Ο Ιλαϊ κι ο Τσάρλι Σίστερς είναι αδέλφια και πληρωμένοι μπράβοι του «Αρχηγού», του πλούσιου προύχοντα που κινεί τα νήματα στην περιοχή τους. Οσοι κτηνοτρόφοι, αγρότες, ή απλώς χαρτοπαίκτες τού χρωστούν χρήματα βρίσκουν μπροστά τους τους τιμωρούς εκτελεστές Αδελφούς Σίστερς. Ο Τσάρλι (Χοακίν Φίνιξ) είναι ο σταρ πιστολέρο του διδύμου – γρήγορος, θανάσιμος, επιπόλαιος, αλαζόνας κι αλκοολικός. Ο Ιλαϊ (Τζον Σι Ράιλι) είναι η ήρεμη δύναμη – μεγαλύτερος, δίκαιος, συναισθηματικός, ντροπαλός, συνετός. Βρισκόμαστε βαθιά στην Αγρια Δύση: χρυσοθήρες ταξιδεύουν με καραβάνια προς το Σαν Φρανσίσκο αναζητώντας με το κόσκινό τους το αμερικανικό όνειρο σε κάθε καλιφορνέζικο ποταμό που συναντούν στο διάβα τους. Οταν ο Αρχηγός πληροφορείται ότι ένας ξένος, ο χημικός Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ (Ριζ Αχμεντ) έχει μία νέα μέθοδο για εύκολη και γρήγορη εξόρυξη χρυσού, στέλνει τους Αδελφούς Σίστερς στο κατόπι του. Πρέπει να ενώσουν δυνάμεις με έναν κυνηγό κεφαλών, τον Τζον Μόρις (Τζέικ Τζίλενχαλ), ο οποίος κι εκείνος έχει πληρωθεί για να ανακαλύψει και να παραδώσει τον Γουόρμ. Μόνο που στο Φαρ Ουέστ, οι συμμαχίες αλλάζουν κι ο μόνοι νόμοι που μετράνε είναι το χρήμα και η επιβίωση. Με αυτή τη σειρά.
Ο Ζακ Οντιάρ («Dheepan: Ο Ανθρωπος Χωρίς Πατρίδα», «Ο Προφήτης», «Σώμα με Σώμα») δεν επιχειρεί απλώς την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του. Επιπλέον, επιλέγει η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του να είναι γουέστερν – βουτώντας με το κεφάλι σ' ένα αρχετυπικά αμερικανικό κινηματογραφικό σύμπαν. Διασκευάζοντας (μαζί με τον πιστό συνσεναριογράφο του Τομά Μπιντεγκέν) το «The Sisters Brothers» του Καναδού Πάτρικ ντε Βιτ, ο Οντιάρ κοιτά κατάματα και ξεκάθαρα τα θεμέλια μιας χώρας που χτίστηκε πάνω σε μετανάστες και τυχοδιώκτες, εργάτες και οπορτουνιστές, σε Ευαγγελιστές, χαρτοπαίκτες, ληστές και πόρνες, που όλοι μοιράζονται ένα κοινό όνειρο και μία ίδια πλάνη.
Και κάπως έτσι βρίσκει χρυσό. Με πανέξυπνο χιούμορ, κοφτερό κυνισμό, ωμότητα και καλογραμμένους χαρακτήρες που συνθλίβουν τον πλαστό, σχηματικό διαχωρισμό των «καλών-κακών» των γουέστερν κι αποδομούν κάθε «ηρωισμό» του είδους, ο Οντιάρ αποκαλύπτει ποια χέρια πραγματικά έχτισαν την Αμερική, με ποια κίνητρα, ποια (ανύπαρκτη) ηθική και ποιο τίμημα.
Είναι πολύ ενδιαφέρον που την ίδια κινηματογραφική χρονιά είδαμε και το «The Ballad of Buster Scruggs» των αδελφών Κοέν που με καρικατουρίστικη σάτιρα επίσης υποσκάπτει τις «ένδοξες» ρίζες της Αμερικής, αποκαλύπτοντας τις βάσεις πάνω στις οποίες χτίστηκε, στην ουσία, ολόκληρο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα: μπερδεύοντας το εύκολο χρήμα με την ευτυχία, την επιβίωση με την εξόντωση του άλλου, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία με την ανεπίστρεπτη καταστροφή του πλανήτη. Οι τίτλοι τέλους και των δύο ταινιών συνοδεύονται με μία πικρή επίγευση: μπορεί να νομίζουμε ότι σήμερα το παιχνίδι γίνεται εξευγενισμένα και με κανόνες, όμως στην πραγματικότητα ένα ειλικρινές γουέστερν αποδεικνύει ότι ακόμα και τώρα συνεχίζονται οι νόμοι των πιστολέρο.
Μόνο που οι αδελφοί Κοέν κοιτούν τη χώρα τους, το DNA τους, δίπλα τους και μέσα τους. Για έναν Ευρωπαίο σκηνοθέτη όμως, αποτελεί ιδιαίτερο στοίχημα να καταγράψει με ένα τόσο ξεκάθαρο βλέμμα (ωμό, σκληρό, αλλά και ταυτόχρονο δίκαιο και σε σωστές ισορροπίες) την ιστορία, τις ενοχές και τα τραγικά ιστορικά λάθη της Αμερικής.
Ο Οντιάρ κερδίζει κι αυτό και πολλά ακόμα στοιχήματα. Πάνω από όλα, παραδίδει μία άκρως διασκεδαστική, mainstream ταινία για το ευρύ κοινό – μία κωμωδία με ξεκαρδιστικές ατάκες, απολαυστικούς ήρωες και πανέξυπνα ευρήματα στην πλοκή. Επιπλέον, ακόμα κι αν κριτικάρει το γουέστερν, ξέρει να κατασκευάζει με αριστοτεχνική μαεστρία ένα γουέστερν: η λαμπερή διεύθυνση φωτογραφίας, οι ευρυγώνιοι φακοί του, το βάθος πεδίου, τα πανοραμικά πλάνα του – όλα γεμίζουν την οθόνη με τα κλασικά αμερικανικά τοπία που σου κόβουν την ανάσα, τις πεδιάδες, τα άγρια βουνά και τα ποτάμια μιας χώρας-θησαυρού, που κατασπαράχτηκε για να προσφέρει πλούτο.
Τέλος, ο Οντιάρ αποσπά ερμηνείες που για πολλούς από το καστ του αποτελούν την κορύφωση της καριέρας τους. Ο πάντα εξαιρετικός Χοακίν Φίνιξ, ποτέ δεν ήταν τόσο αυτοσαρκαστικά πληθωρικός και ταυτόχρονα αυστηρά συγκρατημένος, ώστε να μην του ξεφύγει στην καρικατούρα ένας larger-than-life ήρωας. Ο Τζέικ Τζίλενχαλ γενναιόδωρα στέκεται διακριτικά στην άκρη, επίτηδες, προσφέροντας μία μελετημένη στις λεπτομέρειες της περσόνα – αυτή του σκεπτόμενου δυτικού, που πιστεύει στη δικαιοσύνη και (προ)βλέπει τα κακώς κείμενα (ο Ριζ Αχμεντ τον συμπληρώνει ως ο ονειροπόλος πολιτικός κι ο επιστήμονας άποικος). Κι ο Τζον Σι Ράιλι, βρίσκει επιτέλους έναν ρόλο-καριέρας, με μία αστεία, θλιμμένη, ειρωνική, συναισθηματική, στιβαρή ερμηνεία που θα έπρεπε να καταλήξει οσκαρική.
Μπορεί μια χώρα να επιστρέψει στο παρελθόν; Στις ρίζες, τη παρθένα της φύση; Στην μητρική αγκαλιά; Πολύ πριν εγκληματίσει, πολύ πριν μολύνει, πολύ πριν ανεπίστρεπα καταστρέψει τα πάντα; Ο Οντιάρ αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό, ένα χαμόγελο κι ένα ζεστό παιδικό κρεβάτι στο οποίο είσαι πάντα ευπρόσδεκτος να γύρεις και να ξεκουραστείς. Μη γελιόμαστε όμως. Κανείς δεν μπορεί πραγματικά να γυρίσει πίσω στα χρόνια της αθωότητας. Ειδικά όταν αυτά δεν υπήρξαν ποτέ.