Ενημέρωση

15+ ταινίες για 15 μέρες στο σπίτι

στα 10

Μένουμε σπίτι, δείχνουμε πειθαρχία κι αλληλεγγύη, φροντίζουμε ο ένας τον άλλον, αλλά... δε χρειάζεται να βαριόμαστε! Ευκαιρία να δούμε υπέροχες ταινίες που είτε δεν κυκλοφόρησαν ποτέ, ή δεν έμειναν για πολύ στις ελληνικές αίθουσες.

Flix Team
15+ ταινίες για 15 μέρες στο σπίτι

Είναι αλήθεια: ζούμε κάτι που, ακόμα και σε εμάς τους σινφείλ, μοιάζει ακόμα πιο σουρεαλιστικό κι από το πιο ευφάνταστο, δυστοπικό sci-fi. Ομως πρέπει να κρατήσουμε ψυχραιμία, πειθαρχία, ισορροπίες και ψηλά το ηθικό - θα είναι μαραθώνιος. Κι ίσως το #μένουμεσπίτι να έχει και κάτι θετικό: ξεκούραση, ύπνο, χρόνο με τους αγαπημένους μας ανθρώπους και... καλές ταινίες.

Θυμάστε πόσες λίστες έχετε κάνει από τόσες και τόσες λίστες που σας έχουμε προτείνει, από όλα τα φεστιβάλ που έχουμε ταξιδέψει, όλα αυτά τα χρόνια; Ισως ήρθε η ώρα να δούμε τα μικρά αριστουργήματα που δεν έχουμε δει. Ταινίες που είδαμε κι αγαπήσαμε, αλλά το μαζικό ελληνικό κοινό τις έχασε - κάποιες γιατί δεν βγήκαν ποτέ στις ελληνικές αίθουσες, κάποιες γιατί βγήκαν και εξαφανίστηκαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Κάποιες, επειδή απλά τις αγαπάμε πολύ και θα τις ξαναδούμε κι εμείς...

Δείτε ακόμη: The long wait. Οι 5 κλασικές, τεράστιες τηλεοπτικές σειρές που αντιστέκονται στη βαρεμάρα

Colombus 607

«Columbus» του Κογκονάντα

Ενα κορίτσι μάς ξεναγεί στο Κολόμπους της Ιντιάνα και η ιστορία της διαπερνά τη ρημοτομία της πόλης της. Αρχιτεκτονική και ανθρωπιά, γέφυρες που ενώνουν, κτίρια που επικοινωνούν, παράθυρα που κάνουν όνειρα. To σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κογκονάντα υποκλίνεται με σεβασμό στο πανανθρώπινο σινεμά της παράδοσης του Γιασουτζίρο Οζου, με μια τρυφερή, οικουμενική ιστορία - βάλσαμο για τις δυσκολίες της ζωής.

Ενας διάσημος Κορεάτης καθηγητής αρχιτεκτονικής πρόκειται να δώσει μία διάλεξη στη βιβλιοθήκη του Κολόμπους της Ιντιάνα. Μία μέρα πριν καταρρέει και μεταφέρεται στην εντατική. Ο 30χρονος αποξενωμένος γιος του Τζιν έρχεται από τη Σεούλ για να τον φροντίσει. Διστακτικά. Ο πατέρας του δεν είχε παρατήσει ούτε μία μέρα από την καριέρα και τη ζωή του για εκείνον. Οταν συναντά την Κέισι, μία απόφοιτη Λυκείου που δουλεύει στην τοπική βιβλιοθήκη, αναγνωρίζει άλλη μία κόρη που κηδεμονεί εκείνη το γονιό της: παρόλη την αγάπη της για την αρχιτεκτονική, η 19χρονη κοπέλα δεν εγκαταλείπει το Κολόμπους για να κυνηγήσει τις σπουδές της. Μένει πίσω για να προσέχει την πρώην εθισμένη στην μεθαμφεταμίνη μητέρα της. Οι δυο τους γίνονται φίλοι. Εκείνος τη βοηθά να πάρει την απόφαση και να ανοίξει τα φτερά της. Εκείνη τον ξεναγεί κάθε μέρα και σε ένα αγαπημένο κτίριο του Κολόμπους με μια βαθιά και αθώα αγάπη για τις ρίζες της, βοηθώντας τον να αποδεχθεί και να συμφιλιωθεί με τα θεμέλια και της δικής του ζωής.

Το Κολόμπους της Ιντιάνα είναι μία μικρή πόλη στην κεντροανατολική Αμερική. Κι όμως, οι γειτονιές του κρύβουν αριστουργήματα του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού από τη δεκαετία του 1920 (εμβληματικά κτίρια του φινλανδού Εερο Σααρίνεν και του ρασιοναλιστή Ρίτσαρντ Μάιερ). Αρκεί να ξέρεις πώς να κοιτάς τα πράγματα. Κάποιος μπορεί να βλέπει έναν όγκο τσιμέντου που χαράζει σύνορα, κι άλλος μία γέφυρα που ενώνει τις διαφορετικότητες. Κάποιος θεωρεί αφελή την κατασκευή μίας τράπεζας από τζάμι, χωρίς φράχτες, στο ύψος του πεζοδρομίου, κι άλλος να καταλαβαίνει ότι αυτό στέκεται ως σύμβολο διαύγειας κι εκδημοκράτισης του πλούτου. Αλλος βλέπει το τόξο της σκεπής μία βιβλιοθήκης να αφήνει ένα κενό στο κέντρο του, και άλλος δύο ημικύκλια που ενώνονται από κάτι που δεν φαίνεται. Τη γνώση. Οπως το χάσμα γενεών, που βασανίζει τα ενήλικα παιδιά που κάθονται στα σκαλιά και μοιράζονται μαζί μας τις ιστορίες τους, ενώνεται κι αυτό με κάτι αόρατο, ριζώνει σε κάτι αδιαμφισβήτητο και συμπαγές. Την αγάπη.

Ο νεαρός κορεάτης σκηνοθέτης Κογκονάντα, γνωστός από τα video essays του πάνω στον Γιασουτζίρο Οζου (μάλιστα το όνομά του είναι στην ουσία το οναματεπώνυμο του συνσεναριογράφου του Οζου, Κόγκο Νόντα), τον Μπρεσόν και τον Αντερσον, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο ακολουθώντας την αρχιτεκτονική, αλλά και τη φιλοσοφία του κινηματογράφου του Ιάπωνα μάστερ. Κάθε σεκάνς ορίζεται πρωτίστως από το περιβάλλον της - η γεωμετρία των δωματίων, ο όγκος των κτιρίων, η γραμμή ενός φράχτη, το ύψος ενός πύργου, οι κήποι και τα πάρκα, το φως που λούζει το εσωτερικό των χώρων, ο νυχτερινός ορίζοντας της πόλης από ψηλά είναι κάτι παραπάνω από το κάδρο των πλάνων. Αφηγούνται τη δική τους ιστορία, θεμελιώνοντας κι αυτές των ηρώων.


Ο Κογκονάντα παρατηρεί πώς το περιβάλλον μας μάς καθορίζει, μάς δίνει απαραίτητες ρίζες, ταυτότητα, θεμέλια. Ταυτόχρονα (όπως και τον Οζου) τον ενδιαφέρει πώς οι ανθρώπινες κατασκευές παραβιάζουν το χώρο μας, κλέβουν από τον ορίζοντά μας, μάς μπλοκάρουν. Ο Τζιν χωρίς την υποστήριξη της πατρικής φιγούρας έμεινε μετέωρος να μετακινείται συνεχώς ανάμεσα σε Κορέα κι Αμερική, παντού να νιώθει ξένος. Η Κέισι αγαπά τον τόπο και τη μητέρα της με μία βαθιά αθωότητα και πίστη, που την έχουν όμως τσιμεντώσει σε μία άδικη κι άτολμη ακινησία.

Μέσα σε αυτό το κινηματογραφικό οικοδόμημα όμως στεγάζεται και η μεγάλη καρδιά του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά που αγαπήσαμε μέσα στα χρόνια και σπάνια το βλέπουμε πια. Οσο οι δύο ήρωες χαζεύουν τα κτίρια, τόσο αναδύεται η σοφή απλότητα, η ανθρώπινη ατέλεια και τα τρυφερά «τίποτα» σε ένα σενάριο που θυμίζει Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, Σοφία Κόπολα, Tζέισον Ρέιτμαν.

Κι εκεί είναι που ο Κογκονάντα κάνει την ευχάριστη έκπληξη: δεν είναι μόνο στυλίστας. Δεν προσφέρει μόνο υπέροχη εικονογραφία, στιβαρό, λιττό ρυθμό, δομημένη αφήγηση. Η ταινία κατοικείται, δεν είναι μόνο για φωτογράφηση. Οι δύο πρωταγωνιστές του δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες - στο σωστό τόνο και την ακριβή θερμοκρασία συγκίνησης κι όχι μελοδραματισμού. Το αποτέλεσμα είναι μία απόδειξη συμμετρίας ουσίας και φόρμας, μία κινηματογραφική γέφυρα που ενώνει το κλασικό με το σύγχρονο σινεμά, μία μικρή ταινία που αν ξέρεις που να κοιτάξεις κρύβει θησαυρούς. Οπως και το Κολόμπους της Ιντιάνα.

Μπορεί να σας ενδιαφέρει κι αυτό: Δέκα ταινίες ασιατικού τρόμου που αξίζει να έχετε δει


«The Nightingale» 607

«The Nightingale» της Τζένιφερ Κεντ

Το 2018, τη χρονιά της «Ευνοούμενης» και του «Ρόμα», αυτή ήταν η καλύτερη ταινία του φεστιβάλ Βενετίας. Ω, ναι.

Το «Nightingale»,το αηδόνι της ταινίας, είναι η Ιρλανδή Κλερ, παγιδευμένη στο κλουβί που είναι η Τασμανία του 1825. Το νησί κατοικείται από τρία ανθρώπινα είδη: τους Αβορίγινες, τους Βρετανούς κατάδικους που η αυτοκρατορία έχει μεταφέρει και βολικά ξεχάσει εκεί και τους Αγγλους αξιωματικούς που τους φρουρούν. Η Κλερ ζει με τον άντρα της και το μωρό της, έχει εκτίσει την ποινή της, αλλά ο αξιωματικός Χόκινς αρνείται να της δώσει την ελευθερία της, χρησιμοποιώντας την για τις ορέξεις και τα τερτίπια του. Οταν ο Χόκινς και τα δυο πρωτοπαλίκαρά του μπαίνουν στο σπίτι της Κλερ και σκορπάνε το θάνατο, σε μια σκηνή δυσβάσταχτης βίας, εκείνη ορκίζεται εκδίκηση. Κι έτσι ξεκινά η περιπλάνησή της στα αφιλόξενα δάση της Τασμανίας, με οδηγό και απρόθυμο φύλακα τον Μπίλι, έναν Αβορίγινα που έχει εισπράξει κι αυτός το δικό του μερίδιο θανάτου από το χέρι του Βρετανού κατακτητή.

Τρία χρόνια μετά το «Babadook», η νέα ταινία της Αυστραλέζας Τζένιφερ Κεντ έρχεται ως έκπληξη, με πολλούς τρόπους. Δεν είναι, όπως εκείνη, μια ξεκάθαρη ταινία είδους, αλλά είναι στ' αλήθεια μια ταινία που συνθέτει πολλά είδη. Δεν είναι μια ταινία που καταλήγει στο ύφος με το οποίο ξεκινά και για μεγάλο μέρος της διαδρομής δεν είσαι σίγουρος πού σε οδηγεί. Δεν είναι μια κοινωνική, ακτιβιστική, υπερβατική, μεταφυσική ταινία, δεν είναι ούτε κωμωδία, ούτε δράμα: είναι όλα μαζί.


Το ζευγάρι της Κλερ και του Μπίλι, της meta-αμαζόνας Ασλινγκ Φραντσιόζι με τον εκπληκτικό συνδυασμό ευαισθησίας και θανατηφόρας προσήλωσης και του πρωτοεμφανιζόμενου Μπεϊκάλι Γκανάμπαρ, είναι η κινητήρια δύναμη της ταινίας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οπλισμένοι με το λαβωμένο αίσθημα δικαίου, πεπεισμένοι ότι δεν έχουν τίποτα (άλλο) να χάσουν, μέλη δυο καταφρονεμένων μειονοτήτων της εποχής και της περιοχής, ξεκινούν την πορεία τους, φυσικά, ως ένα αταίριαστο δίδυμο πεταμένο στον ίδιο λασπωμένο δρόμο από τη μοίρα και βρίσκουν, σταδιακά, ο ένας στον άλλον ένα απρόσμενο στήριγμα ανθρωπιάς και λογικής. Οι δικοί τους χαρακτήρες - και των δεύτερων ρόλων που, απίστευτο, ποτέ δεν γίνονται καρικατούρες παρά την ακραία συμπεριφορά τους - είναι και το μεγαλύτερο πρακτικό επίτευγμα της Κεντ, σ' ένα σενάριο που έχει μόνο τη δική της υπογραφή.

Αν η ταινία στη μορφή της είναι ένα road movie, ένα καμουφλαρισμένο buddy movie, άλλο τόσο είναι μια ταινία εκδίκησης, που ξεχύνει γενναιόδωρα το gore, χωρίς φραγμούς. Η βία είναι τόση και τόσο ρυθμική, σε διαδοχικά κύματα, ώστε, μετά το πρώτο σοκ, η επανάληψή της να την αποφορτίσει, να την ισοπεδώσει, όπως συμβαίνει και σ' εκείνον που την υφίσταται επαναλαμβανόμενα. Το ξέσπασμά της δεν αγγίζει, πια, τον θεατή, παρά μόνο το συναίσθημα που την ακολουθεί. Πίσω από τη φόρμα του, το «The Nightingale» είναι μια ταινία φεμινιστική και αντιρατσιστική, απροκάλυπτα και τρανταχτά. Οχι αλληγορικά, όχι συμβολικά: είναι η ταινία που επιτίθεται στην από αιώνες άσκηση υπεροχής του λευκού άντρα. Είναι, μάλλον, το φιλμ που οι Αβορίγινες της Αυστραλίας περιμένουν χρόνια για να το κρατήσουν ως σημαία, είναι σίγουρα το, χωρίς ίχνος απολογίας, φιλμ για τη σαρωτική δύναμη τής γυναίκας που βγαίνει από τα στερεότυπα. Και καταφέρνει να κάνει τις «δηλώσεις» του με τρόπο τόσο γοητευτικά κινηματογραφικό, ποιητικό σχεδόν, ώστε να υπερβεί κι αυτό ακόμα τον περιορισμό του ιδεολογικού σινεμά: είναι παθιασμένη, fun και επιθετική. Είναι γεμάτη γλύκα και χιούμορ, σαν να μην παίρνει τον εαυτό της υπερβολικά στα σοβαρά, σαν να γελά πικρά που κάποιος πρέπει, ακόμα, ν' ασχολείται με το να θυμίζει το αυτονόητο.


American Epic 607

«The American Epic Sessions» των Μπέρναρντ ΜακΜάχον και Αλισον ΜακΚόρτι

To είδαμε στο Austin, Texas το 2016 και δεν το έχουμε ξεχάσει ακόμα: Οι Τζακ Γουάιτ και Τ-Μπόουν Μπερνέτ καλούν μία σειρά από σύγχρονους μουσικούς να ηχογραφήσουν από ένα κομμάτι με τεχνολογία-αντίκα της δεκαετίας του 1920. Και το αποτέλεσμα είναι ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ (έχει εξελιχθεί σε σειρά επεισοδίων του BBC/PBS με τον τίτλο «American Epic») που αποδεικνύει την ωμή δύναμη της πραγματικής μουσικής.

Οι δίσκοι γραμμοφώνου μέχρι τη δεκαετία του 1920 απεικόνιζαν την ανώτερη κοινωνική τάξη: μόνο οι πλούσιοι είχαν μουσική σπίτι τους, τα λευκά ακούσματα μόνο κοβόντουσαν σε δίσκους. Οταν εφευρέθηκε το ραδιόφωνο η μουσική αγορά τρόμαξε: κανείς δε θα αγοράζει πια δίσκους εφόσον μπορεί να ακούει μουσική δωρεάν. Σκέφτηκαν λοιπόν να ανοιχτούν προς τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις - τα φτωχικά στρώματα της απέραντης Αμερικής. Να φύγουν από τις μεγαλουπόλεις και να κατέβουν στο Νότο. Ομως δεν μπορούσαν να πουλήσουν τις «λευκές μουσικές» σε αυτό το target group. Επρεπε να συλλάβουν τον μαύρο ήχο του αμερικανικού περιθωρίου. Επρεπε να ταξιδέψουν στο Μισισιπή, την Αλαμπάμα, το Τέξας και να ακούσουν bluegrass, soul, blues, gospel, country, cajun. Η ATnT κατασκεύασε ένα φορητό ηχογραφέα, το «Scully» (πήρε το όνομά του από τους εφευρέτες του Τζον και Λάρι Σκάλι, που δούλευαν για την Columbia Records) και ανακοινώσεις πλημμύρισαν τους δρόμους των φτωχικών συνοικιών του Νότου: ελάτε να ηχογραφήσουμε το τραγούδι σας. Εμφανίστηκαν μπάντες και μουσικοί που δεν είχαν ακούσει ποτέ γραμμόφωνο, αλλά έκοβαν τον πρώτο τους δίσκο. Η διαδικασία ήταν μία κι έξω: το μηχάνημα ηχογράφησης χάραζε επί τόπου στο κερί το μάστερ και μοναδικό κομμάτι του τραγουδιού σου (που έπρεπε να είναι κάτω από 3 λεπτά).

Το «The American Epic Sessions» είναι μία ιδέα των Τζακ Γουάιτ και Τ-Μπόουν Μπερνέτ: κι αν έφερναν μία σειρά από σύγχρονους μουσικούς και τους έβαζαν να ηχογραφήσουν ένα κομμάτι με τον «Scully», σε συνθήκες δεκαετίες του 1920; Πώς θα ανταπεξέλθουν στην πρόκληση της ωμής, ακατέργαστης ηχογράφησης οι Alabama Shakes, Elton John, Nas, Taj Mahal, Bettye LaVette, Rhiannon Giddens, Willie Nelson και Merle Haggard (τελευταία του εμφάνιση πριν πεθάνει), Edie Brickell και Steve Martin (με το μπάντζο του); Αυτό που αρχικά μοιάζει να είναι ένα ντοκιμαντέρ που θα αφορά ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό που εκτιμά τις folk ρίζες της αμερικάνα, από το πρώτο δεκάλεπτο ξεπερνά τα όρια της οθόνης και σε χτυπά στο κάθισμά σου σαν ηλεκτρικό ρεύμα: η αλήθεια των στιγμών του είναι μοναδική και βαθιά συγκινητική. Σαν να γεννιέται καθαρόαιμη τέχνη σε real time μπροστά στα μάτια σου.


Σε αυτό ευθύνονται πρώτα από όλα οι παραγωγοί (ο Μπερνέτ είναι ο καλύτερος και πολυπράγμων μουσικός παραγωγός της folk. αλλά κι ο σεβασμός του Γουάιτ στις ρίζες της μουσικής διαφαίνεται από κάθε μικρή λεπτομέρεια της ηχογράφησης) αλλά και οι Βρετανοί συνσκηνοθέτες Μπέρναρντ ΜακΜάχον και Αλισον ΜακΚόρτι (η ταινία είναι στην ουσία ένα δείγμα μίας τηλεοπτικής σειράς που ετοιμάζεται για το BBC με ολόκληρη τη σειρά ηχογραφήσεων), οι οποίοι συλλαμβάνουν τις στιγμές σαν να βρίσκονται σε εκκλησία. Και βρισκόμαστε σε εκκλησία. Οταν ένας μουσικός δουλεύει μία ζωή για να μπει τελικά στο στούντιο και να ηχογραφήσει το κομμάτι του, τα τρία εκείνα λεπτά ο χώρος πλημμυρίζει από συγκίνηση, δέος, σεβασμό και κατάνυξη. Και είναι συγκλονιστικό να βλέπεις τους «κακομαθημένους» τεχνολογικά σταρ της εποχής, αλλά και εμβληματικά ονόματα της αμερικανικής μουσικής παράδοσης να επιστρέφουν σε αυτές τις ρίζες. Να συνεργάζονται σαν ομάδα με τους μουσικούς τους, να συγχρονίζουν τις ανάσες τους, να κοιτιούνται στα μάτια σε κάθε νότα και στο τέλος να καταρρέουν από τη συγκίνηση και να χαίρονται σαν μικρά παιδιά.

Οι περισσότεροι μουσικοί επιλέγουν να ερμηνεύσουν τραγούδια των 20ς (που μπορεί να άκουγαν στις κουζίνες των σπιτιών τους από τη γιαγιά και τον παππού τους), κάποιοι άλλοι (όπως ο Elton John) συνθέτουν επί τόπου κομμάτια εμπνευσμένα από την εποχή. Κι αν μπορούμε να περιμένουμε ότι η Ριάνον Γκίντενς των Carolina Chocolate Drops θα κλέψει την παράσταση ψιθυρίζοντας σαγηνευτικά στο 20ς μικρόφωνο-αντίκα σαν μία άλλη Mπέσι Σμιθ ή Μπίλι Χάλιντεϊ, κανείς δεν μας έχει προετοιμάσει για το μεγάλο σοκ: η συγκινητικότερη και πιο ουσιώδης ερμηνεία έρχεται από τον Nas, ο οποίος ερμηνεύει ένα blues κομμάτι ραπάροντας (αλλά κι ένα δικό του μετέπειτα) συνδέοντας το χθες με το σήμερα με ανατριχιαστικό τρόπο: όλα όσα τραγουδούσαν οι μαύροι στα 20 ισχύουν ακόμα (δείτε το απόσπασμα πιο πάνω).

Πιστέψτε μας, θα νιώσετε επαναβαπτισμένοι στο ωμό ταλέντο της μουσικής γύρω μας.


Don't Think Twice 607

«Don't Think Twice» του Μάικ Μπιρμπίλια

Η πικρή και ανθρώπινη και γλυκιά και καυστική και τρυφερή δραμεντί του Mάικ Μπιρμπίλια ξεπερνά τα όριά της: δεν είναι απλώς ένα ερωτικό γράμμα στην stand-up κωμωδία αυτοσχεδιασμού αλλά και μία ζεστή αγκαλιά στους 40άρηδες που συνειδητοποιούν ότι τα όνειρά τους δε θα πραγματοποιηθούν. Ποτέ.

Γνωρίστε τους «The Commune»: μία θεατρική ομάδα κωμωδίας αυτοσχεδιασμού. Μία παρέα φίλων που γνωρίστηκαν στα νιάτα τους και εδώ και δύο δεκαετίες συνεχίζουν να κυνηγούν το όνειρό τους. Να γίνουν μεγάλοι κωμικοί. Να αναγνωριστούν. Να τους επιλέξει ο θίασος του Weekend Live (φυσικά η ταινία εννοεί το «Saturday Night Live», αλλά μάλλον δεν είχαν το δικαίωμα να το αναφέρουν ξεκάθαρα) Ομως ακόμα, όλοι πλησιάζουν ή μόλις πέρασαν τα 40 τους χρόνια, αυτό δεν έχει συμβεί. Κάθε εβδομάδα απλώς ανεβαίνουν στην ερασιτεχνική σκηνή ενός παρακμιακού νεοϋορκέζικου θέατρου και στήνουν improv shows με το κοινό. Κι αυτό στα διαλείμματα των «κανονικών» τους δουλειών: κούριερ, σερβιτόρα, άνεργη copywriter, υπάλληλος σουπερ μάρκετ, κομίστας με writer's block. Η παρέα μοιράζεται ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στην Νέα Υόρκη και ζει με μία αέναη φοιτητική ελαφρότητα. Δύο από αυτούς είναι αξιοζήλευτο ζευγάρι, άλλος κουβαλά το βάρος ότι ο πατέρας του τον θεωρεί αποτυχία, κάποιοι αναγκάζονται να δανείζονται από τους γονείς τους. Οταν όντως το Weekend Live έρθει στο σόου τους και επιλέξει έναν από αυτούς στο καστ του, οι ισορροπίες της ομάδας δοκιμάζονται κι όλοι περνούν την (καθυστερημένη) κρίση ηλικίας. Η πιάτσα, η ζωή, ο «ενήλικος» κόσμος τους έχουν κρίνει και τους έχουν βρει αποτυχημένους. Οι ίδιοι τι κάνουν για αυτό;


Ο Mάικ Μπιρμπίλια (ηθοποιός και διάσημος στην Αμερική stand up comedian, στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα) σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε αυτή τη γλυκοπικρη δραμεντί που αρχικά ξεκινά ως κάτι πολύ ειδικό και ιδιαίτερο. Ενα καστ περισσότερο και λιγότερο γνωστών στην Ευρώπη κωμικών (από την Τζίλιαν Τζέικομπς του «Community», μέχρι τον Κίγκαν-Μάικλ Κέι του «Parks & Recreations» και του «Tomorrowland») μάς ξεναγούν στην καθημερινότητα των κωμικών των comedy clubs της Νέας Υόρκης, μάς πλημμυρίζουν με (αυτο)αναφορές, μιμήσεις και gags κι όλο το εγχείρημα μοιάζει αγαπησιάρικα αφιερωμένο στην τέχνης του αυτοσχεδιασμού. Κι εκεί που νομίζεις ότι η ταινία δεν σε αφορά, βγαίνουν μπροστά οι άνθρωποι. Οι κάποτε γεμάτοι όνειρα να μην καταλήξουν σαν τους γονείς τους αλλά να γίνουν καλλιτέχνες 40άρηδες που συνεχίζουν με ντροπή να χαρτζιλικώνονται από τους γονείς τους. Οι εργάτες της κωμωδίας που δεν νοιάζονται για την ποιότητα της καθημερινότητάς του προκειμένου να υποστηρίξουν την επιλογή τους, αλλά ξυπνούν και κοιμούνται σε κουκέτες σαν να είναι ακόμα έφηβοι. Οι φίλοι που χαίρονται για την ομάδα, αλλά πιάνουν τον εαυτό τους να κλονίζονται στην ξαφνική επιτυχία του ενός. Οι εραστές που δεν θέλουν πια τα ίδια πράγματα και πρέπει να πάρουν την ώριμη απόφαση να αφήσουν το άλλο τους μισό να προχωρήσει μπροστά.

Κι εκεί η μικρή αυτή ταινία εκτοξεύεται σε άλλα ύψη, ενώ ταυτόχρονα ριζώνει κατευθείαν στην καρδιά. Με τη γλυκιά της μελαγχολία και τις ανθρώπινες αλήθειες της εξελίσσεται σε ένα κινηματογραφικό καθρέφτη της γενιάς μας - την ιστορία μίας παρέας που διαπιστώνει την μεγάλη ανατριχίλα: πρέπει να ενηλικιωθεί, έστω στα 40. Καλογραμμένο σενάριο, ωραίοι χαρακτήρες, δουλεμένη αφηγηματική ανάπτυξη. Υπέροχοι ηθοποιοί (ειδικά η Τζίλιαν Τζέικομπς θα σας σπαράξει) που κοινωνούν τις αγωνίες όλων μας: είναι μάταια τα όνειρα; Θα βρούμε το δρόμο μας; Μπορούμε να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και πάψουμε να αυτομαστιγωνόμαστε; Μπορούμε να σταματήσουμε να παλεύουμε με ανεμόμυλους και να κοιτάξουμε καθαρά γύρω και μέσα μας; Γιατί αν σταματήσουμε να αντιστεκόμαστε στην αλήθεια μας, ίσως μεγαλώσουμε. Και μάθουμε να ονειρευόμαστε από την αρχή.


loving 607 2

«Loving» του Τζέφ Νίκολς

Βασισμένο σε συγκλονιστική αληθινή ιστορία, τo «Loving» του Τζεφ Νίκολς μιλάει για την αγάπη που αλλάζει τον κόσμο. Η Ρουθ Βέγκα ήταν υποψήφια για Οσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου.

Στις 2 Ιουνίου του 1958, ένας λευκός εργάτης, ο Ρίτσαρντ Λόβινγκ, και η έγκυος, μισή νέγρα μισή Τσερόκι, αγαπημένη του, Μίλντρεντ Τζέτερ, ταξίδεψαν από την επαρχία της Βιρτζίνια, όπου και οι δύο μεγάλωσαν και ζούσαν με τις οικογένειές τους, για την Ουάσινγκτον. Στο μόνο μέρος όπου ο νόμος τους επέτρεπε να παντρευτούν. Επιστρέφοντας όμως στη γενέτειρά τους, οι αρχές τους συνέλαβαν και τους προφυλάκισαν. Επρεπε ή να χωρίσουν, ή να εγκαταλείψουν την Πολιτεία της Βιρτζίνια (που χαρακτήριζε τους διαφυλετικούς γάμους κάτι παραπάνω από ποινικό αδίκημα - αμάρτημα στα μάτια του Θεού) για 25 χρόνια. Ή, φυσικά, να μεγαλώσουν το παιδί τους στη φυλακή. Οι Λόβινγκ εξορίστηκαν στην Ουάσινγκτον, έχτισαν εκεί τη ζωή και την οικογένειά τους, όμως όταν στα μέσα της δεκαετίας του 60, οι αφροαμερικανοί με ηγέτη τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (και υποστηρικτή τον Μπόμπι Κένεντι) κατέβηκαν στους δρόμους γράφοντας την αιματοβαμμένη Civil Rights Ιστορία τους, το ζευγάρι βρέθηκε στην πρώτη γραμμή μίας πολύκροτης δίκης. Εχοντας στο πλευρό τους δύο άγουρους, αλλά τολμηρούς νεαρούς δικηγόρους οι Ρίτσαρντ και Μίλντρεντ Λόβινγκ έγιναν λάβαρο για το αναφαίρετο δικαίωμα των ανθρώπων διαφορετικών φυλών στο γάμο.

Η ιστορία των Λόβινγκ είχε καταγραφεί τo 2011 στο ντοκιμαντέρ της Νάνσι Μπιούρσκι «The Loving Story», σε παραγωγή ΗΒΟ, κερδίζοντας επάξια βραβεία, ανάμεσα τους και το βραβείο Emmy. Ο Τζεφ Νίκολς δεν έχει στα αλήθεια να προσθέσει κάτι παραπάνω στην πολιτική σημασία της εν λόγω υπόθεσης του «Loving vs Virginia». Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν τον ενδιαφέρει να το κάνει.


Ο Νίκολς («Take Shelter», «Mud», «Midnight Special») στήνει ένα δράμα εποχής, κλασικό, βατό, απλό. Δεν του δίνει κάτι από τη σήμα κατατεθέν θριλερική διάσταση ή τις ανατροπές που έκαναν τις ταινίες του διάσημες. Δεν υπάρχει υπερρεαλισμός ή μαγικός ρεαλισμός ή κάποιος έστω καλλιγραφικός συμβολισμός στην απόδοση της υπόθεσης Λόβινγκ. Δεν βασίζει την ενέργεια ή το ρυθμό της ταινίας σε σασπένς κινηματογράφηση. Αντιθέτως, όλα είναι ήσυχα, μελαγχολικά, ψιθυριστά, σχεδόν απαρατήρητα. Κι όμως, όχι. Αν κανείς αφουγκραστεί λίγο πιο προσεχτικά τις λεπτομέρειες της ταινίας, ο τελευταίος των πραγματικά ρομαντικών σκηνοθέτης (ρομαντισμός δεν είναι ηλιοβασιλέματα και ροζ καρδιές, αλλά το πείσμα να βλέπεις τη ζωή μέσα από τις αξίες και τα όνειρά σου) έχει πει όλα όσα θέλει να πει.

Ενα από τα πιο συγκινητικά χαρακτηριστικά του Ρίτσαρντ Λόβινγκ (και του πραγματικού, αλλά και του ήρωα που πλάθει αριστουργηματικά μέσα από ντροπαλές σιωπές και ημιάγρια ενέργεια ο Τζόελ Ετζερτον) είναι ότι... δεν καταλαβαίνει ποιο είναι το πρόβλημα. Δεν καταλαβαίνει τη νόρμα αυτού του κόσμου, έτσι όπως ήταν «νοικοκυρεμένα τακτοποιημένος σε μαύρο άσπρο» το 1958. Εκείνος αγάπησε μια γυναίκα και την παντρεύτηκε. Αυτό τον ενδιαφέρει. Να μπορεί να τη φροντίζει, να την προστατεύει, να συνεχίσει να την αγαπά. Δεν ήθελε να σπάσει κανένα νόμο. Δεν ήθελε να κερδίσει καμία θριαμβευτική δίκη. Δεν ήθελε να γίνει σύμβολο. Αυτό ενδιαφέρει και τον Νίκολς. Η τρομαχτική απλότητα και η συντριπτική δύναμη της αγάπης. Η ταινία που χτίζει, έτσι λιτά και υπόγεια, δεν είναι politics. Είναι σκέτο, ωμό, μη αναγνωρίσιμο πια... Loving. Αυτό που δε χρειάζεται κανείς να εξηγήσει, υπογραμμίσει, υπερασπίσει.

Στη σκηνή του ηθοποιού-μασκότ του Νίκολς, Μάικλ Σάνον, όλα γίνονται ξεκάθαρα. Αρχικά νομίζει κανείς ότι ο Σάνον κάνει ένα εύκολο πέρασμα, ένα μικρό cameo σ' έναν αδιάφορο ρόλο. Ερμηνεύει το φωτογράφο του Life Magazine που πρωτοεπισκέπτεται το σπίτι των Λόβινγκ για να καταγράψει την ιστορία τους, λίγο πριν τη δίκη του Αρείου Πάγου. Ο Σάνον κάθεται απέναντι στο ζευγάρι όταν, μετά από μία κουραστική μέρα, βλέπουν μαζί στον καναπέ ένα επεισόδιο του «The Andy Griffith Show» - της κλασικής αμερικανικής σειράς που μεγάλωσε γενιές και γενιές στην Αμερική. Χωρίς να δίνουν πια σημασία στον ίδιο ή το φακό του, οι Λόβινγκ γελάνε, τα σώματά τους έχουν τη δική τους επικοινωνία, ο Ρίτσαρντ κουρνιάζει πάνω της κι εκείνη συνεχίζει να χαζεύει την οθόνη και να χαϊδεύει την πλάτη του. Μέσα από το βλέμμα του Σάνον, ένα βλέμμα που ξαφνικά φωτίζεται από κατανόηση, ανθρωπιά, συγκίνηση, καθρεφτίζεται το κομμάτι του κόσμου μας που (ευτυχώς) αλλάζει. Εκείνο που καταλαβαίνει επιτέλους ότι δεν τον απειλεί η διαφορετικότητα και την αποδέχεται. Ενα κομμάτι απαραίτητο και στις μέρες μας που ο ρατσισμός συνεχίζει να ελλοχεύει, αλλάζοντας απλά σχήμα και χρώμα και στόχο.

Οχι, ο Νίκολς δεν κάνει μία πολιτική ταινία, αλλά μία ταινία αγάπης. Κι αυτή είναι η πιο πολιτική επιλογή στον κόσμο.


leave no trace 607

«Leave No Trace» της Ντέμπρα Γκράνικ

_Mετά το υπέροχο «Winter’s Bone», που μας αποκάλυψε μεταξύ άλλων το ταλέντο της Τζένιφερ Λόρενς (κι αν δεν το έχετε δει να το δείτε!), η Ντέμπρα Γκράνικ επιστρέφει με μια ταινία που αποδεικνύει ότι το (καλό) αμερικανικό ανεξάρτητο σινεμά συνεχίζει δυνατά.

Το 2010, μια ανεξάρτητη ταινία εισέβαλε με φόρα στην οσκαρική κούρσα, τοποθετώντας δυναμικά στον κινηματογραφικό χάρτη τα ονόματα της σκηνοθέτιδας και της πρωταγωνίστριάς της. Ενα σκοτεινό ρεαλιστικό δράμα με φόντο τις δυσπρόσιτες ερημιές της αμερικανικής επαρχίας, το «Winter’s Bone» απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, μας σύστησε την άγνωστη ακόμα Τζένιφερ Λόρενς και βρέθηκε υποψήφιο για τέσσερα Οσκαρ. Μπορεί να μην κέρδισε τελικά κανένα, αλλά άφησε αισθητό το στίγμα του στο τοπίο του σύγχρονου ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά.

Το 2018, η σκηνοθέτης του, Ντέμπρα Γκράνικ, επέστρεψε με ένα φιλμ που μοιάζει ικανό να επαναλάβει έναν παρόμοιο θρίαμβο. Το «Leave No Trace» ακολουθεί έναν άνδρα και τη 13χρονη κόρη του, οι οποίοι για χρόνια ζουν μακριά από τον πολιτισμό, στα δάση του Πόρτλαντ, στο Ορεγκον. Οταν ένα μικρό λάθος διαλύει την ειδυλλιακή τους ζωή, οι δυο τους θα βρεθούν υπό την παρακολούθηση κοινωνικών υπηρεσιών. Αφού θα έρθουν σε σύγκρουση με το νέο τους περιβάλλον, θα ξεκινήσουν ένα βασανιστικό ταξίδι επιστροφής.


Η ταινία ξεκινά χωρίς καθόλου σχεδόν διάλογο. Κι όμως σε καθηλώνει. Βασισμένη στο μυθιστόρημα «My Abandonment» του Πίτερ Ροκ το «Leave no Trace» παρακινεί τον θεατή να κοιτάξει με μία άλλη ματιά τις ανθρώπινες σχέσεις και τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, να ψάξει την πραγματική επικοινωνία σε αποξενωμένες σκληρές εποχής, την αγνότητα, την ευαισθησία και την καλοσύνη.

Mε τις δυνατές ερμηνείες του Μπεν Φόστερ και της πρωτοεμφανιζόμενης Τομασίν Χαρκούρτ ΜακΚένζι, αυτό ήταν το αδικημένο διαμαντάκι του 2018.


Light of my Life 607

«Φως στο Σκοτάδι» του Κέισι Αφλεκ

Μιλώντας για αδικημένα διαμαντάκια: βγήκε πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα, μόνο για μία εβδομάδα. Και ήταν μία από τις καλύτερες ταινίες του 2019. Η ταινία του Κέισι Αφλεκ έκανε την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της στην Berlinale 2019, όχι στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα, αλλά στο Πανόραμα. Αν διαγωνιζόταν, θα άξιζε τη Χρυσή Αρκτο.

Πατώντας πάνω στους κανόνες μίας ταινίας επιστημονικής φαντασίας ή μίας δυστοπικής παραβολής για το τέλος του κόσμου, ο Αφλεκ δανείζεται στοιχεία από το «The Road» του Τζον Χίλκοουτ, του πρόσφατου «Ησυχου Μέρους» του Τζον Κραζίνσκι, του «Leave no Trace» της Ντέμπρα Γκράνικ (βλέπε πιο πάνω) ή ακόμη και του «The Handmaid's Tale», για να κάνει μία ωδή στη γυναίκα. Κι αυτό γιατί η ιστορία του «Light of my Life» μάς θέλει να ζούμε σ' έναν κόσμο που οι γυναίκες εξαφανίστηκαν μετά από έναν ανεξήγητο ιό. Οσες ελάχιστες επιβίωσαν ζουν κρυμμένες σε καταφύγια, καθώς οι άντρες έχουν αγριέψει και θέλουν να τις μεταχειριστούν για απογόνους. Ενας πατέρας ζει τα τελευταία 7 χρόνια με το 11χρονο κοριτσάκι του κρυμμένος στα δάση της Αμερικής. Το έχει κουρέψει και μασκαρέψει σε αγόρι. Του έχει μάθει να επιβιώνει. Ζει για να το προστατεύει σ' έναν άγριο, αφιλόξενο κόσμο.


Ο Αφλεκ συγκινεί βαθιά με ένα φιλμικό ποίημα. Στην ουσία οικοδομεί το δικό του λυρισμό των εννοιών «τέλος του κόσμου», «δυστοπία», «επιβίωση», «αγάπη». Οσο εξελίσσεται η πλοκή, τόσο βαθαίνει το υπαρξιακό βάρος της ταινίας και η καθαρόαιμη συγκίνησή της. Σε αυτή τη μικρή ηρωίδα, σε αυτό το κοριτσάκι, είδαμε ξανά πώς θέλουμε να πέφτει το βλέμμα στη γυναίκα – εντός κι εκτός οθόνης.

Με διάσπαρτες, αλλά όχι εξαντλητικές πληροφορίες για την επιδημία, υπέροχα ενσωματωμένα στον παρόντα χρόνο flash backs, με έντονο το σωματικό στοιχείο αφού πατέρας και κόρη ζουν σαν ερημίτες έξω από τις νόρμες μιας κανονικής ζωής και με κάθε επόμενη σκηνή να επισκιάζει την προηγούμενη σε υπαρξιακό τέμπο, ο Κέισι Αφλεκ υπογράφει με το «Φως στο Σκοτάδι» μια ταινία σαν από αυτές που καθόρισαν την καριέρα του ως ηθοποιού (από το «Gone Baby Gone» του Μπεν Αφλεκ, μέχρι το «Gerry» του Γκας Βαν Σαντ, το «Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον Δειλό Ρόμπερτ Φορντ» του Αντριου Ντόμινικ και φυσικά το «Manchester by the Sea» του Κένεθ Λόνεργκαν). Μια βραδυφλεγή, συγκινητική, αποκαλυπτική (με κάθε πιθανή έννοια της λέξης), άψογα ερμηνευμένη (από τον ίδιο τον Αφλεκ και την 11χρονη Ανα Πνιόφκι) εμπειρία, που στη μορφή μιας προσευχής δεν είναι παρά μια επίκληση στη δύναμη του ανθρώπου, στην παντοδυναμία της αγάπης, στη ζωή που κόντρα σε κάθε τέλος βρίσκει πάντα τον τρόπο να συνεχίζει. Και την ίδια στιγμή ένας ύμνος στη γυναίκα και αυτό που συμβολίζει, καθώς ένα κυνηγημένο κορίτσι μεταμορφώνεται σε ένα συμπαντικό ιερό δισκοπότηρο που πρέπει να κρύψει την πραγματική του δύναμη, χωρίς να χάσει ίχνος από τις «μαγικές» του ιδιότητες.

Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Light of my Life»


Tower 607

«Τower» του Κιθ Μέιτλαντ

Eνα αριστούργημα. Ο Κιθ Μέιτλαντ συνδυάζει rotoscopic animation και live action για να μας ξεναγήσει σ' ένα από τα πρώτα mass shootings που σόκαρε την αμερικανική κοινή γνώμη.

1 Αυγούστου 1966, Πανεπιστήμιο του Ωστιν Τέξας. Η 8 μηνών έγκυος φοιτήτρια ανθρωπολογίας Κλερ Τζέιμς περπατάει στο γρασίδι της κεντρικής κολλεγιακής αυλής με το αγόρι της Τομ Εκμαν όταν ακούγεται ένας πυροβολισμός κι αδειάζει στο τσιμέντο «σαν να την είχε χτυπήσει ηλεκτροφόρο καλώδιο». Δεύτερος πυροβολισμός. Ο Τομ νεκρός δίπλα της. Εκείνη αιμορραγεί. Τρίτος πυροβολισμός, ένα μικρό αγόρι που μοιράζει εφημερίδες στη γειτονιά τραυματίζεται στην μέση του δρόμου. Ανθρωποι προσπερνούν σε σύγχηση. Δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Αλλοι σκύβουν να βοηθήσουν, άλλοι τρέχουν μακριά, όλοι πανικοβάλλονται. Τέταρτος, πέμπτος, έκτος πυροβολισμός.

Επί 90 λεπτά ένας εκτελεστής, που έχει βρει καταφύγιο στο παρατηρητήριο του εμβληματικού Πανεπιστημιακού Πύργου («Tower»), πυροβολεί ό,τι κινείται. Το University of Texas Μassacre, το οποίο κατέληξε με 14 νεκρούς και 32 τραυματίες προτού η αστυνομία σκοτώσει τον 25χρονο πεζοναύτη Τσαρλς Γουίτμαν, ήταν ένα από τα πρώτα περιστατικά mass shootings που συγκλόνισε (ή μάλλον μούδιασε) την αμερικανική κοινή γνώμη. Πενήντα χρόνια μετά, η Κλερ Τζέιμς, οι περαστικοί που τη βοήθησαν, οι συμφοιτητές της που δείλιασαν, οι αστυνομικοί που δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν ακαριαία κι εκείνοι που τελικά ανέλαβαν δράση επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος για να αντιμετωπίσουν όλα όσα τα κοινωνικά ταμπού δεν επέτρεψαν ποτέ να συζητηθούν, και να γιατρέψουν το ισχυρό μετατραυματικό σοκ - όχι μόνο των θυμάτων, αλλά και μιας ολόκληρης χώρας. Ο,τι παρακολουθούμε είναι μία συγκλονοστική μαρτυρία και μία ανοιχτή επιστολή στην αμερικανική κυβέρνηση (και αντιπολίτευση). Εφαρμόστε Gun Control. Τώρα.


Ο Κιθ Μέιτλαντ κατασκευάζει ένα πραγματικό έργο τέχνης: και η φόρμα και η ουσία συμβαδίζουν για να παρακολουθήσεις κάτι υπέροχο και κάτι απολύτως αναγκαίο για την ιστορική μας εποχή. Συνδυάζοντας ασπρόμαυρο αρχειακό υλικό ειδήσεων (ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας ήταν ο τοπικός δημοσιογράφος που κάλυπτε live τα γεγονότα από το παρκαρισμένο αυτοκίνητό του, δεχόμενος τις σφαίρες του Γουίτμαν κι ο ίδιος) και rotoscopic animation (ηθοποιοί ξαναγύρισαν τις σκηνές και μετά η ομάδα του animation έντυσε την εικόνα με ψηφιακή επεξεργασία) καταφέρνει κάτι περισσότερο από αναπαράσταση των γεγονότων. Μεταγγίζει τον πανικό χωρίς να σκανδαλίζει εύκολα με βία, αίμα και gore. Δίνει χρώμα και υφή στα συναισθήματα των θυμάτων. Μεταφέρει το βάρος στο ίδιο το πρόβλημα, το θέμα που 5 δεκαετίες μετά ακόμα διχάζει την Αμερική, και δεν αναλώνεται στη δράση. Κι όμως: η ένταση και η αφήγηση όσων διαδραματίστηκαν «στην πιο μελανή μέρα της ιστορίας του Ωστιν» βιώνονται ως ένα συναρπαστικό κινηματογραφικό θρίλερ.

Ο Μέιτλαντ καταφέρνει κάτι στο οποίο ο πιο νάρκισσος Μάικλ Μουρ με το «Bowling for Columbine» είχε αποτύχει: προσεγγίζει με περισσότερη ανθρωπιά της προσωπικές ιστορίες και καταφέρνει ένα δυνατό συναισθηματικό σοκ στο θεατή, πριν περάσει στην πολιτική του ατζέντα. Φυσικά και θα περάσει στην πολιτική ατζέντα, αλλά πρώτα θα προκαλέσει την ενσυναίσθηση του θεατή, θα ρίξει τα τείχη, θα μας κάνει να κλαίμε με λυγμούς σαν μικρά παιδιά. Και τότε μόνο, στο τελευταίο μισάωρο βλέπουμε τους επιζήσαντες της μαζικής εκτέλεσης να μιλούν κοιτώντας την κάμερα. Στο τελευταίο μισάωρο η Κλερ καταθέτει στην Πολιτεία του Τέξας εναντίον του νόμου που θέλει τους φοιτητές για την προστασία τους να μπορούν να μπαίνουν οπλισμένοι στα πανεπιστήμια. Δυστυχώς ο νόμος ψηφίστηκε. Ειρωνικά και συμπτωματικά (;) θα αρχίσει να εφαρμόζεται την 1η Αυγούστου του 2016 - ακριβώς στην 50η επέτειο της τραγωδίας.


A Family 607

«En Familie» της Περνίλ Φίσερ Κρίστενσεν

To είχαμε δει στο Βερολίνο το 2010 και το αγαπήσαμε κεραυνοβόλα. Το «Μία Οικογένεια», η τρίτη ταινία της Δανέζας σκηνοθέτη Περνίλ Φίσερ Κρίστενσεν (μετά από αυτή έκανε και τα «Becoming Astrid», «Someone You Love») είχε φύγει τότε με το βραβείο της FIPRESCI.

Η αρρώστια του πατέρα μίας οικογένειας στην σύγχρονη Κοπεγχάγη αναστατώνει τα μέλη της και φέρνει όλους μπροστά από ευθύνες, διλήμματα και αποφάσεις. Ποιος θα συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση; Και με τι κόστος;


Καλογραμμένο, ανθρώπινο, σκληρό και ευαίσθητο (όπως και οι οικογένειες άλλωστε) το υπέροχο δανέζικο φράμα φέρνει στην επιφάνεια δεσμούς αγάπης, εμπιστοσύνης, αλλά και άκοπους ομφάλιους λώρους, συναισθηματικούς εκβιασμούς και τύψεις.

Η Περνίλ Φίσερ Κρίστενσεν κεντάει διαλόγους αλλά και σιωπές, βουβά βλέμματα ή ξεσπάσματα κι έχει σύμμαχό της ένα δυνατό καστ - από τον βετεράνο Τζέσπερ Κρίστενσεν, μέχρι τον μετέπειτα σταρ του Game of Thrones, Πιλού Ασμπεκ.

Θα σας συναρπάσει πώς αρχικά ο σκανδιναβικός πολιτισμός (πώς συνυπάρχουν οι πρώην με τους νυν) μοιάζει ζηλευτός, μέχρι να σηκωθεί το τσιρότο και να φανερωθεί η πληγή.


The Seasons in Quincy Four Portraits of John Berger 607

«The Seasons in Quincy: Four Portraits of John Berger» των Τίλντα Σουίντον, Κρίστοφερ Ροθ, Κόλιν ΜακΚέιμπ και Μπαρτέκ Τζιάντοτς

«Γιατί τόση απαισιοδοξία; Στην Κόλαση απαιτείται αλληλεγγύη. Ο Παράδεισος δεν τη χρειάζεται...» Ε, θέλεις να μάθεις τα πάντα για αυτό τον άνθρωπο.

Ο Τζον Μπέρτζερ, ο οποίος έφυγε πλέον από τη ζωή (ήταν 90 χρονών όταν γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ), ήταν διάσημος Βρετανός συγγραφέας, ποιητής, πολιτικός στοχαστής και τα τελευταία 40 χρόνια της ζωής του ερημίτης. Από τη δεκαετία του 70 ζούσε σ' ένα χωριό των Αλπεων, απομονωμένος στη φύση, παρέα με τους ντόπιους κτηνοτρόφους και φίλους που μοιράζονταν την ίδια πνευματικότητα. Ανάμεσά τους η ηθοποιός Τίλντα Σουίντον, o κινηματογραφιστής Κρίστοφερ Ροθ, ο σκηνοθέτης Κόλιν ΜακΚέιμπ, ο ντοκιμαντερίστας Μπαρτέκ Τζιάντοτς. Αυτοί που τον γνώριζαν καλά, πέρα από τις σελίδες, τις λέξεις, τις εικόνες, ήξεραν ότι αυτός ο καλλιτέχνης ξεπερνούσε το έργο του: παρέμενε νέος, καθώς βρισκόταν συνεχώς σε πνευματική σε σωματική εγρήγορση, ενώ το καίριο μέλημά του ήταν η επικοινωνία του με τους ανθρώπους - μικρούς, μεγάλους, εγγόνια, εφήβους, βοσκούς, διανοούμενους. Ενας σοφός, αλλά καθόλου «γέροντας», ένας πνευματικός άνθρωπος από το πολιτικοποιημένο 60ς παρελθόν που δεν το εξιδανικεύει, δεν το κουβαλά: συνέχιζε να πιστεύει στο τώρα και σ' ένα καλύτερο μέλλον («αν δεν συνεχίσουμε να πιστεύουμε, το αφήνουμε σε ''αυτούς". Και είναι κρίμα»).

Για αυτό οι τέσσερις αυτοί φίλοι του αποφάσισαν να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ που θα αποκαλύψει και στους υπόλοιπους εμάς το μεγαλείο της σύνθετης σκέψης του, των επαναστατικών του απόψεων και της απλής ζωής του. Τέσσερα μέρη, οι τέσσερις εποχές του χρόνου στο Kουίνσι των γαλλικών Αλπεων, οι τέσσερις εποχές ως συμβολική αποτύπωση ενός πορτρέτου. Το ντοκιμαντέρ συνδύασε το στιλ των τεσσάρων του σκηνοθετών (η Σουίντον υπογράφει το σενάριο) και επιχείρησε μία σφαιρική προσέγγιση στον καλλιτέχνη: οι μαρξιστικές του απόψεις, η ανατρεπτική του σκέψη, η φιλοσοφία του για τους κύκλους της ζωής, αλλά και τα απλά και τα γήινα της καθημερινότητάς του ως σύζυγος που έχασε τη σύντροφό του, γιος ενός στρατιωτικού πατέρα, πατέρας ο ίδιος και παππούς και φίλος.


Τα καλύτερα κομμάτια ήταν τα ανθρώπινα. Αυτά που ο ίδιος αφηγείται με γοητευτική απλότητα, όσο η Τίλντα μαγειρεύει μία μηλόπιτα (και στο τέλος μας δίνει και τη συνταγή). Εκεί ξεφεύγουν υπαρξιακές αλήθειες, ατάκες που σε συγκλονίζουν. Ενώ ταυτόχρονα παρακολουθείς κάτι γήινο και απλό και γλυκό. Κυριολεκτικά μεταξύ «τυριού και αχλαδιού» - ή τουλάχιστον καθαρισμένων μήλων. Μαθαίνεις πράγματα και για την ίδια την Σουίντον, τις ρίζες της, τους γονείς της, το μεγάλωμά της. Βλέπεις on camera τα παιδιά της. Συνειδητοποιείς για άλλη μία φορά ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο - οι καλλιτέχνες κουβαλούν παρελθόν, πόνο, κουράγιο, δύναμη.

Πολύ ενδιαφέρον και το πολιτικό κομμάτι - ο Τζον Μπέρτζερ να παρακολουθεί με ταπεινότητα και πραγματικό ενδιαφέρον (το πιο γοητευτικό χαρακτηριστικό ενός πνευματικού ανθρώπου είναι η απλότητά του και το ταλέντο του να ακούει τους άλλους) τους νέους ανθρώπους να μιλούν για τη σύγχρονη πολιτική. Πώς ο ίδιος με ένα ζεστό χαμόγελο αποστομώνει τους πάντες: «Γιατί τόση απαισιοδοξία; Στην Κόλαση απαιτείται αλληλεγγύη. Ο Παράδεισος δεν τη χρειάζεται...»


We the Animals 607

«We the Animals» του Τζερεμάια Ζέιγκαρ

Αν τραβήξεις μια γραμμή από την εφηβική Αμερική του Τέρενς Μάλικ, στο «Beasts of the Southern Wild», το «Moonlight», ακόμα και το «Florida Project», η διαδρομή θα σε οδηγήσει στο «We the Animals».

Ο 10χρονος Τζόνα μεγαλώνει μαζί με τα δυο αδέλφια του, τον Μάνι και τον Τζόελ, σ' ένα σπίτι μεταξύ σκουπιδιού και στοργικής εστίας, περικυκλωμένο από άλλα χαμόσπιτα και άγρια φύση. Τ' αγόρια ζουν στο δικό τους σύμπαν, προστατευμένο από μια κουβέρτα-ασπίδα, μαζί με τον Πορτορικάνο πατέρα τους, πληθωρικό, επιπόλαιο κι εκρηκτικό και τη λευκή μητέρα τους, τρυφερή αλλά βυθισμένη στην κατάθλιψη. Οι συγκρούσεις γύρω του, το διαφυλετικό αίμα του, η σχέση των γονιών του, μεταξύ παθιασμένου έρωτα και βίαιων μαχών, θα οδηγήσουν τον Τζόνα σ' ένα μονοπάτι εξερεύνησης, που διατυπώνει με τις ζωγραφιές του στο χαρτί, άγριες μολυβιές με κραγιόνια στα βασικά χρώματα, μπλε, κόκκινο, μαύρο, σαν μελανιές, που ζωντανεύουν και ίπτανται στην οθόνη.

Οσο αφαιρετική είναι η πλοκή του «We the Animals», τόσο πλούσιος είναι ο λυρισμός της εικόνας της ταινίας, μια σύγχρονη ματιά μαγικού ρεαλισμού, μια ονειρική αίσθηση στην παρατήρηση του πολύ γήινου. Μ' ένα ντεκόρ, φυσικό και υπαρξιακό, απ' αυτή την Αμερική του τίποτα και του κανένα, που πουθενά αλλού δεν μπορεί να γίνει πειστική. Περιγράφοντας το πρώτο σεξουαλικό ξύπνημα του 10χρονου Τζόνα, την πρώτη του συνειδητοποίηση ότι είναι διαφορετικός από τα πανομοιότυπα αδέρφια του, ο Τζερεμάια Ζέιγκαρ, στην πρώτη του ταινία μυθοπλασίας μετά από μια σειρά μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ, έχει την εξυπνάδα να μη ρίξει την ευθύνη στην ενδοοικογενειακή βία ή στον τραμπουκισμό. Η κινητήρια δύναμη της ταινίας είναι η σύγχυση, η αντιπαράθεση δυνάμεων, στην ψυχή και τα μάτια ενός παιδιού που δεν είναι έτοιμο να καταλάβει το νόημα της επιλογής.


Επιλέγοντας την όχι στερεοτυπικά macho φιγούρα του Ραούλ Καστίγιο από το «Looking» για το ρόλο του πατέρα και της Σίλα Βαντ, από το «A Girl Walks Home Alone at Night» για την ευάλωτη μορφή της μητέρας, ο Ζέιγκερ γεμίζει την οθόνη με το απίθανα όμορφο, εξωτικό και αθώο πρόσωπο του μικρού Εβαν Ροσάντο, δίνοντάς του τα χαρακτηριστικά ενός νεαρού Μπασκιά, ή του Τζάστιν Τόρες στο μυθιστόρημα του οποίου βασίστηκε η ταινία, ενός εύπλαστου κορμιού, έτοιμου να διοχετεύσει τα συναισθήματά του στην τέχνη ή στο χαρτί.

Μπορεί η ταινία να στοχεύει περισσότερο σε μια ιμπρεσιονιστική απόδοση της σκέψης της, να μην τολμά, ή να μην ενδιαφέρεται να κοιτάξει πιο βαθιά τους ήρωές της και τους φόβους τους, είναι όμως ένα φιλμ πανέμορφο, με το ρομαντισμό των πρώτων ενστίκτων δεμένων με την καλλιτεχνική έκφραση και με τη βεβαιότητα ότι τα αγρίμια, πριν ενταχθούν στον πολιτισμό, έχουν τις σωστότερες αντιδράσεις απέναντι στο σύμπαν των ανθρώπων.


Beast 607 2

«Κτήνος» του του Μάικλ Πιρς

Με την πρόφαση του whodunit θρίλερ, υπνωτική ατμόσφαιρα και δύο καθηλωτικές ερμηνείες, ο πρωτοεμφανιζόμενος Μάικλ Πιρς χτίζει μία σκοτεινή, φροϋδική διατριβή για το τέρας που όλοι κρύβουμε μέσα μας.

Είναι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας και το ξέρει. Η Μολ δεν μοιάζει σε τίποτα με τον φιλόδοξο αδελφό της και την καθωσπρέπει παντρεμένη αδελφή της. Εκείνη είναι ο πονοκέφαλος που σκοτεινιάζει το βλέμμα της αστής μητέρας τους, η οποία την απορρίπτει με κάθε ευκαιρία. Οπως τη μέρα του πάρτι των γενεθλίων της, όπου θα έπρεπε όλοι οι προβολείς να είναι πάνω της. Οταν όμως η αδελφή της χαμογελά αυτάρασκα και ανακοινώνει σε φίλους και συγγενείς ότι περιμένει δίδυμα, σαμπάνιες έρχονται και η Μολ φεύγει - το σκάει από το ίδιο της το πάρτι. Καταλήγει σε τοπικό κλαμπ, όπου χορεύει μεθυσμένη μέχρι το πρωί και φεύγει απερίσκεπτα με νεαρό που στα χωράφια επιχειρεί να τη βιάσει. Μόνο που εκεί πετυχαίνουν τον Πασκάλ, έναν τυχοδιώκτη ταξιδιώτη που έχει φτάσει στον τόπο τους κουβαλώντας ελάχιστα υπάρχοντα και μεγάλες "αποσκευές": έχει κατηγορηθεί για βιοπραγία στο παρελθόν απέναντι σε συμμαθήτριά του κι αυτό τον κάνει τον νούμερο ένα ύποπτο των εξαφανίσεων νεαρών κοριτσιών της περιοχής. Ενα κτήνος κυκλοφορεί ανάμεσά τους, βιάζει και σκοτώνει τις κόρες τους. Οσο η οικογένεια, οι φίλοι και η τοπική κοινωνία στρέφονται εναντίον της, όσο η αστυνομία προσπαθεί να του χρεώσει τα εγκλήματα, τόσο πιο πεισμωμένα η Μολ ερωτεύεται τον ξένο και στέκεται δίπλα του.

Βρισκόμαστε στο σύγχρονο (αν κι όλα μοιάζουν ρετρό) Τζέρσεϊ, ένα μικρό νησάκι απέναντι από τις νότιες βρετανικές ακτές, στο οποίο μένουν «νοικοκύρηδες» (παράδεισος χαμηλής φορολογίας για τους επιχειρηματίες) και οι ξένοι δεν καλωσορίζονται. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο πρωτοεμφανιζόμενος στη μεγάλη οθόνη σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάικλ Πιρς, καθώς εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε. Θυμάται μάλιστα την περίπτωση ενός serial rapist, ο οποίος βιάζε και σκότωνε γυναίκες και παιδιά, μέσα στα ίδια τους τα σπίτια στη δεκαετία του 60. Η τοπική κοινωνία δήλωνε σοκαρισμένη, αλλά ταυτόχρονα συνέχιζε να πίνει το απογευματινό της τσάι, κρύβοντας το, πραγματικό, Κτήνος μέσα στα σπλάχνα της και κάτω από το χαλάκι της υποκρισίας.


Μία τέτοια υπνωτική, ονειρική (ή μάλλον εφιαλτική), σκοτεινή ατμόσφαιρα χτίζει ο Πιρς (με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του Μπέντζαμιν Kρακούν) παρουσιάζοντας το Τζέρσεϊ μέσα από ένα επιβλητικά αχνό στιλιζάρισμα - φακούς που θολώνουν τη διαύγεια της εικόνας και παλέτα ξεθωριασμένων χλωμών χρωμάτων. Ολα είναι λίγο off και προκαλούν την αίσθηση ότι το χαλί θα τραβηχτεί κάτω από τα πόδια μας ανά πάσα στιγμή. Κοντινά που παραβιάζουν την αίσθηση του «ασφαλούς χώρου» ανάμεσα στον ηθοποιό και την κάμερα (εμάς), κόντρα-χρήση του ήχου και πλάνα που κάνουν την ελεύθερη, άγρια φύση (από τα δάση μέχρι τους θαλάσσιους γκρεμούς) να φαντάζει ξένη, επικίνδυνη, εγκλωβιστική και διεστραμμένα πανέμορφη. Ολα δημιουργούν υπόγεια ένταση, αίσθηση ναυτίας για τον κίνδυνο που ελλοχεύει.

Που ακριβώς ελλοχεύει είναι δουλειά του σεναρίου να αποκαλύψει, κι αυτό δε βιάζεται. Υφαίνει τον ιστό του σασπένς, όσο εστιάζει σε κάτι περισσότερο από τις θριλερικές ανατροπές και το «whodunit» ενδιαφέρον του θεατή. Ο Πιρς παίρνει τα κινηματογραφικά υλικά της ερωτεύτηκα-τον-εχθρό-μου θεματικής αμέτρητων b-movies, τα εμπλουτίζει με μία μυθική αύρα, φροϋδικά συμπλέγματα και ακατέργαστη σεξουαλικότητα και φτιάχνει κάτι πολύ πιο βαθύ και στοχαστικό: ποιες είναι οι αιτίες που μας έλκει το κτήνος; Μας τραβά γιατί το αναγνωρίζουμε; Το κουβαλάμε; Και που σταματά αυτό το ερωτικό κάλεσμα; Στη βίαιη ιστορία δύο (αντι)ηρώων που διαδραματίζεται στην οθόνη ή και στο γεγονός ότι και εμείς οι θεατές δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω της; Κι από πάνω τους. Γιατί σε αυτό βοηθά και το αριστουργηματικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Η ιρλανδή Τζέσι Μπάκλεϊ (γνωστή από αρκετές τηλεοπτικές βρετανικές παραγωγές αλλά και πρωταγωνίστρια στο θέατρο) κι ο νοτιοαφρικάνος Τζόνι Φλιν (ο ηθοποιός και φολκ μουσικός που εδώ ξεφεύγει από την περσόνα του ντροπαλού χλωμού αγοριού και δημιουργεί κάτι βουβά επικίνδυνο). Η χημεία των δυο τους κάνει τη δράση να μοιάζει δευτερεύουσα, αλλά οι διαφορές τους είναι που εξυπηρετούν την κινηματογραφική αγωνία που χτίζει ο Πιρς. Εκείνη είναι εκρηκτική, σωματική, εκφραστική, τολμηρή. Εκείνος κουβαλά κορμί και βλέμμα σαν ακίνητο αιλουροειδές που παίρνει το χρόνο του πριν σου επιτεθεί.

Μη βιαστείτε να μαντέψετε τι συμβαίνει στο τέλος. Γιατί δεν έχει σημασία. «Είμαστε ίδιοι».


high flying bird 607

«High Flying Bird» του Στίβεν Σόντεμπεργκ

Ο Σόντεμπεργκ συνεχίζει τον πειραματισμό στον τρόπο που κάνει σινεμά. Κι εμείς θα συνεχίσουμε να τον παρακολουθούμε ακόμα κι αν (ειδκά αν) μας ταΐζει σεξ, ψέματα και streaming ταινίες.

Ενας μάνατζερ του ΝΒΑ προσπαθεί να πείσει τον νεαρό και άπειρο πελάτη του να εκμεταλλευτεί μια ριψοκίνδυνη και αμφιλεγόμενη επαγγελματική ευκαιρία, όταν μια απεργία παγώνει προσωρινά το πρωτάθλημα.


Το σενάριο υπογράφει o Ταρέλ Αλβιν ΜακΚρέινι του «Moonlight», ενώ πρωταγωνιστεί ο Αντρέ Χόλαντ (πρώτα γνωστός από το «The Knick» του Σόντερμπεργκ, μετά από το «Moonlight» και τη γοργά ανερχόμενη καριέρα του), και δίπλα του η Ζάζι Μπιτς του «Atlanta» και του «Deadpool».

Γυρισμένη εξ ολοκλήρου με ένα iPhone 7, η πρώτη ταινία του Σόντεμπεργκ για το Netflix.


RAY & LIZ 607

«Ray and Liz» του Ρίτσαρντ Μπίλιγχαμ

Ο διάσημος φωτογράφος Ρίτσαρντ Μπίλιγχαμ κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο κινηματογραφώντας το θέμα που δεσπόζει και στα έργα του: τη βρετανική white-trash μιζέρια της παιδικής του ηλικίας, με τους άνεργους, αδιάφορους γονείς του.

Αγγλία, τέλη δεκαετίας του '70. Ο Ρέι και η Λιζ είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που μεγαλώνουν τα δυο παιδιά τους, ένα κουνέλι, 3-4 χάμστερς, ένα σκυλί και τα καναρίνια τους σ' ένα βρώμικο, εξαθλιωμένο σπίτι που τους παρέχει το κράτος. Σε γειτονικό διαμέρισμα μένει η υπερήλικη μητέρα του Ρέι κι ο αγαθός, περιορισμένης αντίληψης 40χρονος αδελφός του. Τυχοδιωκτικά, τούς επισκέπτεται κι ο βίαιος, μηχανόβιος μικροαπατεώνας αδελφός της Λιζ. Ο Ρέι και η Λιζ είναι άνεργοι και άεργοι και δε δείχνουν να αγωνιούν ιδιαίτερα για αυτό. Δεν βλέπουν τη μιζέρια της ζωής τους, έχουν συμφιλιωθεί με αυτή. Πώς όμως μεγαλώνουν τα δυο αγόρια τους; Πώς πέφτει το παιδικό βλέμμα πάνω στις φιγούρες των γονιών, στην αδιαφορία και την εγκατάλειψή τους;


Ο Ρίτσαρντ Μπίλιγχαμ, ο διάσημος και πολυβραβευμένος βρετανός φωτογράφος, έχει κερδίσει τη θέση του στο πάνθεον του «squalid realism» («μίζερου ρεαλισμού») καταγράφοντας στα 90ς, σε εκθέσεις και λευκώματα (όπως τα «Ray’s a Laugh» και «Sensation») τη ζωή του αλκοολικού πατέρα του και της άνεργης, αδιάφορης μητέρας του στις εργατικές κατοικίες της αγγλικής πρόνοιας. Ο Μπίλιγχαμ μεγάλωσε κάτω από αυτές τις συνθήκες, με τον μικρότερο αδελφό του Τζέισον (ο οποίος όμως στα 11 του χρόνια υιοθετήθηκε από ανάδοχη οικογένεια). Σήμερα, ο Μπίλιγχαμ αποφασίζει να γυρίσει σε 16άρι φιλμ (και φωτογραφικό τετράγωνο κάδρο) την αναπαράσταση αυτής της παιδικής ηλικίας, προσγειώνοντάς μας στο white-trash πατρικό του, αφηγούμενος την αυτοβιογραφική του ιστορία με ειλικρίνεια, στιλ, αλλά και μελαγχολική τρυφερότητα.

Με εξαιρετικούς ηθοποιούς σε πολύ δύσκολο έργο (μάλιστα, η πλοκή επιστρέφει σε δύο διαφορετικές ηλικίες των γονιών του από διαφορετικούς πρωταγωνιστές) ο Μπίλιγχαμ δεν κάνει τα πράγματα εύκολα στο θεατή, αλλά καταφέρνει να καταθέσει κάτι περισσότερο από ένα τυπικό «kitchen-sink drama», ή μία κινηματογραφική καταγγελία για τη βρετανική αστική φτώχια. Μέσα από το φίλτρο του φακού και της καρδιάς του, το «Ray and Liz» μετατρέπεται σ' ένα τολμηρό, βαθιά προσωπικό σινεμά γλυκόπικρης εξιλέωσης.


Amanda 607

«Αμαντα» του Μάικλ Χερς

Με φόντο τη σύγχρονη τρομοκρατία, μια μικρή ιστορία για τα μεγάλα συναισθήματα της απώλειας, της αγάπης και της ανάγκης για επιβίωση, το «Αμάντα» είναι μια ταινία για να σε ζεστάνει.

Η 7χρονη Αμάντα μεγαλώνει στο Παρίσι με τη μαμά της: ο θείος της, ο 24χρονος Νταβίντ (Βενσάν Λακόστ), που ασχολείται με μικροδουλειές, airbnb και χαριτωμένα, αδέξια φλερτ, την αγαπάει πολύ, αρκεί να μην τον σκοτίζει. Οταν η μαμά τής Αμάντα, κάνοντας πικνίκ με φίλους στο πάρκο, δολοφονείται εν ψυχρώ σε τρομοκρατική επίθεση, ο Νταβίντ έχει ν' αντιμετωπίσει την απώλεια της αδελφής του, την ξαφνική εσωστρέφεια τής Αμάντα που προσπαθεί να εκλογικεύσει, στα επτά, ό,τι συνέβει, αλλά και το πώς, από εκεί και πέρα, θα συνεχίσει η ζωή τους, ξαφνικά με τεράστιες ευθύνες.

Ο Μίκαελ Χερς χειρίζεται το θέμα του, τα θέματά του, πιο σωστά, γιατί αυτή δεν είναι μια μονοδιάστατη ταινία, με μεγάλη σκηνοθετική και... συναισθηματική νοημοσύνη. Αποδίδει τη βία ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, ταυτίζοντάς τη με όσα αυτό σταματά. Εχει γεμίσει την ταινία του παρισινή ομορφιά, τους ήρωές του χάρη κι ελαφρότητα, φως. Και μια καθημερινότητα συμπαθητική και γνώριμη. Αυτή θα μπορούσε να είναι η ταινία ενός hip, σημερινού Ρομέρ, στην έναρξή της. Και γι' αυτό η ξαφνική, παράλογη απώλεια έχει τεράστιο αντίκτυπο: επειδή διακόπτει μια συμπαθητική καθημερινότητα.


Αλλά, ευτυχώς, η ταινία δεν μένει εκεί. Αυτό δεν είναι ένα φιλμ για την τρομοκρατία, αλλά για το «μετά» της ξαφνικής απώλειας. Για την ξαφνική έλλειψη βεβαιότητας για τα πάντα, για ανθρώπινες σχέσεις που μπορεί να είναι φυσικές, αλλά δεν είναι αυτονόητες. Γι' αυτό και, σιγά-σιγά, ο Χερς από τα γοητευτικά γενικά του, πλησιάζει σε ευαίσθητα κοντινά, διερευνώντας τα πρόσωπα, μαντεύοντας τις αντιδράσεις, καθαιρώντας τη σιγουριά και χτίζοντας κάτι εύθραυστο. Ακόμα και στις δραματικότερες στιγμές της, η «Αμάντα» παραμένει στους χαμηλούς, απλούς τόνους της, αποφεύγοντας την ένταση, διατηρώντας το μικρό εκτόπισμά της, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της μικρής ηρωίδας της και της παιδικότητας του ενήλικα που τη συντροφεύει. Κι εκείνους και το - γραφικό, αλλά γιατί όχι, μέσα στην παροιμιώδη ομορφιά του - Παρίσι, ο Χερς αποτυπώνει με την αμεσότητα της κάμερας στο χέρι, ποτέ στημένα, ποτέ με στόμφο.

Η «Αμάντα» δεν είναι ένα μεγάλο φιλμ, παρότι καταπιάνεται με τα πιο μεγάλα ανθρώπινα ζητήματα. Είναι ένα φιλμ για την αντοχή και το σθένος, μικρό, γλυκό, ρεαλιστικό και με τη λαμπερή σαν ήλιο Ιζόρ Μιλτριέ να γεμίζει την οθόνη με πεισματικό χαμόγελο.


Frères Ennemis 607

«Αδελφικοί Εχθροί» του Νταβίντ Ελοφέν

Θα ήταν μία από τις καλύτερες αστυνομικές ταινίες των τελευταίων χρόνων. Αλλά είναι μία από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων χρόνων.

Ο Μανουέλ και ο Ντρις γεννήθηκαν κάτω από τον ίδιο Θεό, στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού. Εκεί όπου οι επιλογές που έχεις όταν μεγαλώνεις είναι τόσο λίγες, όσες και αυτές που τελικά επέλεξαν οι δυο αδελφικοί φίλοι. Ο Μανουέλ ενσωματώθηκε εύκολα στον κόσμο του υποκόσμου μιας μαφιόζικης οικογένειας αλγερινής καταγωγής, διακινδυνεύοντας διαρκώς τη ζωή του, τη ζωή της κοπέλας που αγαπάει και του μικρού του παιδιού. Ο Ντρις υπήρξε πιο αποφασιστικός αφού προτίμησε να ξεφύγει από τη προδιαγεγραμμένη μοίρα του και προδίδοντας την καταγωγή του, έγινε αστυνομικός, κατευθείαν στα βαθιά στο τμήμα των ναρκωτικών, εκεί όπου η γνώση του για τον κόσμο που άφησε πίσω θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Μια λάθος εκτίμηση με επίκεντρο μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, θα τους φέρει αντιμέτωπους σε ένα ανθρωποκυνηγητό χωρίς προβλέψιμη έκβαση. Το μόνο σίγουρο είναι πως, αν και κανένας από τους δύο δεν εμπιστεύεται πλέον τον άλλον, η επιβίωση τους είναι πια κοινή τους υπόθεση.

Η παραπάνω υπόθεση θα μαρτυρούσε ακόμη μια (γαλλική) ταινία για το οργανωμένο έγκλημα στα προάστια του Παρισιού, την ταξική ανισότητα, τις κοινότητες που τις ενώνει όχι μόνο η κοινή αραβική καταγωγή, αλλά και άγραφοι κανόνες τιμής και τιμωρίας, τα βρώμικα παιχνίδια που παίζονται όχι μόνο μέσα στους κόλπους της αστυνομίας αλλά και ανάμεσα σε ανθρώπους που δένονται με δεσμούς αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Και είναι αλήθεια πως ο Νταβίντ Ελοφέν παίζει με όλα τα κλισέ ενός σύγχρονου policier, αλλά όπως το εξαιρετικό «Μακριά από τους Ανθρώπους» δεν ήταν άλλη μια ταινία για τον πόλεμο στην Αλγερία, έτσι και το «Αδελφικοί Εχθροί» δεν είναι μόνο ένα αστυνομικό στη μακρά παράδοση του γαλλικού σινεμά.


Χωρίς να απαρνείται τις δύσκολες αλλά με τεχνική εκτελεσμένες σκηνές δράσεις και το σασπένς που χτίζεται με ρυθμό και μεθοδικότητα πάνω στις συνεχείς και καθόλου εκβιαστικές ανατροπές, ο Ελοφέν ξύνει την επιφάνεια μιας αστυνομικής ταινίας για να αποκαλύψει με στιλ, άποψη και μελαγχολία τα κομμάτια μιας αρχαίας τραγωδίας, χτισμένης πάνω στους χαρακτήρες του, το παρελθόν και το παρόν τους, τις αποφάσεις και το ένστικο επιβίωσής τους, τον προσωπικό αγώνα του καθενός να αποδείξει πως ο δρόμος του στη ζωή δεν ήταν ο λάθος.

Στα πρόσωπα του Ματίας Σχούναρτς (ένας σταθερά τόσο δυνατός ηθοποίος που αποφεύγει την τυποποίηση ακριβώς επειδή κάθε φορά γίνεται τόσο πολύ ο χαρακτήρας που υποδύεται που είναι διαρκώς ο «διαφορετικός ίδιος» ήρωας) και του Ρεντά Κατέμπ (το εκτόπισμα ενός μεγάλου ταλέντου του γαλλικού σινεμά αναδεικνύεται εδώ περισσότερο από κάθε προηγούμενη του ταινία), ο Ελοφέν κινηματογραφεί τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, έναν και μόνο ήρωα που σε έναν τέλειο κύκλο κάθαρσης θα χάσει τα πάντα ακριβώς επειδή όσοι γεννιούνται κάτω από τον ίδιο Θεό, συνήθως πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο.

Διάφανη πικρή οπτική (και κριτική) μιας κοινωνίας και μιας χώρας που νιώθει πιο ασφαλής όταν παραμένει με τα τραύματά της ανοιχτά.


Gods Own Country 607

«Του Θεού η Χώρα» του Φράνσις Λι

Γνωστό κι ως το «βρετανικό Brokeback Mountain».

Ο 24χρονος Τζόνι ζει και δουλεύει σε μια φάρμα του Γιορκσάιρ με τον πατέρα του που προσπαθεί να συνέλθει από μια καρδιακή προσβολή και την γιαγιά του που υποκαθιστά την μητέρα του, η οποία έχει εγκαταλείψει τον σκληρό, λασπωμένο, αδυσώπητο κόσμο της επαρχίας, της απομόνωσης της σκληρής δουλειάς. Τυπικό lad της βρετανικής εργατικής τάξης ο Τζόνι έχει μάθει να δουλεύει τα πάντα εκτός από τα συναισθήματά του, και δοκιμάζει να βρει την διέξοδο από τα αδιέξοδά του στον πάτο των ποτηριών της μπίρας που κατεβάζει στην παμπ και στο γρήγορο σεξ με όποιον είναι έτοιμος να δεχτεί έναν γρήγορο γύρο με μηδενική τρυφερότητα και καμιά πιθανότητα εξέλιξης σε οτιδήποτε πιο ουσιαστικό.Οταν όμως ο πατέρας του θα προσλάβει τον Γκιόργκι, έναν νεαρό Ρουμάνο εργάτη για να τους βοηθήσει με την γέννα των προβάτων και οι δυο τους θα βρεθούν μόνοι στην κορυφή ενός λόφου όπου βόσκουν τα πρόβατα για με εβδομάδα, η αρχική αντιπάθεια του για τον «γύφτο» εργάτη του και η ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους, θα δώσει την θέση της σε μια ερωτική ένωση που σίγα σιγά μοιάζει να δίνει χώρο σε κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό.


Ο Λι με την βοήθεια των δύο εξαιρετικών πρωταγωνιστών του θα καταγράψει αυτή την διαδρομή με αληθοφάνεια κι ένταση, με τρυφερότητα αλλά και σκληράδα, χτίζοντας αφαιρετικά μα ανέλπιστα ολοκληρωμένα πορτρέτα των χαρακτήρων τους και δίνοντάς χώρο τόσο στην ερωτική τους σχέση –που κινηματογραφείται όσο ηλεκτρισμένα της αξίζει- αλλά και στην συναισθηματική τους πορεία, στον περίγυρό τους, στην μακριά διαδρομή που διασχίζουν για να μπορέσουν να είναι μαζί. Και μαζί το φιλμ σχηματίζει το σύνθετο πορτρέτο μιας Βρετανίας που δεν συναντάς συχνά στην οθόνη και μιας queer πραγματικότητας που δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από αυτή των μεγάλων αστικών κέντρων.

Βαθιά συγκινητικό, ρεαλιστικό μα κι ανέλπιστα λυρικό και πάνω απ όλα ελπιδοφόρο, το «God’s Own Country» δεν συστήνει απλά έναν ταλαντούχο δημιουργό, μα όπως και το «Moonlight», φέρνει το queer σινεμά στο (mainstream) προσκήνιο δίχως να θυσιάζει τίποτα από την δύναμη ή την μαχητικότητά του, μα δίνοντας την ίδια σημασία στο μήνυμα όσο και στο σινεμά.


Girl 607 10

«Κορίτσι» του Λουκάς Ντοντ

To πολυβραβευμένο ντεμπούτο του Λουκάς Ντοντ, ένας ύμνος στην εφηβική αγωνία, τη διαφορετικότητα και τη σημασία της διεκδίκησης ταυτότητας με κάθε τρόπο.

Το «Κορίτσι» (Χρυσή Κάμερα και Βραβείο Ερμηνείας στις Κάννες), είναι η ιστορία της Λαρά, ενός 15χρονου κοριτσιού που, παρότι έχει γεννηθεί σε αγορίστικο σώμα, θέλει όχι απλώς να διορθώσει αυτό το λάθος, αλλά και να γίνει μπαλαρίνα. Δεν είναι μια ταινία queer στην αισθητική της (είναι, βέβαια, βαθιά στο θέμα της), δεν έχει στοιχεία φανταστικού, υπερβολής, ακτιβισμού, βοερού δράματος. Είναι ένα φιλμ απόλυτα ρεαλιστικό, με την ευαισθησία και τη λεπτότητα που αγαπούσαμε κάποτε στον Τεσινέ. Η Λαρά βρίσκεται στο κέντρο μιας συμπαγούς ομάδας υποστήριξης, δεν είναι το διεμφυλικό κορίτσι που ταλαιπωρείται από τον περίγυρο. Ο πατέρας της είναι υπόδειγμα κατανόησης, οι γιατροί της και ο ψυχίατρός της την οδηγούν ήρεμα και προστατευμένα στη διαδικασία της αλλαγής φύλου, οι στιγμές bullying που υφίσταται είναι συγκριτικά ανώδυνες, η σχολή χορού όπου φοιτά, «μια από τις καλύτερες της χώρας», αγκαλιάζει την απόφασή της να εκπαιδευτεί ως χορεύτρια, πιέζοντας το σώμα της στα άκρα, ακόμα πιο μακριά κι απ' ό,τι οι cisgender χορευτές. Παρόλ' αυτά, η Λαρά μέσα της βράζει: γιατί, απλώς, είναι έφηβη κι ό,τι θέλει, το θέλει με πάθος και με την επιτακτική αίσθηση του κατεπείγοντος.

Η σύγκρουση της Λαρά δεν τελείται με το περιβάλλον της, η σύγκρουση είναι μόνο μέσα της και την καίει κάθε λεπτό, όσο κι αν προσπαθεί να τη συγκρατήσει, με εφηβική αποστασιοποίηση, σιωπή, σαν δοχείο υπό πίεση, προδιαγεγραμμένο να εκραγεί, ακόμα κι αν οι εξωτερικές συνθήκες είναι ιδανικές. Αυτή την ηρωίδα ερμηνεύει ο 16χρονος χορευτής Βίκτορ Πόλστερ, μ' ένα σαρωτικό συνδυασμό εύθραυστου και δυνατού, μ' ένα πηγαίο ταλέντο που θα ζήλευαν καταξιωμένοι ηθοποιοί. Οταν η Λαρά δένει με ταινία τα τραυματισμένα από τις πουέντ πόδια της, όταν κολλά με ταινία το πέος της για να το εξαφανίσει μέσα στα ρούχα του μπαλέτου που δεν αφήνουν περιθώρια, όταν, αμήχανα, δοκιμάζει τον ερωτισμό της με το αγόρι της διπλανής πόρτας, όταν φροντίζει με στοργή τον μικρό αδελφό της, όταν δηλώνει έτοιμη να μεταμορφωθεί, ενώ το σώμα της ακόμα δεν ακολουθεί, ο Πόλστερ χτίζει μια ηρωίδα εθιστική, με δέρμα τόσο διάφανο ώστε να το βλέπεις να κοκκινίζει.


Στην πρώτη του ταινία, ο 26χρονος Βέλγος Λουκάς Ντοντ παρουσιάζει κάτι που σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζεται ως «ιστορία ενηλικίωσης», με ώριμη αυτοσυγκράτηση, αλλά γεμάτη πάθος, μια ιστορία αντισυμβατική με την οποία ταυτίζεται ο καθένας, ένα φιλμ τόσο απλό και τόσο σύνθετο, όσο ακριβώς ο τίτλος του. Κινηματογραφεί καρτερικά, με φυσικούς φωτισμούς, τόσο ώστε συχνά να βλέπεις τον ήλιο να κρύβεται πίσω από τα σύννεφα και να ξαναβγαίνει. Με ζεστασιά, αργά και παρατηρητικά στις ήρεμες στιγμές, της ενδοσκόπησης, της οικογενειακής θαλπωρής, ή στροβιλίζοντας με αυξανόμενη ενέργεια την κάμερα στις σκηνές του χορού, τόσο αφηγηματικές όσο κι οι διάλογοι, όταν η Λαρά μιλά με το σώμα της και το πιέζει να καταφέρει τις επιθυμίες της, σαν να το τιμωρεί.

Κάθε ιστορία ενηλικίωσης είναι μια ιστορία αλλαγών, ακόμα περισσότερο αυτή εδώ, όταν η αλλαγή είναι το ζητούμενο για την ίδια την ύπαρξη. Κι ο Ντοντ καταφέρνει να μεταφέρει την ιστορία του, του εσωτερικού πανικού, της εφηβικής τρέλας που γεννά άγνωστες ορμόνες, της βιασύνης να γίνεις αυτό που θα ήθελες, αυτή τη στιγμή, χωρίς μελόδραμα και κορώνες, μόνο με προοδευτική, σαρωτική συγκίνηση. Κι αν το φινάλε της ταινίας είναι αμφιλεγόμενο, ανάμεσα στην ήττα και τον θρίαμβο, θα ήταν παράξενο μια πρώτη ταινία να μην έχει «εφηβικές» αδυναμίες. Ψιθυρίζοντας το πάθος του, το «Κορίτσι» δοκιμάζει τη δύναμή του, έτοιμο για όλα. Κι αυτό που κερδίζει είναι μια νέα «δήλωση ταυτότητας» για τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή του, όπως ακριβώς είναι η επιθυμία της ηρωίδας τους.


Phoenix 607

«Το Τραγούδι του Φοίνικα» του Κρίστιαν Πέτσολντ

Θα μπορούσαμε να προτείνουμε και το υπέροχο κι επίκαιρο «Transit» του Πέτσολντ (που αν δεν το έχετε δει, αναζητήστε το κι αυτό!). Αλλά αυτό εδώ το αγαπάμε πολύ. Ενα βραδυφλεγές φιλμ νουάρ στην μεταπολεμική Γερμανία. Μία τζαζ ιστορία αγάπης σε καιρούς που έχουν βομβαρδιστεί οι «Καζαμπλάνκες» - έξω και μέσα μας.

Ιούνιος, 1945. Η Νέλι, μία εβραία γυναίκα, πάλαι ποτέ μεγαλοαστή κληρονόμος από το Βερολίνο, παραμορφωμένη από τα βασανιστήρια, φυγαδεύεται από το Αουσβιτς σε μυστική κλινική. Εκεί υποβάλλεται σε πλαστικές, κι ο γιατρός της εξηγεί ότι της χάρισε ένα νέο πρόσωπο - με αυτό μπορεί να κάνει μια καινούργια, ασφαλή αρχή. Εκείνη όμως δε θέλει τίποτα καινούργιο. Θέλει το παρελθόν. Θέλει την παλιά της ζωή πίσω. Θέλει τον Τζόνι, το γόη σύζυγό της. Εκείνον που έπαιζε πιάνο στα τζαζ μπαρ κι εκείνη τραγουδούσε. Εκείνον, που σύμφωνα με την Αντίσταση, την πρόδωσε στους Ναζί. Μόνο που η Νέλι δε θέλει να το πιστέψει. Επιστρέφει στο Βερολίνο για να τον αναζητήσει. Τον βρίσκει να δουλεύει στο «Phoenix», ένα κλαμπ στην αμερικανική συνοικία. Οχι μόνο δεν την αναγνωρίζει, αλλά της προτείνει να υποδυθεί την νεκρή γυναίκα του («υπάρχει κάτι αδιόρατο πάνω σου που της μοιάζει») για να εισπράξει την κληρονομιά της. Μουδιασμένη, η Νέλι δέχεται. Κι ο Τζόνι της διδάσκει από την αρχή ποια ήταν - πώς ντυνόταν, τι χρώμα είχαν τα μαλλιά της, πώς κοιτούσε, το γραφικό της χαρακτήρα. Εκείνη σιωπηλή, τον παρατηρεί, αφουγκράζεται. Προσπαθεί να βρει τη στιγμή που θα καταλάβει: την αγαπούσε ο Τζόνι, κάποτε; Ή την σκότωσε;

Στην πέμπτη του συνεργασία με την μούσα και πρωταγωνίστριά του Νίνα Χος, ο Κρίστιαν Πέτσολντ («Barbara», «Yella») πλάθει μία ταινία εποχής που κοιτά κατάματα το παραμορφωμένο πρόσωπο της μεταπολεμικής Γερμανίας και την σκληρή πραγματικότητα μίας ανεπιστρεπτί χαμένης αθωότητας. Κανείς δεν μπορεί να γυρίσει πίσω το χρόνο. Κανείς δεν μπορεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να μην αντικρύσει την τερατόμορφη ουλή που στιγμάτισε μια χώρα. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ευθύνες του.


Η ταινία θα μπορούσε να έχει καταλήξει ακαδημαϊκή - ένα στυλιζαρισμένο δράμα εποχής, με επίκεντρο τους επιζήσαντες από το Ολοκαύτωμα και ξεκάθαρα μηνύματα σύγχρονης ιστορίας. Μόνο που ο Πέτσολντ έχει έναν διακριτικό αλλά υποβλητικό τρόπο να πλάθει ταινίες που ξεπερνούν την αισθητική και την επιδερμίδα τους. Μαζί με τον φωτογράφο του Χανς Φρομ σχεδίασαν ένα σύμπαν όπου η ατμόσφαιρά σου επιβάλλεται κι οι φωτοσκιάσεις του νουάρ έχουν λόγο που ξεπερνά το στιλ, καθώς μιλά για μια εποχή που όλοι κρύβουν από ενοχή ή τρόμο το πρόσωπό τους. Το εύρημα της τζαζ, η 40ς γοητεία των καμπαρέ, τα κόκκινα έτσι όπως ξεπηδούν ανάμεσα στις σκιές και τις στάχτες - όλα συγκρούονται με τον ευρύτερο καμβά: το βομβαρδισμένο τοπίο.

Σιωπηλά, αθόρυβα, λιτά, αλλά με μάτια που καίνε ενέργεια μεγατόνων, η Νίνα Χος (ίσως στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της) πλάθει μία γυναίκα, που υποδύεται μία γυναίκα, που υποδύεται μία γυναίκα με έναν τρόπο που προκαλεί... «Vertigo». Ο έρωτας, η αμφιβολία, ο τρόμος της προδοσίας, η γυναικεία ανασφάλεια, η ελπίδα - όλα κρύβονται σε βουβά, μελαγχολικά βλέμματα, μικροστιγμές, αγγίγματα. Η Χος πλάθει μία παράφορα ερωτευμένη γυναίκα, όπως εκείνες στις ταινίες εποχής που πάντα αγαπούσαν έναν «Τζόνι» - έναν αντιήρωα, έναν τυχοδιώκτη, ένα μικρό κάθαρμα. Κι ο Ρόναλντ Ζέρφελντ (ο γιατρός του «Barbara») μετατρέπεται αβίαστα σε μικρό κάθαρμα. Γοητευτικός, τραχύς, μυστηριώδης. Μία ερμηνεία μετρημένη και άριστα ισορροπημένη πάνω στο τεντωμένο σκοινί της αμφιβολίας: όντως πρόδωσε τη γυναίκα του ή ήταν ο εύκολος στόχος, καθώς κανείς ποτέ δεν κατάλαβε γιατί η μεγαλοαστή παντρεύτηκε έναν πιανίστα;

Μία ιστορία αγάπης σε καιρούς που έχουν βομβαρδιστεί οι «Καζαμπλάνκες», τόσο κυριολεκτικά όσο και μέσα μας, πλάθει ο Πέτσολντ. Mία σπαραχτική Ιλσα που το μόνο που θέλει είναι να play it again. Κι ένα αρσενικό που δεν ξέρουμε αν ποτέ υπήρξε Μπόγκαρντ, ή εκείνη τον ονειρεύτηκε έτσι μέσα στο ημίφως, τους καπνούς, τα ερωτόλογα.


Sidewalls MAIN

«Μεσοτοιχίες» του Γκουστάβο Ταρέτο

Μπορεί να την έχετε δει. Αλλά είναι αγαπημένη μας. Πόσο εύκολο είναι να βρεις σε μία πόλη εκατομμυρίων, έναν ακόμα άνθρωπο; Πόσο μάλλον, να βρεις επιτέλους τον εαυτό σου; Χρυσή Αθηνά, 2010

Ο Μάρτιν είναι ένας 30χρονος web designer. Γλυκός, φοβισμένος, υποχόνδριος χρησιμοποιεί το Internet για να φέρει τον κόσμο κοντά του και να κρατήσει την πραγματική ζωή μακριά. Δουλεύει, ερευνά, παίζει, παραγγέλνει, ακούει μουσική, τσατάρει, βλέπει ταινίες, γνωρίζει γυναίκες μέσα από το διαδίκτυο. Η Μαριάνα μετακομίζει σ' ένα γειτονικό κτίριο. Στην ουσία επιστρέφει στο παλιό της διαμέρισμα, μετά από μία σχέση 4 χρόνων που την ισοπέδωσε. Με σπουδές και όνειρα στην αρχιτεκτονική, έχει καταλήξει να σχεδιάζει βιτρίνες πολυκαταστημάτων και να μην σχεδιάζει τίποτα για το μέλλον. Πανέμορφη - αλλά παγωμένη, μουδιασμένη, αγοροφοβική, μένει κλεισμένη σπίτι της και προσπαθεί να σβήσει τις αναμνήσεις από τον Mac και την καρδιά της. Εξω από τα μεγέθους σπιρτόκουτου διαμερίσματά τους το Μπουένος Αϊρες πάλλεται. Μία μητρόπολη εκατομμυρίων κατοίκων στην οποία ψάχνεις έναν ακόμα, αλλά και τον ίδιο σου τον εαυτό που εξαφανίζεται μέρα με την μέρα. Θα συναντηθούν ποτέ ο Μάρτιν και η Μαριάννα;

Ο Γκουστάβο Ταρέτο τολμά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στην μεγάλου μήκους, επεκτείνοντας στην ουσία το ομώνυμο 28λεπτο φιλμάκι του από το 2005. Ο Αργεντίνος σκηνοθέτης υποκλίνεται από τα πρώτα κιόλας πλάνα του στον Γούντι Αλεν. Μουσική, ανδρικό voice over και ξενάγηση σε αστικά τοπία - καδραρισμένα ολοφάνερα από έναν άνθρωπο ερωτευμένο με την πόλη του. Εδώ όμως δεν μιλάμε για το ονειρικό Μανχάταν, αλλά για το χαοτικό, ακατάστατο, βρώμικο, τσιμεντένιο Μπουένος Αϊρες. Εκεί, η ομορφιά είναι πιο επιτηδευμένα κρυμμένη και οι κάτοικοί του πρέπει να ρίξουν τοίχους, πραγματικούς και συμβολικούς, για να τη δουν. Ανόμοια, ογκώδη, συχνά τερατόμορφα κτίρια κρύβουν τον ορίζοντα. Χιλιάδες καλώδια λερώνουν τον ουρανό. Σπίτια που υπόσχονται να σε στεγάσουν, σε φυλακίζουν. Σύρματα που προσφέρουν άμεση, απεριόριστη επικοινωνία, σε κρατούν μόνο.

Εκεί ο Ταρέτο όμως κάνει την παρέμβασή του. Η ομορφιά είναι πραγματικά στα μάτια όποιου κοιτάζει. Κι εκείνος, όπως και ο διευθυντής φωτογραφίας του Λεάντρο Μαρτίνεζ, ατενίζουν με νεανική αισιοδοξία, ατμοσφαιρική τρυφερότητα και ηλιόλουστο χιούμορ το χάος της πόλης τους – επιτυγχάνοντας την τέλεια παραβολή: δεν αξίζει αγάπη μόνο το «τακτοποιημένο», το αποδεκτό, το αισθητικά τέλειο. Οσο τέρατα κι αν αισθανόμαστε, την αξίζουμε και εμείς.


«True Love Will Find You in the End» τραγουδά με μελαγχολική αυτοπεποίθηση ο Ντάνιελ Τζόνστον όσο ο Μάρτιν και η Μαριάνα μάταια τριγυρνούν στις γειτονιές τους, χωρίς να συναντιούνται. Χάνουν ο ένας τον άλλον για λίγα δευτερόλεπτα, χάνουν το χρόνο και το κουράγιο τους με λάθος άτομα. Ο Ταρέτο όμως τους αγαπά. Απεικονίζει χαριτωμένα και με βαθιά κατανόηση τις νευρώσεις τους, φωτίζει το ψυχρό μπλε της αστικής τους μοναξιάς με ζεστές αντιθέσεις και πολύχρωμες εικονογραφήσεις από την ποπ κουλτούρα της γενιάς μας. Τους διακωμωδεί, τους νιώθει, τους επιτρέπει σιωπές, αλλά ταυτόχρονα τους γράφει υπέροχα, λυρικά voice over. Εσωτερικούς μονολόγους μέσα από τους οποίους ανοίγουν τις κλειδωμένες καρδιές τους – δραπετεύουν, συναντούν τα δικά μας όνειρα, τις δικές μας κρυφές ανασφάλειες.

Κάπου εκεί τους ερωτευόμαστε κι εμείς. Τους αναγνωρίζουμε. Ζουν στα διπλανά μας διαμερίσματα, ή, γιατί να το κρύψουμε άλλωστε, ανάμεσα στους τοίχους μας. Κι όσο ο Ταρέτο χτίζει μία υπόγεια ένταση για το αν θα συναντηθούν πότε, τόσο κι εμείς, λεπτό προς λεπτό, απαιτούμε το χάπι εντ. Το δικό τους, το δικό μας δεν ξέρουμε πια...Και ποιος μας έμαθε ότι το χάπι εντ είναι κινηματογραφικός συμβιβασμός; Ποιος εφηύρε την φράση «αυτά συμβαίνουν μόνο στο σινεμά;». Η ίδια φωνή που μας αφήνει μόνους απαιτώντας τίποτα λιγότερο από το όνειρό μας, ενώ ταυτόχρονα μας ψιθυρίζει ότι μόνο οι ανόητοι ονειρεύονται;

Οι μεσοτοιχίες – η πιο άσχημη πλευρά ενός κτιρίου- δεν χωρίζουν μόνο, ενώνουν. Δεν αποτελούν μόνο την άβαφη, μουτζουρωμένη από φτηνές ακαλαίσθητες ρεκλάμες φυσιογνωμία ενός σπιτιού. Συχνά, στις ρωγμές τους φυτρώνουν ατίθασες, άγριες πρασινάδες. Ή ξεφυτρώνουν παράνομα κατά την πολεοδομία παράθυρα ενοικιαστών που αρνήθηκαν να ζουν χωρίς θέα.


Δείτε και διαβάστε περισσότερα: