Φτάνοντας στο τέλος του 2020, οι αίθουσες - με εξαίρεση τα θερινά - παρέμειναν κλειστές για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, θύματα της πανδημίας και της αβεβαιότητας που αυτή έφερε σε παγκόσμιο επίπεδο σε σχέση με τους κλειστούς χώρους όπως οι κινηματογράφοι, τα θέατρα, οι αίθουσες συναυλιών κτλ. Αβεβαιότητα που μοιάζει να φθίνει προς το φινάλε αυτού του δεύτερου προ-Χριστουγεννιάτικου lockdown, αλλά που κανείς δεν αποκλείει πως θα βρει το νέο χρόνο με τα σινεμά κλειστά και τη σχέση θεατών με αίθουσες διαταραγμένη τόσο ώστε να χρειαστεί εκ νέου χρόνος, με το τέλος της πανδημίας, για να χτισεί ξανά η αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Αυτή η κατάσταση για τις ελληνικές ταινίες μοιάζει ιδιαίτερα σκληρή, καθώς δεν υπήρξαν ποτέ οι ευνοοούμενες του υπάρχοντος συστήματος διανομής και προβολής και να που τώρα χάνουν ακόμη και αυτή την ελάχιστη ευκαιρία να συναντήσουν το κοινό τους στη μεγάλη οθόνη.
Οι τέσσερις σκηνοθέτες μιλούν στο Flix βρίσκονται στη δεύτερη ή την πρώτη τους ταινία και ο καθένας σε διαφορετικό στάδιο σε σχέση με την προβολή της στις αίθουσες.
Το πολυταξιδεμένο και με συνεχείς διακρίσεις (πιο πρόσφατη στο Raindance) «Δε Θέλω να Γίνω Δυσάρεστος, Αλλά Πρέπει να Μιλήσουμε για Κάτι Πολύ Σοβαρό» του Γιώργου Γεωργόπουλου ήταν έτοιμο να βγει στις αίθουσες λίγο πριν ανακοινωθεί το δεύτερο lockdown, η «Αναζητηση της Λώρα Ντουράντ» του Δημήτρη Μπαβέλλα έκανε την ελληνική πρεμιέρα της στις Νύχτες Πρεμιέρας και ταξιδεύει και διακρίνεται στον κόσμο ανυπομονώντας να βγει στις ελληνικές αίθουσες. Από τους πρωτοεμφανιζόμενους της χρονίας, το πολυβραβευμένο - πρόσφατα και στη Θεσσαλονίκη - «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη που έκανε τον περασμένο Φεβρουάριου παγκόσμια πρεμιέρα στη Berlinale είναι μια από τις ελληνικές ταινίες που περιμένουμε περισσότερο να δούμε στη μεγάλη οθόνη και ο «Ράφτης» της Σόνια-Λίζα Κέντερμαν που έκανε μόλις παγκόσμια πρεμιέρα στο Τάλιν και διακρίθηκε στη Θεσσαλονίκη θα έκανε τα πλάνα του για ελληνική διανομή.
Τώρα και οι τέσσερις δημιουργοί βρίσκονται σε στάση αναμονής, συνεχίζουν να βλέπουν τις ταινίες τους να ταξιδεύουν στον κόσμο (με φυσική παρουσία ή μέσα από πλατφόρμες) και απαντούν στο Flix ξεκινώντας από την πανδημία και φτάνοντας νομοτελειακά μέχρι τη διαχρονικά προβληματική σχέση της διανομής με την ελληνική ταινία. Ανυπομονούν όλοι για να δουν την ταινία τους μαζί με κοινό στη μεγάλη οθόνη αλλά έχουν να πουν και μερικά πολύ σοβαρά πράγματα για το σύστημα, την παιδεία σε σχέση με το ελληνικό σινεμά, τα ίδια τα σινεμά, το πώς θα θυμούνται αυτήν την εποχή σε μερικά χρόνια.
Διαβάστε ακόμη: Ελληνικό σινεμά στις αίθουσες με το ζόρι; Η απάντηση είναι «ναι»!
Την προοπτική η ταινία μου να μη βγει στους κινηματογράφους θα την αντιμετώπιζα έτσι κι αλλιώς. Δε χρειαζόταν η βοήθεια της πανδημίας για αυτό. Δεν κάνουν ακριβώς ουρά οι διανομείς και οι αιθουσάρχες για την ελληνική ταινία.»
Γιώργος Γεωργόπουλος
«Δε Θέλω να Γίνω Δυσάρεστος, Αλλά Πρέπει να Μιλήσουμε για Κάτι Πολύ Σοβαρό»
Πώς αντιμετωπίζεις την προοπτική η ταινία σου να μην βγει καθόλου στις αίθουσες; Ποια θα θεωρούσες την πιο ιδανική εναλλακτική για την προβολή της;
Την προοπτική η ταινία μου να μη βγει στους κινηματογράφους θα την αντιμετώπιζα έτσι κι αλλιώς. Δε χρειαζόταν η βοήθεια της πανδημίας για αυτό. Δεν κάνουν ακριβώς ουρά οι διανομείς και οι αιθουσάρχες.
Το ίδιο ισχύει για τις περισσότερες ελληνικές ταινίες νομίζω. Είναι παγιωμένη η δυσπιστία απέναντι στις ελληνικές ταινίες.
Και κυρίως απέναντι σε αυτές τις ταινίες που προσπαθούν να διαφοροποιήσουν κάπως τη φόρμα τους από αυτό που λέμε σινεμά για το μεγάλο κοινό.
Η βασική διαφορά είναι πως στην παρούσα περίπτωση αφαιρείται η πιθανότητα εναλλακτικών προβολών που να εμπεριέχουν όμως τη συλλογική εμπειρία.
Η πρώτη μου ταινία είχε περισσότερες προβολές σε λέσχες, πολιτικά στέκια, καταλήψεις κλπ παρά σε κινηματογραφικές αίθουσες. Εκεί έφτιαξε και το όποιο κοινό της.
Οι εναλλακτικές που μένουν σήμερα όμως δεν είναι και πολλές. Ολες έχουν να κάνουν με διαδικτυακή προβολή και καμία δεν είναι ιδανική.
Η απόφασή μας, με την εταιρία διανομής, είναι πάντως να περιμένουμε να ανοίξουν οι κινηματογράφοι. Αν και έχουμε το plan-b ήδη έτοιμο να λειτουργήσει.
Θεωρείς πως αυτή η εποχή της «παύσης» είναι μια καλή ευκαιρία για να αναθεωρήσουμε γενικά το μοντέλο διανομής-προβολής στην Ελλάδα που ειδικά στην περίπτωση των ελληνικών ταινιών δεν υπήρξε και ιδιαίτερα πετυχημένο με το κοινό να απομακρύνεται και την ελληνική ταινία να θεωρείται υπεύθυνη;
Πάντα είναι καλή εποχή για να αναθεωρούμε σκεπτικά τα οποία δεν λειτουργούν. Αλλά δε νομίζω ότι το πρόβλημα στη σχέση κοινού - ελληνικής ταινίας είναι μόνο το μοντέλο διανομής.
Στο δικό μου μυαλό η έννοια «ελληνικός κινηματογράφος» είναι ένα σύμπλεγμα.
Ενα σύνολο πραγμάτων το οποίο εμπεριέχει φυσικά τους δημιουργούς αλλα και οτιδήποτε άλλο κινείται γύρω από το σινεμά.
Τους φορείς που στηρίζουν οικονομικά το σινεμά, τους κινηματογραφικούς συντάκτες, τις εταιρίες διανομής, τους αιθουσάρχες και φυσικά το κοινό. Ή τα κοινά, καλύτερα.
Δεν μπορεί να αλλάξει η σχέση της ελληνικής ταινίας με αυτά τον θεατή αλλάζοντας μόνο ένα στοιχείο αυτού του συμπλέγματος.
Δεν θα αλλάξει επίσης αυτή η σχέση με μία - δύο εμπορικές επιτυχίες.
Και φυσικά δεν μπορεί να περιμένει κάποιος να αλλάξει με μία στροφή από τους δημιουργούς σε περισσότερες crowd pleasing προσεγγίσεις.
Οι ταινίες που δε βλέπουν το θεατή σαν πελάτη αλλά τον βλέπουν σαν συμμέτοχο σε μία καλλιτεχνική διεργασία πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Γιατί η σχέση των δύο πόλων του συμπλέγματος (ταινία-κοινό) είναι μία σχέση συνεχούς επαναπροσδιορισμού και εξέλιξης και των δύο πόλων. Οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε στατικότητα.
Πιστεύω ότι χρειάζεται δουλειά σε όλους τους τομείς αυτού του συμπλέγματος για να υπάρξει αλλαγή.
Και κυρίως χρειάζεται να πάρουμε σοβαρά αυτό που λέμε κινηματογραφική παιδεία.
Θα πρέπει επιτέλους να μπει η ελληνική ταινία στο σχολείο και το πανεπιστήμιο.
Θα είναι μία διαδικασία χρονοβόρα αλλά είναι και απαραίτητη.
Πώς βιώνεις το γεγονός ότι παρά τις συνθήκες, οι ταινίες βρίσκουν τρόπο να συναντούν το κοινό τους, κάνουν τις πρεμιέρες τους, διακρίνονται; Πώς νομίζεις ότι θα θυμάσαι αυτήν την περίοδο;
Μισή χαρά είναι οι πρεμιέρες με μισοάδεια σινεμά ή ακόμα χειρότερα οι ψηφιακές πρεμιέρες.
Μισή χαρά και οι διακρίσεις που έρχονται μαζί με αυτές. Η αλήθεια είναι πως δε θέλω να σκέφτομαι πως θα θυμάμαι αυτή την περίοδο.
Θέλω μόνο να σκέφτομαι τι πρέπει να κάνουμε για να ξανανοίξουν όλες οι αίθουσες που είναι αυτή τη στιγμή κλειστές.
Γιατί υπάρχει κίνδυνος πολλές από αυτές να μην ξανανοίξουν ποτε. Και να καταλήξουν supermarket όπως γίνεται συνήθως όταν κλείνει μία αίθουσα.
Ελπίζω να μην έρθουν τόσο στραβά τα πράγματα και φτάσουμε να θυμόμαστε αυτή την περίοδο με νοσταλγία...»
Δημήτρης Μπαβέλλας
«Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ»
Πώς αντιμετωπίζεις την προοπτική η ταινία σου να μην βγει καθόλου στις αίθουσες; Ποια θα θεωρούσες την πιο ιδανική εναλλακτική για την προβολή της;
Είναι τέτοια η φύση της ταινίας μας που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, χειμώνα ή καλοκαίρι, θα βγει στις αίθουσες. Άλλωστε τα μέτρα που ανακοινώθηκαν τις προάλλες, έστω και με τρομερή καθυστέρηση, θα δώσουν μια παράταση ζωής στους κινηματογράφους. Μάλιστα το σκηνικό που στήνεται θα έχει πολύ πλάκα: Με την ελληνική ταινία να πριμοδοτεί την αίθουσα 2000€ στην εβδομάδα προβολής και με 3000€ στις δύο εβδομάδες, θα εμφανιστούν πολλοί... όψιμοι υποστηρικτές της ελληνικής ταινίας και ιδιαιτέρως της προβολής της. Γιατί όλοι γνωρίζουμε που γράφονται υπό κανονικές συνθήκες οι ταινίες μας όταν φτάνει η ώρα να προβληθούν (στο τεφτέρι με τη χασούρα, μην παρεξηγηθώ).
Η αλήθεια είναι ότι για μένα δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από την προβολή στο σινεμά. Καλά είναι όλα τα νέα μέσα, πολύ χρηστικά κλπ, αλλά οι ταινίες είναι φτιαγμένες για να παίζουν στη μεγάλη οθόνη, αν όχι πάντα τουλάχιστον στην αρχική τους διανομή. Το ψηφιακό μέλλον/περιβάλλον στην προβολή που όλοι απευχόμασταν είναι πια εδώ οπότε θα πρέπει να πάρουμε θέση: Είτε να προσαρμοστούμε στις νέες νόρμες είτε να γίνουμε... «δραπέτες στον ίλιγγο της φαντασίας». Ή να αποδεχτούμε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση που νομίζω ότι θα κρατήσει για κάποιο χρονικό διάστημα.
Θεωρείς πως αυτή η εποχή της «παύσης» είναι μια καλή ευκαιρία για να αναθεωρήσουμε γενικά το μοντέλο διανομής-προβολής στην Ελλάδα που ειδικά στην περίπτωση των ελληνικών ταινιών δεν υπήρξε και ιδιαίτερα πετυχημένο με το κοινό να απομακρύνεται και την ελληνική ταινία να θεωρείται υπεύθυνη;
Φοβάμαι ότι τα προβλήματα της διανομής της ελληνικής ταινίας δεν συνδέονται με την πανδημία αλλά με την έλλειψη ενδιαφέροντος του ευρύτερου κοινού να δει ελληνική ταινία. Που με τη σειρά της προκύπτει από την έλλειψη κινηματογραφικής παιδείας. Και πώς να γεφυρωθεί το χάσμα με το κοινό όταν η κρατική τηλεόραση που θα έπρεπε να είναι προστάτιδα και υπεύθυνη για την ανάδειξη της οπτικοακουστικής μας κληρονομιάς, αρνείται συστηματικά τον τελευταίο καιρό να αγοράσει για να προβάλλει ελληνικές ταινίες γυρισμένες μετά το... 1980; Αλλά επιμένει στις «ποιοτικές» ταινίες του παλιού, καλού (;) ελληνικού κινηματογράφου αλά «Μίνι Φούστα και Καράτε", «Ο Παραγιός μου ο Ραλίστας» κλπ; Πώς να εξοικειωθεί το κοινό για να έρθει στο σινεμά να δει τις ταινίες μας όταν μια τέταρτη γενιά νεοελλήνων μεγαλώνει με την Αλίκη Βουγιουκλάκη;
Πώς βιώνεις το γεγονός ότι παρά τις συνθήκες, οι ταινίες βρίσκουν τρόπο να συναντούν το κοινό τους, κάνουν τις πρεμιέρες τους, διακρίνονται; Πώς νομίζεις ότι θα θυμάσαι αυτήν την περίοδο;
Στην περίπτωση της ταινίας μας, τέτοιες μέρες πριν από ένα χρόνο, ξεκινήσαμε με την παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Ταλίν μπροστά σε κοινό 400 ατόμων σε μια οθόνη 160 μέτρων... Με τρομερή επιμονή, έρευνα, πολύ σκέψη και σκληρή δουλειά όλων μας (δουλειά που θα έπρεπε να γίνεται από άλλους), καταφέραμε η Λώρα να έχει παιχτεί μέχρι σήμερα σε πολλά φεστιβάλ, στα περισσότερα εκ των οποίων σε φυσικές προβολές. Και σκοπεύουμε να συνεχίσουμε έτσι.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το σινεμά (και όχι το... content γενικότερα που είναι πολύ της μόδας αυτές τις μέρες) είναι απαραίτητο σε όποιον άνθρωπο θέλει να αναπνέει ελεύθερος, να υπάρχει μέσα σε άλλους κόσμους μακριά από τις νόρμες της καθημερινότητας, να ταξιδεύει με τη δύναμη του νου. Οπότε οι ταινίες μας είναι προορισμένες να συναντούν το κοινό τους με οποιοδήποτε δυνατό τρόπο στο διηνεκές, ονλάιν και οφλάιν . Εκτός βέβαια αν βγει αληθινός ο Οργουελ που όλο και πιο μέσα πέφτει τελευταία ο μπαγάσας ;-)
Σε προσωπικό επίπεδο όπως λέει χαριτολογώντας ο συμπαραγωγός μου Νίκος Μούτσελος των εργαστηρίων εικόνας 2|35, έκανα την πρώτη ταινία μέσα στην καρδιά της κρίσης, έβγαλα τη δεύτερη μέσα στην πανδημία οπότε λογικά η τρίτη μου ταινία θα ξεκινήσει μαζί με τον αντίστοιχο παγκόσμιο πόλεμο.
Πέρα από την πλάκα, για μένα κάθε ταινία είναι μια μάχη, ακόμα και το ότι βγαίνω κάθε φορά ζωντανός είναι μια προσωπική επιτυχία! Την περίοδο αυτή θα τη θυμάμαι ως ένας Βετεράνος Διανομής επί Πανδημίας, εισπράττοντας όμως ένα πραγματικό πάθος από το διψασμένο κοινό που είδε τη Λώρα μας στη μεγάλη οθόνη, θυμίζοντας την μυσταγωγία που ήταν κάποτε το σινεμά (όπως τουλάχιστον λένε οι παλιότεροι). Ελπίζω βέβαια να μην έρθουν τόσο στραβά τα πράγματα και φτάσουμε να θυμόμαστε αυτή την περίοδο με νοσταλγία...
Διαβάστε εδώ περισσότερα για την «Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ»
Το μοντέλο διανομής με την υπερπροσφορά ταινιών εβδομαδιαίως, ούτως ή άλλως θα έπρεπε να αναθεωρηθεί. Ας τα βρουν καταρχάς οι διανομείς και οι αιθουσάρχες μεταξύ τους, για να βρεθεί μια σωστή στρατηγική που θα ωφελήσει όλους.»
Τζώρτζης Γρηγοράκης
«Digger»
Πώς αντιμετωπίζεις την προοπτική η ταινία σου να μην βγει καθόλου στις αίθουσες;Ποια θα θεωρούσες την πιο ιδανική εναλλακτική για την προβολή της;
Το «Digger» πιστεύουμε πως θα βγει στις αίθουσες κάποια στιγμή. Είμαστε άλλωστε από τιςλίγες χώρες στον κόσμο με θερινά σινεμά. Η εναλλακτική προβολή φαίνεται ότι θαενισχυθεί στο μέλλον. Ισως μια ταινία να την βλέπει περισσότερος κόσμος online και σεVOD. Η ιδανική θα είναι πάντα η σκοτεινή αίθουσα, για την κοινωνική, βιωματική καιμυσταγωγική εμπειρία μιας ταινίας. Μια καλή εναλλακτική είναι τα drive in cinemas. Και ανμε την εξέλιξη της τεχνολογίας, η αίθουσα γίνει σαν το βινύλιο στη μουσική, σαν ένα μέσογια λίγους, συλλέκτες εμπειριών, ακόμα ρομαντικά ερωτευμένους, ας είναι έτσι, αλλά δεννομίζω. Τότε ίσως, η ιδανική εναλλακτική θα ήταν οι προβολές ολογράμματα στον ουρανό,σαν το λογότυπο του Μπάτμαν, με θεατές να συγχρονίζονται τον ρυθμό μιας αφήγησηςαπό ταράτσες, μπαλκόνια και πλατείες.
Θεωρείς πως αυτή η εποχή της «παύσης» είναι μια καλή ευκαιρία για νααναθεωρήσουμε γενικά το μοντέλο διανομής-προβολής στην Ελλάδα που ειδικάστην περίπτωση των ελληνικών ταινιών δεν υπήρξε και ιδιαίτερα πετυχημένο με τοκοινό να απομακρύνεται και την ελληνική ταινία να θεωρείται υπεύθυνη;
Το μοντέλο διανομής με την υπερπροσφορά ταινιών εβδομαδιαίως, ούτως ή άλλως θαέπρεπε να αναθεωρηθεί. Ας τα βρουν καταρχάς οι διανομείς και οι αιθουσάρχες μεταξύτους, για να βρεθεί μια σωστή στρατηγική που θα ωφελήσει όλους.
Ο διαχωρισμός της ελληνικής παραγωγής σε δύο αντίθετες πλευρές δεν βοηθάει: Από τηνμια έχουμε «σινεφίλ» ταινίες με καλλιτεχνική αξία, που κινούνται επιτυχώς φεστιβαλικάαλλά αφορούν ένα πολύ ειδικό κοινό. Από την άλλη υπάρχουν τα εμπορικά«μπλοκμπάστερ», κλισέ ή/και αδιάφορης αφήγησης και αισθητικής, που αφορούν ταχιλιάρικα – εισιτήρια, κάποια καλά, κάποια wannabe, τα περισσότερα ρηχά. Χρειάζονταικαι ταινίες που να ξεφεύγουν από αυτά τα κουτιά, που να κάνουν μια κινηματογραφικήπρόταση με καλλιτεχνική ποιότητα σε εικόνα, ήχο, ερμηνείες, δραματουργία, χωρίς νααποξενώνουν το μεγάλο μέρος τους κοινού, ενός κοινού που στην ουσία απευθύνονται.
Υπάρχουν λίγα τέτοια ελληνικά παραδείγματα.
Το «Digger» ψάχνει να βρει αυτή τηνισορροπία και κάνει μια πρόταση για να καλύψει αυτό το κενό στην ελληνική διανομή.
Πώς βιώνεις το γεγονός ότι παρά τις συνθήκες, οι ταινίες βρίσκουν τρόπο νασυναντούν το κοινό τους, κάνουν τις πρεμιέρες τους, διακρίνονται; Πώς νομίζεις ότιθα θυμάσαι αυτήν την περίοδο;
Καλά το βιώνω, από την στιγμή που η ανταπόκριση του κοινού είναι ζεστή και η ταινία έχεισημαντικές διακρίσεις. Υπό άλλες συνθήκες θα θυμόμουν τα ταξίδια, τους τόπους και τουςανθρώπους που θα συναντούσα, την επαφή με το κοινό που μου λείπει πολύ.
Τώρα νομίζωθα την θυμάμαι σαν μια χωροχρονική πύλη - μετάβαση σε μια άλλη εποχή. Σαν μιαπερίοδο που πληρώναμε την «λυπητερή» από τα χρόνια των καταναλωτικών πάρτυ, χωρίςνα λογαριάζουμε τον ξενοδόχο μας πλανήτη. Σαν μια περίοδο που φοβόμουν μην χάσωκάποιο δικό μου άνθρωπο. Σαν μια περίοδο που ο τραμπ-ουκος έχασε την μαγκιά του καιοι πολιτικoί μας αηδίαζαν περισσότερο από ποτέ. Και μάλλον δεν θα καταλάβω ποτέ γιατίαυτή την περίοδο δεν είχαν ανοίξει γαμημένα drive in cinemas/πάρκινγκ, που θα γέμιζανακόμα και τώρα. Tο 2ωρο πάρκινγκ 18:00-20:00 να έρχεται με προσφορά δωρεάνπροβολής (άλλα πάρκινγκ κάνουν προσφορά το πλύσιμο ας πούμε).
Το καλό είναι ότι δενθα θυμάμαι ούτε τα μισά από αυτά, η μάνα μου είχε πει ότι για να είμαι ευτυχισμένοςπρέπει να έχω καλούς φίλους και κακή μνήμη και ευτυχώς έχω και τα δύο.
Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Digger»
Βλέπουμε σινεμά με τηλεοπτικούς, μοναχικούς όρους. Αν συνηθίσουμε να βλέπουμε ταινίες από τον καναπέ και με το πέρας της πανδημίας, αυτό μπορεί να βλάψει πολύ το σινεμά.»
Σόνια - Λίζα Κέντερμαν
«Ράφτης»
Πώς αντιμετωπίζεις την προοπτική η ταινία σου να μην βγεικαθόλου στις αίθουσες; Ποια θα θεωρούσες την πιο ιδανικήεναλλακτική για την προβολή της;
Είναι καθαρή απογοήτευση για κάθε σκηνοθέτη η ταινία της/του ναμη βγαίνει στις αίθουσες γιατί φτιάχτηκε για τη μεγάλη οθόνη καιγια να μοιραστεί με το κοινό. Τίποτα δεν μπορεί πραγματικά νααντικαταστήσει τον κινηματογράφο. Μεγάλη οθόνη σημαίνει καιμεγάλο συναίσθημα. Οι πλατφόρμες όμως δίνουν τη δυνατότηταστις ταινίες να υπάρξουν. Το πιο αισιόδοξο στην καραντίνα είναι ότιαπέδειξε ότι όλοι έχουμε μεγάλη ανάγκη την τέχνη.
Θεωρείς πως αυτή η εποχή της «παύσης» είναι μια καλή ευκαιρία για νααναθεωρήσουμε γενικά το μοντέλο διανομής-προβολής στην Ελλάδα πουειδικά στην περίπτωση των ελληνικών ταινιών δεν υπήρξε και ιδιαίτεραπετυχημένο με το κοινό να απομακρύνεται και την ελληνική ταινία ναθεωρείται υπεύθυνη;
Αν καταφέρουν να επιβιώσουν όλοι οι διανομείς μέχρι το τέλος τηςπανδημίας, φυσικά αξίζει να ξανασυζητηθεί το μοντέλο.
Πώς βιώνεις το γεγονός ότι παρά τις συνθήκες, οι ταινίες βρίσκουν τρόπονα συναντούν το κοινό τους, κάνουν τις πρεμιέρες τους, διακρίνονται; Πώςνομίζεις ότι θα θυμάσαι αυτήν την περίοδο;
Οι ταινίες συναντούν τελικά το κοινό τους, και αυτό είναι σίγουρα ό,τι πιοόμορφο ζούμε στην κορονο-καραντίνα. Αλλά, δυστυχώς, δεν συναντά οδημιουργός το κοινό του, δεν συναντιέται το κοινό και δενσυναντιούνται οι σκηνοθέτες μεταξύ τους. Χάνεται δηλαδή η κοινωνική εμπειρίατου κινηματογράφου. Βλέπουμε σινεμά με τηλεοπτικούς, μοναχικούς όρους.
Στη φάση που αυτό είναι μονόδρομος, είναι ωραίο ότι οι ταινίες μπορούν καιπροβάλλονται. Αλλά αν συνηθίσουμε να βλέπουμε ταινίες από τον καναπέ καιμε το πέρας της πανδημίας, αυτό μπορεί να βλάψει πολύ το σινεμά.
Μου είναι αδύνατο να φανταστώ πως θα θυμάμαι το τώρα γιατί δεν μπορώ ναφανταστώ πως θα είναι το μετά. Σίγουρα τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο.
Διαβάστε εδώ περισσότερα για τον «Ράφτη»