Βρισκόμαστε το 1954 στην Αλγερία στην καρδιά του χειμώνα σε ένα απομονωμένο χωριό, ενώ ξεκινά ο αντιαποικιακός αγώνας ενάντια στους Γάλλους. Καθώς οι αντάρτες περικυκλώνουν την περιοχή η σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο είναι αναπόφευκτη. Ο Νταρού, ο δάσκαλος του χωριού πρέπει να συνοδεύσει τον Μοχάμεντ, έναν ντόπιο που κατηγορείται για φόνο, μέχρι την πόλη όπου πρόκειται να δικαστεί. Δύο άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους είναι αναγκασμένοι να διασχίσουν τις απέραντες πεδιάδες της ενδοχώρας. Κυνηγημένοι από τους συγγενείς του δολοφονημένου που ζητούν εκδίκηση, αλλά και από τους Γάλλους στρατιώτες, οι δύο άνδρες επαναστατούν, έρχονται αντιμέτωποι με τη θρησκευτική μισαλλοδοξία όσο και την παράλογη βία του κατακτητή, αλλά, παράλληλα, και με τα προσωπικά τους ηθικά διλήμματα.
Από τα πρώτα κι όλας σινεμασκόπ, θεαματικά πλάνα μιας ερημικής, γυμνής, γεμάτης πέτρα Αλγερίας που ανοίγουν το φιλμ του Νταβίντ Ελχόφεν, ο τόνος του φιλμ μοιάζει να ορίζεται: Λιτό, αυστηρό, δωρικό και σκοτεινό ακόμη κι αν είναι λουσμένο με το μεσογειακό φως της χώρας του Μαγκρεμπ.
Και από τα πρώτα πλάνα του Βίγκο Μόρτενσεν στον ρόλο ενός δασκάλου που το 1954 κρατά μόνος του ένα σχολείο μόνο με ντόπια παιδιά μαθαίνοντας τους να γράφουν και να διαβάζουν, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτός ο ήρωας έχει κάτι από το αρχέτυπο του δυνατού σιωπηλού άντρα όπως αυτός έχει καταγραφεί στην σινεφίλ συνείδηση όχι μόνο, μα πρώτα στην μυθολογία των κλασσικών αμερικάνικων γουέστερν.
Το φιλμ κάθε άλλο παρά κρύβει τις αναφορές του στο συγκεκριμένο είδος, αντίθετα τις χρησιμοποιεί σαν εφαλτήριο για να αφηγηθεί με απρόβλεπτο τρόπο μια ιστορία που κινείται σε ένα γνώριμο πλαίσιο, αλλά δεν αφορά μόνο σε αυτό.
Αν υπάρχουν πολλές -περισσότερες απ όσες θα χρειαζόμαστε- γαλλικές ταινίες για τον πόλεμο της Αλγερίας, το «Loin Des Hommes» δεν είναι μια ακόμη από αυτές. Ο Νταρού του Βίγκο Μόρτενσεν είναι ένας άντρας που αν και ξέρει που στέκεται ηθικά, προτιμά να αποφύγει την αναμειξή του στην σύγκρουση κι ο Μοχάμεντ, ένας άντρας που έχει κάνει έναν φόνο και τον οποίο ένας χωροφύλακας του αναθέτει να μεταφέρει στην πιο κοντινή πόλη, δεν είναι ένας αντάρτης, μα ένας εκ πρώτης όψεως «κοινός» δολοφόνος.
Μόνο που ο Νταρού δεν έχει καμιά διάθεση να γίνει συμμέτοχος στην απόδοχη μιας δικαιοσύνης που δεν αναγνωρίζει ακόμη κι αν ο Μοχάμεντ έχει τους δικούς του λόγους να επιθυμεί διακαώς την απόδοση της. Κάπως έτσι και κυνηγημένοι από τα ξαδέλφια του θύματος που ζητούν εκδίκηση, οι δύο άντρες θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι στην αφιλόξενη χώρα για να ανακαλύψουν στην πορεία πως η απόσταση που μειώνεται δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς και τον προορισμό τους, μα κυρίως αυτή μεταξύ τους.
Και ναι κάτι τέτοιο ακούγεται ίσως κλισέ, όμως το φιλμ του Ελχόφεν κατορθώνει να αναδείξει την αλήθεια σε πράγματα που μοιάζουν κοινότοπα και να κάνει μέσα από την λιτή του προσέγγιση το φιλμ να αποκτήσει μια σχεδόν συγκινητική υφή και μια πανανθρώπινη υπόσταση.
Το πνεύμα του έργου του Καμί επιβιώνει αλώβητο ακόμη κι αν το σενάριο προσθέτει πολλά σε μια ιστορία που στο χαρτί διαδραματίζεται μόνο στην διάρκεια μιας νύχτας και οι δύο πρωταγωνιστές, τόσο ο Μόρτενσεν όσο κι ο Ρεντά Κατέμπ μεταμορφώνουν τους αδρά σκιαγραφημένους χαρακτήρες τους σε κάτι που μπορείς να καταλάβεις βαθύτερα απ΄όσο οι πράξεις ή τα λόγια τους σου επιτρέπουν.
Ο διευθυντής φωτογραφίας Γκιγιόμ Ντεφοντέν κινηματογραφεί συναρπαστικά το άγριο τοπίο των βουνών του Ατλαντα κι οι Νίκ Κέιβ και Γούορεν Ελις συνθέτουν ένα εξαιρετικά λειτουργικό σκορ που δεν γίνεται ποτέ προβλέψιμο ή συνοδευτικό, μα προσθέτει ένα ακόμη γοητευτικό στοιχείο σε ένα φιλμ που κατορθώνει να σε εκπλήσσει και να συγκινεί παρά την λιτή φόρμα και την γνώριμη φύση του.
Διαβάστε ακόμη: Ο Βίγκο Μόρτενσεν κι ο Ρεντά Κατέμπ μιλούν στο Flix, «Μακριά από τους Ανθρώπους»