Ηταν 2016 όταν καταργήθηκε το άρθρο του νόμου 3905/10 που προέβλεπε τον ειδικό φόρο επί του κινηματογραφικού εισιτηρίου και ο οποίος στην πραγματικότητα είχε σαν σκοπό να ενισχύει και να επιβραβεύει απευθείας τον κινηματογραφικό παραγωγό της ελληνικής ταινίας αλλά και την αίθουσα προβολής που προβάλλει ελληνική ταινία, πράγμα σημαντικό σε μια χώρα ειδικά όπου η ελληνική ταινία δεν συναντά το κοινό της και ο ανταγωνισμός από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή παραγωγή είναι τεράστιος.
Η αρχικά προσωρινή κατάργηση του ειδικού φόρου και η μετέπειτα κατάργηση του άρθρου του νόμου 3905/10 δεν ανετράπη ποτέ, παρά τις υποσχέσεις Υπουργών της τότε Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αφαιρώντας κίνητρα από την ελληνική παραγωγή ταινιών, αλλά επίσης και από τις αίθουσες που ακόμη και με σκοπό το όφελος από τον ειδικό φόρο συμπεριλάμβαναν ελληνικές ταινίες στον προγραμματισμό τους.
Η ανακοίνωση της Τρίτης 17 Νοεμβρίου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου για τη στήριξη των κινηματογραφικών αιθουσών εν μέσω πανδημίας και η σύνδεση της στήριξης αυτής με την προβολή ελληνικών ταινιών θα φανεί φυσικά αν θα ανακουφίσει τις αίθουσες δωδεκάμηνης λειτουργίας από τη δεινή θέση στην οποία έχουν επέλθει λόγω της αναστολής των κινηματογραφικών προβολών - σημαντικός παράγοντας η επιτυχία της «Ευτυχίας» στο προηγούμενο διάστημα πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Η ανακούφιση αυτή θα γίνει σε συνδυασμό και με την επιδότηση των κενών θέσεων που έχει ήδη ψηφιστεί, αλλά και με τα γενικά μέτρα που αφορούν τις επιχειρήσεις σε αναστολή. Η αποτελεσματικότητα τους, ωστόσο, θα φανεί εκ των υστέρων, με τον κλάδο να είναι από αυτούς που πλήττονται παγκοσμίως σε σημείο... επιβίωσης.
Αν, όμως, όπως επαναλαμβάνεται εδώ και καιρό, υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να κρατήσουμε μέσα στη δυσμενή αυτή κατάσταση, μια ρύθμιση που θα μπορούσε να παραμείνει και μετά το τέλος της πανδημίας, είναι η σύνδεση κινήτρων για τις αίθουσες που να αφορούν την προβολή ελληνικής ταινίας.
Σε αντίθεση με την υπερπροσπάθεια του ελληνικού σινεμά τα χρόνια της κρίσης, η ανταπόκριση του κοινού υπήρξε ανάλογη μόνο (και ούτε σε πολλές περιπτώσεις) σε επίπεδο hype και ουδόλως σε προσέλευση στην αίθουσα, ενώ η καραμέλα ότι «φταίνε οι ταινίες» μοιάζει πλέον πικρή για όσους δεν κατάλαβαν ποτέ πως το εθνικό σινεμά μιας χώρας καθρεφτίζει την ίδια την κοινωνία και σε κάθε περίπτωση είναι πολύτιμο και έτσι θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται από την Πολιτεία. Ανεξάρτητα αν αρέσει στον Διευθυντή του Κέντρου Κινηματογράφου, στην Υπουργό Πολιτισμού, στους κριτικούς ή τους θεατές.
Ετσι γίνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που εδώ και δεκαετίες ενισχύουν την παραγωγή τους, βρίσκουν διόδους για την προβολή και προώθησή της και δημιουργούν συνεχώς καινούργια κοινά για τις ταινίες τους - η Γαλλία είναι πρωτοπόρα, αλλά το ίδιο συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό και στις Σκανδιναβικές χώρες.
Ετσι είναι καλό να γίνει και στην Ελλάδα, ακόμη και μετά το τέλος της πανδημίας.
Για όσους συνεχίζουν να πιστεύουν ότι αυτό σημαίνει «ελληνικό σινεμά με το ζόρι» και πως η ελληνική ταινία πρέπει να είναι ανταγωνιστική τόσο ώστε να συναγωνίζεται στα ίσα παραγωγές χωρών που επενδύουν στο σινεμά τους ετήσια όσο η Ελλάδα δεν έχει επενδύσει στο δικό της από καταβολής ελληνικού σινεμά, η προφανής απάντηση είναι «ναι, ελληνικό σινεμά με το ζόρι». Μόνο έτσι θα επιβληθεί στη συνείδηση του κόσμου το σινεμά της Ελλάδας, μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα να κοπούν περισσότερα εισιτήρια από τις ελληνικές ταινίες, μόνο έτσι θα μπορέσει το ελληνικό σινεμά να αποκτήσει ποικιλία, διαφορετικότητα, διακριτά είδη και ξεκάθαρους προσανατολισμούς. Και κυρίως μια υγιή διαδικασία παραγωγής και διανομής.