίδια παιδί μεταναστών), η απόγνωση, η οργή, η παραίτηση.

Η ταινία θα μπορούσε να λέγεται «σχολείο», «τάξη», «προαύλιο». Δεν λέγεται τυχαία «Στο Γραφείο των Καθηγητών». Γιατί το μεγαλύτερο σχόλιο του Κατάκ είναι στην οπτική μας που έχει αφήσει απέξω τα παιδιά - τα μεγαλύτερα θύματα των σκέψεων, των πράξεων και των εγωισμών μας. Από τους δασκάλους τους περιμένουν τα παιδιά να διδαχθούν κάτι περισσότερο από την σχολική ύλη, κι οι ενήλικες τους απογοητεύουν με την παιδική τους συμπεριφορά. Οσο πίνουν καφέ στο Γραφείο των Καθηγητών, βαριεστημένοι, παραιτημένοι, κομφορμιστές σ' ένα άδικο σύστημα, παιδιά που θα μπορούσαν να εξελιχθούν και να λάμψουν, δεν έχουν καμία ελπίδα.