Ο Ρομάν επιστρέφει στην περιοχή στα σύνορα Ρουμανίας - Ουκρανίας, όπου έχει κληρονομήσει γη από τον παππού του. Αν και είναι αποφασισμένος να πουλήσει αυτήν την αχανή, πλην άγονη έκταση, δέχεται μια προειδοποίηση από τον χωροφύλακα της περιοχής πως ο παππούς του ήταν ένας τοπικός αρχιμαφιόζος και πως οι άνδρες του δεν προτίθενται ν’ αφήσουν τη γη –και το λαθρεμπόριο στο οποίο επιδίδονται– χωρίς να παλέψουν.
Η κάμερα διαπερνά ένα χωράφι με άγρια, ακανόνιστη βλάστηση. Σταδιακά, φτάνει στο ποτάμι το οποίο με την σειρά του είναι καλυμμένο από βρύα. Λίγες στιγμές μετά, κάτι ακαθόριστο αναδύεται μέσα από τον βυθό διαταράζοντας την φαινομενική ηρεμία: ένα κομμένο, ξεσκισμένο για την ακρίβεια, πόδι. Καλώς ήρθατε στα Άγρια Βαλκάνια του «Οταν Ξέσπασε η Βία», μία πραγματικότητα μηδενιστική, σκληρή, σίγουρα με μια παράξενη αίσθηση του τι σημαίνει νόμος αλλά και, παραδόξως, σε πλήρη αρμονία με τις αντιφατικές, αντικρουόμενες πλευρές της και με την εκπληκτική ικανότητα να κρατά καλά κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια τα σκοτεινά μυστικά της. Με αφορμή την άφιξη του Ρομάν, μπορεί άραγε αυτή η κατάσταση όντως να αλλάξει;
Στον δρόμο προς την απάντηση του ερωτήματος, ο Μπόγκνταν Μίριτσα δεν χορταίνει να αποτυπώνει με την κάμερά του τους αχανείς έρημους τόπους, δίνοντας στην αγροτική Ρουμανία την εικόνα μιας εναλλακτικής Άγριας Δύσης. Η απομονωμένη κοινωνία με τους δικούς της κανόνες, ο εξωτερικός παράγοντας που έρχεται με στόχο να ανατρέψει τους άγραφους κανόνες αυτής της κοινότητας, ο αστυνομικός που ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη για (έστω εύθραυστη ) ειρήνη και την επιβολή ενός (έστω επιφανειακού) ηθικού κώδικα και όλες οι πιθανές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των παραπάνω στοιχείων δίνουν στην ταινία την ατμόσφαιρα ενός βαλκανικού western, όπου τα πάντα είναι μουντά, νιχιλιστικά και εγκλωβισμένα σε έναν κύκλο απειλής δίχως διαφυγή. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως το «Όταν Ξέσπασε η Βία» είναι μια βαλκανική εκδοχή του «Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους», ακόμα κι αν ο Μίριτσα ποτέ δεν επιδεικνύει την καυστικότητα των Κοέν ή έστω την ακρίβειά τους στην λεπτομερή αποτύπωση αυτού του ιδιόμορφου οικοσυστήματος.
Αντιθέτως, αναπτύσσει την ιστορία μάλλον σχηματικά, αφηγούμενος κάτι που ουσιαστικά δεν έχει στόχο να δείξει κάτι βαθύτερο από μια προφανή διαφθορά δίχως τέλος. Ωστόσο υπάρχουν στιγμές που ο σκηνοθέτης καταφέρνει να εισάγει ένα απρόσμενο κωμικό στοιχείο στην αφήγηση, όπως όταν ο αστυνομικός του Χόγκας προσπαθεί εκτενώς να ξεχωρίσει το κομμένο πόδι από το παπούτσι, περιφέροντάς το στη συνέχεια ως μόνιμη αφορμή συζήτησης. Επίσης, ορισμένες αφηγηματικές του επιλογές ξεγλιστρούν από την πεπατημένη άλλοτε αποφασίζοντας να ξεπεράσουν πολύ γρήγορα κρίσιμα γεγονότα και άλλοτε επενδύοντας σε σκηνές που φαινομενικά κερδίζουν χρόνο μέχρι την έκρηξη της βίας. Όταν ο Μίριτσα ξεχνιέται στην νωχελικότητα του τοπίου, τα συμπεράσματα βγαίνουν αβίαστα και με μεγαλύτερη σαφήνεια. Όταν όμως προσπαθεί να γίνει σαρκαστικός, το αποτέλεσμα δείχνει βεβιασμένο και μερικές φορές γραφικό (όπως όταν ονομάζει τον σκύλο του κυρ-Αλέκου, «Αστυνομία», κλείνοντας χονδροειδώς το μάτι στην αναποτελεσματικότητα των τοπικών σωμάτων ασφαλείας).
Χωρίς μουσική επένδυση και επενδύοντας στις μακροσκελείς σκηνές που μας έχει μάθει πλέον ο νέος ρουμάνικος κινηματογράφος, το «Όταν Ξέσπασε η Βία» προσπαθεί να κάνει ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο που έχει μεν καλές προθέσεις, όμως τελικά δεν αποδεικνύεται όσο ενδοσκοπικό ή λεπτομερές θα μπορούσε να είναι. Η αγριάδα του τοπίου σαφώς δημιουργεί τις καλύτερες προϋποθέσεις για να γίνει η απαραίτητη αναγωγή αυτής της τραχύτητας και στους χαρακτήρες, όμως οι διάλογοί της ταινίας κάνουν κάθε μεταφορά ανησυχητικά προφανή. Όταν ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του εγκληματία παππού ομολογεί ότι «Παλεύουμε και σκοτώνουμε, όταν δεν έχουμε μόρφωση, βαριόμαστε. Τι άλλο μένει να κάνουμε;» δεν εμβαθύνει ουσιαστικά στον χαρακτήρα του αλλά τηλεγραφεί κάτι που η εικόνα έχει ήδη φροντίσει να αποκαλύψει με σαφήνεια.
Οταν τελικά όντως ξεσπάσει η βία, η οποία επίσης θυμίζει τους Κοέν στην αποτύπωσή της, το σοκ που επιφέρει δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς. Και αυτό γιατί τα υλικά του Μίριτσα είναι γνώριμα, οι εικόνες όμορφες αλλά όχι αυθεντικές, η αφήγησή του σταθερή αλλά χωρίς ουσιαστικές εκπλήξεις. Η παρουσία ενός βαλκανικού μηδενιστικού western είναι σαφώς καλοδεχούμενη, ειδικά με τόσο ατμοσφαιρική φωτογραφία, θα ήταν όμως πολύ καλύτερα αν μαζί με την δυτική επιρροή, η ταινία διατηρούσε και την καυστική αιχμή που έχει επιδείξει ο σύγχρονος ρουμάνικος κινηματογράφος.