Το «Mauthausen» των Παναγιώτη Κουντουρά και Αρίσταρχου Παπαδανιήλ, είναι ένα ποιητικό ντοκιμαντέρ που επιχειρεί να αναβιώνει το αδημοσίευτο κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Οδοιπορικό Μαουτχάουζεν – Μάιος 1988» και την Καντάτα Μαουτχάουζεν του Μίκη Θεοδωράκη, προσεγγίζοντας την ιστορική μνήμη με έναν τρόπο που μοιάζει περισσότερο με τελετουργία παρά με κλασική καταγραφή. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά γίνεται σαφές πως στόχος των δημιουργών δεν είναι να ξαναδιηγηθούν όσα γνωρίζουμε για το στρατόπεδο, αλλά να ψάξουν στον απόηχο της ιστορίας, σε εκείνα τα κενά που γεμίζουν μόνο με εικόνες, σιωπές και μουσική. Η ταινία επιδιώκει να μεταφέρει τον θεατή σε μια εμπειρία σχεδόν εσωτερική, εκεί όπου το τοπίο και η μνήμη συνομιλούν χωρίς φωνές, αφήνοντας στη μουσική και στο βλέμμα της κάμερας τον ρόλο της καθοδήγησης.
Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η μουσική είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας. Η καντάτα του Θεοδωράκη, μαζί με τις σύγχρονες ερμηνείες της και μερικές ιδιαίτερες χορογραφίες, δίνει έναν ρυθμό που δεν είναι απλώς συνοδευτικός, αλλά λειτουργεί σαν ο συναισθηματικός άξονας του έργου. Η μουσική έρχεται συχνά να αναλάβει τον ρόλο αφηγητή, να χρωματίσει εκείνες τις εικόνες που από μόνες τους θα έμεναν ίσως πιο άψυχες, να τις μαλακώσει ή να τις κάνει να ηχήσουν με το βάρος που χρειάζονται. Ειδικά όταν η κάμερα περιηγείται στους χώρους του πρώην στρατοπέδου, η μουσική μοιάζει να ξυπνάει κάτι από το παρελθόν που δεν μπορεί να αποτυπωθεί με λόγια.
Ταυτόχρονα όμως η ταινία στηρίζεται πολύ συχνά στις ίδιες εικόνες, με σκληρές φωτογραφίες από εκείνα τα μαύρα χρόνια του στρατοπέδου, σαν να θέλει να προκαλέσει μια επίμονη, σχεδόν ψυχαναγκαστική, συναισθηματική αντίδραση. Η επανάληψη αυτή, αν και κατανοητή ως καλλιτεχνική επιλογή, δημιουργεί όμως έναν αχρείαστο στόμφο που δεν λειτουργεί πάντα με τη δύναμη που θα περίμενε κανείς. Αντί να υπάρχει μια διαρκή ένταση, σε ορισμένα σημεία η ταινία χάνεται μέσα στην επιμονή των δημιουργών να δημιουργήσουν συναίσθημα, ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει, αφήνοντας μια μουδιασμένη αίσθηση, μετατρέποντας την σε κάτι το προβλέψιμο και αχρείαστα αποπνυκτικό που αποδυναμώνει το αποτέλεσμα.
Η σχέση εικόνας και ήχου παρόλα αυτά παραμένει ο βασικός λόγος που η ταινία έχει κάποιες στιγμές πραγματικής δύναμης. Υπάρχουν σημεία όπου το ντοκιμαντέρ των Κουντουρά και Παπαδανιήλ καταφέρνει να συνδέσει τον χώρο με την αφήγηση της μουσικής με έναν τρόπο σχεδόν οργανικό, δημιουργώντας μια εμπειρία που δεν στηρίζεται στην πληροφορία, αλλά στην αίσθηση. Πρόκειται για στιγμές όπου δείχνει τι θα μπορούσε να πετύχει αν είχε μεγαλύτερο αρχειακό υλικό, ίσως, και αν το μοντάζ επέτρεπε το υλικό να αναπνεύσει πιο δημιουργικά. Το πρόβλημα δεν είναι η διάθεση των δημιουργών, αλλά η ισορροπία μεταξύ ποιητικής πρόθεσης και κινηματογραφικής εξέλιξης, η οποία δεν επιτυγχάνεται πάντα.
Το «Mauthausen» δεν στερείται ατμόσφαιρας ούτε συγκίνησης, αλλά θα είχε ανάγκη από μια πιο τολμηρή οπτική ματιά για να απελευθερωθεί πραγματικά από τους περιορισμούς του. Ακόμη κι αν δεν φτάνει στο ύψος των προθέσεών της, αποτελεί μια δουλειά που χρειάζεται να τη δει κανείς με προσοχή, γιατί θυμίζει πως η μνήμη δεν τελειώνει ποτέ και πως ο κινηματογράφος, ακόμη και στις αδυναμίες του, μπορεί να διατηρεί μέσα του μια απαραίτητη υπενθύμιση.

