Αν θέλουμε να ανακαλύψουμε το πρώτο δείγμα ευρωπαϊκού Γουέστερν, θα πρέπει να ταξιδέψουμε χρονικά μέχρι το 1896 και το «Repas d'indiens» του Γκαμπριέλ Βέιρ, ενός Γάλλου φωτογράφου και κινηματογραφιστή υπό την ομπρέλα των αδελφών Λιμιέρ, ο οποίος αρχικά ταξίδεψε στην Λατινική Αμερική για να μεταδώσει το όραμα των Γάλλων κινηματογραφικών πρωτοπόρων αλλά έμελλε τελικά να γράψει ο ίδιος την δική του ιστορία αποτυπώνοντας στο φακό του 35 φιλμ από το Μεξικό.
Στο μονόλεπτο φιλμ του ουσιαστικά ο Βέιρ αποτυπώνει μία ομάδα Ινδιάνων που απολαμβάνει το μεσημεριανό της καθισμένη στην άκρη του δρόμου, όσο περαστικοί παρακολουθούν το ξεχωριστό και για τους ίδιους θέαμα. Αφηγηματικά, φυσικά και το «Repas d'indiens» δεν έχει να επιδείξει τίποτα κοινό με τις ταινίες που θα ακολουθήσουν, ορίζοντας τελικά ένα ολόκληρο φιλμικό είδος. Η αξία του όμως παραμένει αξεπέραστη, ακριβώς γιατί αποτελεί μια πρώτη αφιλτράριστη ματιά σε μια άλλη εποχή, ποτισμένη τόσο με την μαγεία του σινεμά όσο και με την αμεσότητα ενός πρώιμου ντοκιμαντέρ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα ευρωπαϊκά στούντιο δεν έκρυψαν τον ενθουσιασμό τους για τις εικόνες της Αγριας Δύσης και τις ιστορίες που αποκτούσαν μυθικές διαστάσεις στο ευρωπαϊκό κοινό. Οι Γάλλοι (αναμενόμενα) ήταν οι πρώτοι που επένδυσαν στο είδος, γυρίζοντας την εποχή του βωβού σινεμά γουέστερν στην γαλλική Καμάργκ, όπως η σειρά ταινιών με πρωταγωνιστή τον «Arizona Bill» τα έτη 1911-1913. Αν και δεν έλειψαν οι περιπτώσεις ταινιών που γυρίστηκαν όντως σε αμερικανικό έδαφος, οι Γάλλοι σαφώς καταλάβαιναν ότι υπήρχαν φτηνότερα ή εγγύτερα μέρη για να πραγματοποιήσουν τα γυρίσματα των φιλμ, χρησιμοποιώντας τελικά την ισπανική Αλμέρια, τα βουνά της Ουκρανίας και του Μαυροβουνίου και τα αχανή τοπία του Ισραήλ, της Βοσνίας και της Νότιας Αφρικής ως υποκατάστατα του Far West.
Αφίσα για τον «Θησαυρό της Χαμένης Λίμνης» του Χάραλντ Ράινλ (1962)
Αν και οι Γάλλοι ήταν οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με το είδος, τελικά οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ήταν που κέρδισαν σε ποσότητα. Οσο οι γεννημένοι στην Γερμανία Νίκολας Ρέι, Φριτς Λανγκ και Ρόμπερτ Σιόντμαρκ γύριζαν γουέστερν στο Hollywood, στη Γερμανία, ακόμα και υπό την παρουσία των Ναζί, το είδος γνώρισε την αποδοχή κυρίως επειδή ο συγγραφέας Καρλ Μέι είχε επενδύσει εκεί ήδη λογοτεχνικά. Κάποιοι σύγχρονοι αναλυτές μάλιστα βρήκαν ιδεολογικούς συσχετισμούς ανάμεσα στο έργο του Μέι και την ναζιστική Γερμανία, αποκαλώντας τον συγγραφέα ως τον «Καουμπόι μέντορα του Φύρερ». Τα «The Kaiser of California» του Λούις Τρένκερ (1936), «Ο θησαυρός της Χαμένης Λίμνης» του Χάραλντ Ράινλ (1962) και «Pyramid of the Sun God» του Ρόμπερτ Σιόντμαρκ (1965) αποτελούν χαρακτηριστικά «Sauerkraut Western», όπως κατέληξαν να ονομάζονται, επηρεασμένα τόσο από τα αρχέτυπα της Άγριας Δύσης όσο και από την ευρωπαϊκή οπτική περί γενναιότητας και ηθικής.
Σκηνές από το «Για Μια Χούφτα Δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε (1964)
Ηταν τα ιταλικά «Spaghetti Western» ωστόσο αυτά που αναβίωσαν ουσιαστικά το είδος την δεκαετία του 1960, ενσωματώνοντας στο γουέστερν στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, όσο και αν οι επιρροές δεν ήταν εμφανώς ορατές. Ομως η χρήση των σκηνικών για την μετάδοση της εγκατάλειψης ή της μοναχικότητας, το ντύσιμο και το μακιγιάζ των ηθοποιών με τρόπο που να μαρτυρά την κοινωνική τους θέση, η αξία του χρήματος και η επιρροή του στις ζωές όλων, η χρήση της βίας ως προέκταση της κοινωνικής αντιξοότητας, η απουσία του Θεού αλλά και η έμμεση ενσωμάτωση βιβλικών θεματικών στην αφήγηση αποτελούν όλα στοιχεία του ιταλικού νεορεαλισμού που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βρήκαν τη θέση τους στην αποτύπωση μιας διαφορετικής μέχρι τότε Αγριας Δύσης. Ο «Τζάγκο, ο τρομοκράτης του Πάσσο-Ντόμπλε» του Σέρτζιο Κορμπούτσι (1966) και το «Για Μια Χούφτα Δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε του 1964 (αλλά και οι επόμενες ταινίες της Τριλογίας του Δολαρίου, «Μονομαχία Στο Ελ Πάσο» του 1965 και « Ο Καλός, Ο Κακός και ο Ασχημος» του 1966) αποτέλεσαν το σημείο αναφοράς για κάθε επόμενη απόπειρα στο είδος, όχι απλά καθιερώνοντας στην φιλμική αιωνιότητα το όραμα των δημιουργών τους αλλά και επαναδιατυπώνοντας το αρχέτυπο του μοναχικού καβαλάρη στα πρόσωπα των Κλιντ Ιστγουντ και Φράνκο Νέρο.
Αφίσα για το «Τζάγκο, ο τρομοκράτης του Πάσσο-Ντόμπλε» του Σέρτζιο Κορμπούτσι (1966)
Προσπερνώντας την παραδοξότητα των γουέστερν των χωρών του ανατολικού μπλοκ (η ανατολική Γερμανία, η Τσεχοσλοβακία, ακόμα και η Σοβιετική ένωση είχαν τα δικά τους «osterns» που διαδραματίζονταν στην ρωσική και την ουκρανική στέπα), το είδος έχασε σταδιακά και πάλι την δημοτικότητά του, βασιζόμενο εξολοκλήρου πια στο πάθος μεμονωμένων σκηνοθετών, οι οποίοι προσπαθούσαν μέσα από τους αισθητικούς και αφηγηματικούς του όρους, να πουν μια πιο άχρονη ιστορία, η οποία θα μπορούσε να αποτελεί κάλλιστα μια μεταφορά για το σήμερα. Στην Αμερική, τα western δε σταμάτησαν ποτέ ουσιαστικά να γυρίζονται, με τους «Ασυγχώρητους» μάλιστα του Κλιντ Ιστγουντ (1992) να αποτελούν και ένα από τα πιο – καλλιτεχνικά και εμπορικά – σύγχρονα δείγματα του είδους. Στην Ευρώπη όμως, τα δείγματα ήταν σαφώς λιγότερα και μη επαρκή για τη δημιουργία ενός νέου ρεύματος.
Ωστόσο, η δύναμη του είδους παραμένει αμετάβλητη. Στους «Αδελφούς Σίστερς», ο Ζακ Οντιάρ δεν πραγματοποιεί απλά το αγγλόφωνο ντεμπούτο του αλλά κοιτά κατάματα και ξεκάθαρα τα θεμέλια μιας χώρας που χτίστηκε πάνω σε μετανάστες και τυχοδιώκτες, εργάτες και οπορτουνιστές, σε Ευαγγελιστές, χαρτοπαίκτες, ληστές και πόρνες, που όλοι μοιράζονται ένα κοινό όνειρο και μία ίδια πλάνη. Εκ πρώτης όψης, τα πάντα μοιάζουν να ανήκουν σε ένα αρχετυπικά αμερικανικό κινηματογραφικό σύμπαν. Πίσω όμως τα προφανή, ο Οντιάρ προσφέρει μια ειλικρινή αποτύπωση της Αγριας Δύσης και μια ερμηνεία μέσα από ένα άκρως ευρωπαϊκό βλέμμα, σαρκαστικό, μακάβριο αλλά και συναισθηματικά γενναιόδωρο, λίγο πολύ όπως έκανε πάντα σε κάθε ταινία της καριέρας του.
Ο Ζακ Οντιάρ στα γυρίσματα της ταινίας «Οι Αδελφοί Σίστερς»
Για αυτό και με αφορμή την ταινία του Ζακ Οντιάρ, εξερευνούμε τις λιγοστές αλλά πάντα αξιοπερίεργες περιπτώσεις των σύγχρονων ευρωπαϊκών γουέστερν, τα οποία μπορεί μεν να δανείζονται από το πάνθεον των αμερικανικών κλασικών ομολόγων τους, βρίσκουν όμως πάντα τον τρόπο να αντιστρέφουν τις συμβάσεις και να μιλούν για κάτι πολύ πιο κοντινό από τους κινδύνους της Αγριας Δύσης, καταλήγοντας πάντα σε μια αναμφισβήτητα αλήθεια. Η Αγρια Δύση βρίσκεται μέσα μας.
Αυτά είναι τα 10 (+1) ευρωπαϊκά σύγχρονα (και ενίοτε «πειραγμένα») γουέστερν που – ανεξάρτητα από το πόσο τελικά καλά ή κακά είναι – αξίζουν της προσοχής μας.
Slow West του Τζον Μακλίν – 2015
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από «μελαγχολικό road movie» ως «παραμυθένια ταινία ενηλικίωσης», όμως το «Slow West» του Τζον Μακλίν παραμένει στη βάση του ένα αυθεντικό ευρωπαϊκό γουέστερν, αποτυπώνοντας την Αγρια Δύση ως μια χώρα περιπλανώμενων μεταναστών από την Ευρώπη όπου η μόνη σταθερά παραμένει η υποτίμηση και η κακομεταχείριση των γηγενών Αμερικανών και ντύνοντας κάθε κομμάτι της αφήγησης με έναν μελαγχολικό μουσικό σκοπό, συγκρούοντας τον λυρισμό με την αυστηρότητα του τοπίου. Ο Σίλας Σέλεκ του Μάικλ Φασμπέντερ είναι ένας επικίνδυνος περιπλανώμενος αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο έφηβος Τζέι του Κόντι Σμιτ-Μακφί είναι απλά ένας ερωτευμένος νέος που έχει έρθει στην Αμερική για να βρει την αγαπημένη του, κι οι δύο μαζί όμως αποτελούν ένα δίδυμο που αναδεικνύει κάθε αντίθεση και αντίφαση της Αγριας Δύσης, ενός τόπου όπου το όνειρο και ο θάνατος αλληλοσυμπληρώνουν τον ίδιο μύθο. (Χώρα Προέλευσης: Μεγάλη Βρετανία)
Gold του Τόμας Αρσλάν – 2013
Ακολουθώντας την κληρονομιά πλήθους τυχοδιωκτών της Αγριας Δύσης, έτσι και η Εμιλι Μέγιερ της Νίνα Χος, μια Γερμανίδα μετανάστης από το Σικάγο, ταξιδεύει (με μία ομάδα συμπατριωτών της) στην Αγρια Δύση του 1989 με την υπόσχεση του πλούτου και της ευτυχίας, δηλαδή για να ανακαλύψει χρυσό. Η διαδρομή της φυσικά, η οποία δανείζεται από την αισθητική του γουέστερν αλλά δεν οικειοποιείται και την ένταση της αφήγησής του, μεταφράζεται μέσα από τον φακό του Αρσλάν ως ένα εσωτερικό ταξίδι αυτοανακάλυψης, όπου κάθε εμπόδιο που αναπόφευκτα αντιμετωπίζει και η ομάδα είναι ένα ακόμα βήμα στην πορεία για την κατάκτηση της ευτυχίας, κάτι που φυσικά ούτε στην Αγρια Δύση αλλά ούτε και στο ευρωπαϊκό σινεμά αποτελεί εύκολη υπόθεση. Το τελικό αποτέλεσμα δεν δικαιώνει απόλυτα τις προσδοκίες, μαρτυρά ωστόσο πόσο καλά μπορεί να λειτουργήσει η αφήγηση ενός γουέστερν για να εστιάσει στην μοναχικότητα, στο κυνήγι της ευτυχίας και, κυρίως, στην ανάγκη της επιβίωσης μέσα σε έναν μόνιμα εχθρικό κόσμο. (Χώρα Προέλευσης: Γερμανία)
Dear Wendy του Τόμας Βίντερμπεργκ – 2005
Σε μία άχρονη, ανώνυμη Αμερικανική πόλη, ένας νέος δημιουργεί μια συμμορία απόκληρων, της οποίας τα μέλη συνδέει η κοινή αγάπη για τα όπλα και τον κώδικα τιμής τους. Βασισμένο σε μια ιδέα (καμία έκπληξη) του Λαρς Φον Τρίερ και γυρισμένο σε τοποθεσίες της Δανίας και της Γερμανίας που εμπνέονται από την ερημιά της Αγριας Δύσης (σε μεγάλο βαθμό η ταινία γυρίστηκε σε μια εγκαταλειμμένη αμερικανική στρατιωτική βάση), το φιλμ ουσιαστικά εξερευνά την ιδέα και τον μύθο του Far West μέσα από έναν ευρωπαϊκό παραμορφωτικό καθρέφτη, αντλώντας από τα μοτίβα ενός παραδοσιακού γουέστερν και συνδέοντάς τα με την σύγχρονη οπλοκατοχή στις ΗΠΑ. Εχοντας δημιουργηθεί από τα μυαλά των Βίντερμπεργκ και Τρίερ, προφανώς η ταινία αποτελεί και έναν ηθικό σχολιασμό πάνω στην χρήση των όπλων, όσο στο φόντο περνούν και αναφορές σχετικά με την Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή είναι μια πολύ «πειραγμένη» Αγρια Δύση. (Χώρες Προέλευσης: Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία)
Μακριά από τους Ανθρώπους του Νταβίντ Ελοφέν – 2014
Στο «Μακριά από τους Ανθρώπους», η αποικιοκρατία παραμένει μόνο που ο Νταβίντ Ελοφέν αντικαθιστά την Αγρια Δύση με την Αλγερία του 1954 για να αφηγηθεί την ιστορία δύο ανδρών που συναντώνται υπό εχθρικές συνθήκες (ο ένας είναι ένας ντόπιος που κατηγορείται για φόνο, ο άλλος, για ακόμα μια φορά ένας δωρικός Βίγκο Μόρτενσεν, είναι ο δάσκαλος του χωριού που αναλαμβάνει να τον συνοδεύσει μέχρι την πόλη όπου θα δικαστεί) για να επαναστατήσουν στην πορεία ο καθένας απέναντι στις συμβάσεις που τον περιορίζουν, που τον ορίζουν, που δημιουργούν ερήμην την αυστηρή εικόνα στην οποία πρέπει να υπακούν. Σινεμασκόπ πανοραμικά πλάνα, το αρχέτυπο του σιωπηλού μοναχικού άνδρα, ο παραμελημένος ντόπιος, οι αυστηροί προσωπικοί κανόνες και μια σκληρή ηθική που υπερνικά τα πάντα προδίδουν τις επιρροές ενός κλασικού αμερικανικού γουέστερν, ο Ελοφέν όμως καταφέρνει να κάνει όλη αυτή την μυθολογία οικουμενική επιβεβαιώνοντας όχι μόνο το πνεύμα του Καμί αλλά και τις ευαισθησίες ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά. (Χώρα Προέλευσης: Γαλλία)
The Dark Valley του Αντρέας Προτσάσκα – 2014
Ενας λιγομίλητος μοναχικός άνδρας καταφθάνει σε ένα απομονωμένο χωριό των Αλπεων. Κανένας δεν ξέρει ούτε από πού ήρθε, ούτε και τι αναζητά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κανείς δε θέλει τον ξένο να παραμείνει στο χωριό. Και όλοι, θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να παραμείνει κάθε μυστικό τους σκοτεινό και ανομολόγητο. Ο (πρώην μοντέρ του Χάνεκε) Αντρέας Προτσάσκα εμπνέεται από τα μοτίβα ενός κλασικού γουέστερν, προσθέτει στην αφήγηση στοιχεία ενός παραδοσιακού γερμανικού Heimatfilm (ενός προσφιλούς γερμανικού και αυστριακού genre κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1940, 1950 και 1960, το οποίο αφηγούνταν κατά κανόνα ηθικές, συναισθηματικές ιστορίες στην ύπαιθρο), βασίζεται στο αρχέτυπο ενός μοναχικού πιστολέρο και παραδίδει τελικά κάτι μετέωρο ανάμεσα στις πολλαπλές επιρροές, που όμως αποδεικνύει ότι οι θεματικές της Αγριας Δύσης δεν είναι τελικά αποκλειστικό προνόμιο των γουέστερνπαρά κομμάτια μιας εξίσου σκοτεινής ευρωπαϊκής αφήγησης, περισσότερο γνώριμης από όσο θα θέλαμε να ελπίζουμε. (Χώρες Προέλευσης: Αυστρία, Γερμανία)
The Salvation του Κρίστιαν Λέβρινγκ – 2014
Χρησιμοποιώντας την Νότια Αφρική ως την Αγρια Δύση του 19ου αιώνα, ο Δανός Κρίστιαν Λέβρινγκ εγκαταλείπει τις αυστηρές οδηγίες του Δόγματος 95 για αφηγηθεί μια ιστορία που κοιτά με θαυμασμό τόσο τον Τζον Φορντ όσο και τον Σέρτζιο Λεόνε, αναπαράγοντας ευλαβικά κάθε κανόνα/στερεότυπο του φιλμικού γουέστερν, από τα εντυπωσιακά πανοραμικά πλάνα και τις αδίστακτες μονομαχίες με όπλα μέχρι τον απαραίτητα σιωπηλό ήρωα και την θανάσιμη ηθική της Αγριας Δύσης. Ακολουθώντας την ιστορία ενός Δανού στρατιώτη που δολοφονεί δύο εγκληματίες ως εκδίκηση για τους φόνους της οικογένειάς του για να βρεθεί τελικά ο ίδιος στο στόχαστρο του αρχισυμμορίτη της περιοχής, ο Λέβρινγκ είναι ενθουσιώδης και σίγουρα γνωρίζει αισθητικά να τιμά τις απαρχές του είδους, δεν καταφέρνει ωστόσο να οικειοποιηθεί πλήρως την μυθολογία του γουέστερν για να προσφέρει μια αναζωογονητική, προσωπική εκδοχή. Παρόλα αυτά, δίνει στην Εύα Γκριν τον ρόλο μιας femme fatale της Αγριας Δύσης, η οποία αποκαλείται «Πριγκίπισσα» και δε μιλά γιατί οι Ινδιάνοι της έχουν κόψει τη γλώσσα, κάτι που σίγουρα βοηθά τις cult επιδιώξεις της ταινίας. (Χώρες Προέλευσης: Δανία, Σουηδία, Βέλγιο, Μεγάλη Βρετανία)
Αφερίμ! του Ράντου Ζούντε – 2015
Τοποθετημένο στην Bλαχία του 1835 όπου συνυπάρχουν Ρουμάνοι χωροφύλακες, Έλληνες έμποροι, Σοβιετικοί κατακτητές και πλήθος λαών σε συνεχείς αναμεταξύ τους πολιτιστικές αντιπαραθέσεις, φωτογραφημένο σε έντονη ασπρόμαυρη φωτογραφία που δείχνει να καταφέρνει να αντισταθμίσει την έλλειψη χρώματος με άπειρες σκιές και διαβαθμίσεις του ασπρόμαυρου και χρησιμοποιώντας μιας γλώσσα βγαλμένη από τα λεξικά εγχειρίδια της εποχής (το σενάριο βασίζεται σε μερικά από τα κείμενα που διασώζονται από τότε), το «Αφερίμ!» (το «εύγε!» στα τουρκικά, συχνά με την ίδια ειρωνική απόχρωση) αποτελεί ένα φιλμ που δείχνει να πατάει γερά στο παρελθόν όσο η ματιά του παραμένει εξαιρετικά οξυδερκής και σύγχρονη. Εξάλλου, αν κάποιος αγνοήσει το φολκλορικό ιστορικό στοιχείο, θα διαπιστώσει ότι το φιλμ χαρακτηρίζεται από τις μόνιμες ανησυχίες του σύγχρονου ρουμάνικου κινηματογράφου: το (όχι πάντα προφανές) παιχνίδι της εξουσίας και της υποταγής, την μόνιμη υποψία για τις πραγματικές προθέσεις των συμπολιτών και την μόνιμα κριτική ματιά στα κακώς κείμενα της κοινωνίας με έξτρα δόσεις ειρωνείας και μαύρου χιούμορ, όλα ιδωμένα μέσα από το πρίσμα ενός βαλκανικού – θεματικά και αισθητικά – γουέστερν, σε μια εποχή όπου τα πράγματα είναι τόσο διαφορετικά αλλά και τόσο ίδια με το σήμερα. (Χώρες Προέλευσης: Ρουμανία, Βουλγαρία, Δημοκρατία της Τσεχία, Γαλλία)
Blackthorn του Ματέο Γκιλ – 2011
Κατά κάποιο τρόπο, η ταινία του Γκιλ θα μπορούσε να θεωρηθεί άτυπο sequel των «Δύο ληστών» του Τζορτζ Ρόι Χιλ (η αλλιώς «Butch Cassidy and the Sundance Kid» στον πρωτότυπο τίτλο του), καθώς επιλέγει να θεωρήσει πως ο Μπουτς Κάσιντι επέζησε του φινάλε της ταινίας για να επιστρέψει τελικά στη Βολιβία και να συνεχίσει, με άλλο πλέον όνομα, την μοναχική ζωή του. Το «Blackthorn», παίρνοντας τον τίτλο του από το νέο όνομα που χρησιμοποιεί ο ήρωας, είναι ουσιαστικά ένα μικρό ψυχολογικό φιλμ που βασίζεται κυρίως στην σωματική παρουσία του Σαμ Σέπαρντ, μια ελεγειακή αφήγηση που, αν και δεν καταφέρνει να σκάψει πολύ βαθιά, τιμά την μελαγχολία των γουέστερν παρουσιάζοντας την μοναξιά ως ίσως τον μεγαλύτερο κακό της Αγριας Δύσης. Σίγουρα βοηθά και η αποτύπωση της Βολιβίας με όρους γουέστερν, προσδίδοντας στο σκηνικό μιας αίσθηση νωχελικότητας μακριά από την φρενήρη κινητικότητα που αποδίδεται στην περιοχή όταν αποτελεί το σκηνικό συναλλαγών ανάμεσα σε καρτέλ. (Χώρες Προέλευσης: Ισπανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο)
Revenge της Κοραλί Φαρζά – 2017
Ναι, το «Revenge» της Κοραλί Φαρζά δεν είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό ακούγοντας τον όρο γουέστερν όμως η αχανής έρημος, ο μοναχικός λιγομίλητος ήρωας, οι «εγκληματίες» της περιοχής, οι σφαίρες κάτω από τον καυτό ήλιο αποτελούν όλα στοιχεία μιας ταινίας που αντιμετωπίζει το genre με όρους exploitation σεβεντίλας, με μοναδικό στόχο να τους γυρίσει όλους ανάποδα και να τοποθετήσει τα πάντα σε ένα #metoo πλαίσιο, αποδομώντας το alpha male πρότυπο και λούζοντας στο αίμα κάθε εμπόδιο στη διαδρομή. Κάποιες στιγμές κάνει κοιλιά και κάποιες άλλες κυριεύεται από μια ενθουσιώδη αφέλεια, όμως ξεκάθαρα η pop αισθητική της Φαρζά είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος του «Revenge», όσο η Ματίλντα Λατς μεταμορφώνεται σταδιακά σε εκδικητή ενός ολόκληρου κινήματος υπό τους ηλεκτρονικούς retro ήχους του soundtrack. Τα Spaghetti Western σε μια νέα εποχή. (Χώρα Προέλευσης: Γαλλία)
Brimstone του Μάρτιν Κουλχόβεν – 2016
Ο Ολλανδός Μάρτιν Κουλχόβεν πραγματοποιεί το αγγλόφωνο ντεμπούτο του με μια μίξη γουέστερν και ταινίας τρόμου, ακολουθώντας την μουγκή ηρωίδα του (μια πολύπαθη Ντακότα Φάνινγκ) να κατηγορείται άδικα για φόνο σε ένα σκηνικό εχθρικό, αφιλόξενο και με την μόνιμη απειλή του θανάτου πάνω από τα κεφάλια όλων, χρησιμοποιώντας κάθε γουέστερν θεματική με όρους b-movie με ροπή στο torture porn. Πυροβολισμοί σε παράνομα σαλούν, δουλεμπόριο, στημένες δίκες, σπίτια που γίνονται παρανάλωμα του πυρός, βία, μηδενισμός, αμοραλισμός, αποτελούν όλα στοιχεία μιας ταινίας που διαβάζει το γουέστερν ως κάτι σκληρό, θανάσιμο και απόλυτα σκοτεινό, χωρίς να προσφέρει ίχνος ελπίδας παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά (και πολύ ματωμένα). Το καλό βέβαια είναι ότι ο Κουλχόφεν υποστηρίζει με θέρμη και πάθος το όραμά του, το κακό όμως είναι ότι ο υπερβάλλων ζήλος μάλλον του θολώνει τις περισσότερες φορές την κρίση. (Χώρες Προέλευσης: Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο)
Γουέστερν της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ – 2017
Η ιδέα του βαλκανικού γουέστερν δεν είναι φυσικά κάτι το καινούριο (από το ιστορικό φολκλόρ του «Αφερίμ!» μέχρι το πιο κοενικό «Οταν Ξέσπασε η Βία»), όμως στο «Γουέστερν» η Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ εστιάζει περισσότερο στη σύγκρουση της νοοτροπίας παρά στην ίδια την βία ή τα κατεξοχήν genre στοιχεία. Ο μοναχικός της καβαλάρης παραμένει σιωπηλός και εξακολουθεί να διακατέχεται από έναν σαφή κώδικα ηθικής όμως ούτε επιθυμεί να προσφέρει δικαιοσύνη, ούτε να διασχίσει κάποιο προσωπικό ταξίδι εξιλέωσης (όσο κι αν το παρελθόν του παραμένει αινιγματικά τραγικό). Αντίθετα, η ταινία τον παρακολουθεί κατά τη διάρκεια μικρών επεισοδίων που δεν έχουν αφηγηματική συνοχή όμως αθροιστικά δημιουργούν έναν ολόκληρο μικρόκοσμο αλληλεπιδράσεων όπου η σύγκρουση των δυνάμεων κρύβεται στις λεπτομέρειες: η επικοινωνία, ο macho ανδρισμός, ο ανταγωνισμός, η πολιτισμική σύγκρουση, ο ύπουλος επεκτατισμός, η αφελής περηφάνια των γηγενών και η υπερφίαλη προσέγγιση των «ευεργετών ξένων» μπαινοβγαίνουν περιοδικά κάτω από το μικροσκόπιο της Γκρίζεμπαχ χωρίς να κραυγάζουν διδακτισμό αλλά και να γίνονται μέχρι το τέλος απόλυτα σαφείς. Η Αγρια Δύση ήταν πάντα πιο κοντά από όσο θα θέλαμε να νομιζουμε. (Χώρες Προέλευσης: Γερμανία, Βουλγαρία, Αυστρία)