Στην τρίτη του διοργάνωση το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, δηλαδή το τμήμα των ελληνικών ταινιών μέσα στο 59ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, διατήρησε την ίδια ακριβώς φόρμα με τα προηγούμενα δύο χρόνια.
Δώδεκα ταινίες παρουσιάστηκαν σε πρώτη προβολή (με τις τρεις απ' αυτές να συμμετέχουν και στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ). Τρεις ταινίες προβλήθηκαν κάτω από τον τίτλο Ελληνες της Διασποράς (εδώ και η Κύπρος). Πέντε ήταν ταινίες που είτε είχαν βγει στις αίθουσες, είτε είχαν προβληθεί προηγουμένως σε κάποιο άλλο Φεστιβάλ ή κάπου αλλού.
Οι τρεις προβληματικές θεματικές που έχουμε επισημάνει ήδη από την πρώτη και τη δεύτερη χρονιά του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου είναι πρώτον τα κριτήρια με τα οποία ταινίες «περνούν» ή «κόβονται» στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ, δεύτερον η μειωμένη ορατότητα των ταινιών που δεν κάνουν την πρεμιέρα τους στη Θεσσαλονίκη και τρίτο η εικόνα που τελικά στέλνει στο εσωτερικό και το εξωτερικό το εν λόγω (τύπου) πανόραμα του ελληνικού σινεμά.
Διαβάστε ακόμη: Τo Flix βλέπει όλες τις ελληνικές ταινίες που έκαναν την πρεμιέρα τους στο 59ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Ελεύθερο Θέμα της Στέλλας Θεοδωράκη
Εκτός από κάποιον επαγγελματία που θα δει όλες τις ταινίες του ελληνικού προγράμματος, κανείς άλλος δεν μπορεί να έχει συνολική εικόνα των ταινιών που «δεν κόπηκαν», ενώ για αυτές που κόπηκαν θα έπρεπε να περάσει κάποιος (δύσκολες) ώρες στην Αγορά (στο ειδικό video room που απευθύνεται στους επαγγελματίες του Φεστιβάλ βρίσκονται όλες οι ελληνικές ταινίες που υποβλήθηκαν στο Φεστιβάλ, κομμένες και μη), βλέποντας το σύνολο της παραγωγής που έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η λογική λέει πως η τριμελής επιτροπή που κάθε χρόνο (φέτος αποτελούνταν από τη διευθύντρια φωτογραφίας Ολυμπία Μυτιληναίου, τον σκηνοθέτη Γιάννη Σακαρίδη και τον δημοσιογράφο-κριτικό κινηματογράφου Θοδωρή Δημητρόπουλο) αναλαμβάνει να συμβουλεύσει τη διοργάνωση για τις ελληνικές ταινίες που έχει δει, δεν θα κάνει «σοβαρά» λάθη. Από την άλλη, είναι σωστό και το επιχείρημα πως θα ήταν αδύνατον σε ένα πανόραμα ελληνικού σινεμά να προβληθούν όλες οι ελληνικές ταινίες που αυτοαποκαλούνται ελληνικές και κυρίως αυτοαποκαλούνται ταινίες - δεν έχετε ιδέα πόσο πολλές είναι.
Ωστόσο ποιος βάζει πραγματικά το χέρι στην καρδιά για μια ταινία που θα βρεθεί στη γκρίζα ζώνη και τελικά θα κοπεί, χάνοντας την ευκαιρία να προτείνει κάτι νέο ή να αναδείξει ένα νέο δημιουργό; Και ποιος παίρνει πραγματικά το ρίσκο να κόψει μια ταινία εγκεκριμένη από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου ή την ΕΡΤ;
Chinatown - Τα Τρία Καταφύγια της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν
Ο διαχωρισμός της πρώτης και της δεύτερης προβολής συνεχίζει, επίσης να δημιουργεί μπέρδεμα.
Σε αυτήν την κατηγορία «κόβονται» ταινίες; Ή αν έχουν παιχτεί απλώς αλλού έχουν πάρει το ελευθέρας;
Ακόμη και οι επαγγελματίες, δεν θα προσπαθήσουν περισσότερο για να δουν μια ταινία που ήδη από το Φεστιβάλ κατηγοριοποιείται ως «β' κατηγορίας» και δεν συμμετέχει στα βραβεία Κοινού. Αν η φιλοδοξία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι να μην παίζονται οι ταινίες πριν στις Νύχτες Πρεμιέρας ή στο Πανόραμα ή το Outview ή σε κάποιο άλλο μεγάλο φεστιβάλ της Αθήνας, αυτή μοιάζει να υλοποιείται, καθώς φέτος η μόνη ταινία που δεν έχει βγει στις αίθουσες και βρισκόταν στην β' προβολή ήταν το «Chinatown - Τα Τρία Καταφύγια» της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν (που είχε προβληθεί στις Νύχτες Πρεμιέρας).
Οι υπόλοιπες τρεις («1968», «Καζαντζάκης», «Σ' Αυτή τη Χώρα Κανείς Δεν Ηξερε να Κλαίει») είχαν βγει στις αίθουσες. Και μία ακόμη, το «Κενή Διαθήκη» του Αλέξανδρου Ευάγγελου Φασόη δεν ξέρει κανείς αν παίχτηκε κάπου πριν τη Θεσσαλονίκη.
Η «Νύχτα του Αγι' Αντώνη» του Θανάση Σκρουμπέλου
Το τρίτο θέμα αφορά έναν ξένο δημοσιογράφο ή αγοραστή που βλέπει επιλεκτικά μερικές ταινίες από το επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου.
Και αυτός, με όλη την καλή του διάθεση, όπως κάναμε κι εμείς, βλέπει τη «Νύχτα του Αγι' Αντώνη» του Θανάση Σκρουμπέλου, χωρίς φυσικά να ξέρει τίποτα για επιτροπές, πρώτες, δεύτερες προβολές ή το ποιος είναι ο Θανάσης Σκρουμπέλος και αν αυτό αρκεί για να βρίσκεται η ταινία του στο επίσημο πρόγραμμα.
Φυσικά και ένας ξένος δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου ή αγοραστής ταινιών έχει κριτήριο και ξέρει να ξεχωρίζει και να επιλέγει, αλλά στην περίπτωση του ελληνικού σινεμά δεν μιλάμε για ένα ισχυρό σινεμά που πατάει γερά στα πόδια του και διαθέτει ορατότητα, αλλά για ένα σινεμά που θέλει συνεχώς στήριξη και συντονισμένη, αυστηρά μελετημένη, αδιάκοπη προώθηση για να φτάσει στον αποδέκτη του, είτε αυτός είναι ο θεατής, είτε ένας αγοραστής, είτε ένας προγραμματιστής διεθνούς φεστιβάλ, είτε ένας ξένος δημοσιογράφος.
Και όχι γιατί το ελληνικό σινεμά δεν μπορεί να περπατήσει μόνο του, αλλά γιατί δεν πρέπει να περπατάει μόνο του, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε πολιτισμένη χώρα αυτού του κόσμου - αν αυτό θέλει να είναι η Ελλάδα.
Holy Boom της Μαρίας Λάφη
Στις τρεις παραπάνω θεματικές ας προστεθεί και το θέμα των πολλών «ανεξάρτητων» βραβείων. Αυτά δίνουν στον κοινό την ψευδαίσθηση πως μια ελληνική ταινία ξεχώρισε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ στην πραγματικότητα τα κριτήρια με τα οποία δίνονται τα συγκεκριμένα βραβεία είναι συγκυριακά.
Από τα βραβείο κοινού (αφού δεν συμμετέχουν όλες οι ελληνικές ταινίες που παίζονται στη Θεσσαλονίκη), μέχρι τα βραβεία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (γιατί το Κέντρο να προκρίνει τον ένα πρωτοεμφανιζόμενο έναντι του άλλου;), μέχρι την Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου που τα μέλη της δεν αποτελούν (ούτε καν) το σύνολο της σύγχρονης κριτικής στην Ελλάδα ή και τα βραβεία της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου, τα μέλη της οποίας δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει να διαλέξουν το βραβείο τους μόνο από συγκεκριμένες ταινίες του προγράμματος.
«Καλό κάνουν, κακό δεν κάνουν τα βραβεία» είναι μια μόνο άποψη. Ειδικά όταν υπάρχει έντονος ο κίνδυνος να δοθεί η εντύπωση πως αξιόλογες ταινίες δεν υπήρχαν καν στο Φεστιβάλ επειδή δεν βραβεύθηκαν (όπως συνέβη πέρσι πιο εξόφθαλμα και ευτυχώς όχι φέτος όπου η Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου βράβευσε όντως την καλύτερη ελληνική ταινία, το «Ακίνητο Ποτάμι» του Αγγελου Φραντζή, και πάνω κάτω τα όποια βραβεία των ανεξάρτητων επιτροπών στις ελληνικές ταινίες ανέδειξαν τις ταινίες που ξεχώρισαν).
Μαγικό Δέρμα του Κωνσταντίνου Σαμαρά
Το Φεστιβάλ δεν έχει παρά να σταθεί απέναντι σε ό,τι από τα παραπάνω νιώθει ότι το αφορούν και θέλει να διορθώσει. Η αποστολή του να προβάλλει τις ελληνικές ταινίες, έστω και με «επιλογή», εκτελείται σε ένα σημαντικό βαθμό. Και σε συνδυασμό με τη νέα γενιά των κινηματογραφιστών και παραγωγών που ξέρουν πως το παιχνίδι παίζεται στην προώθηση, στα κοινωνικά δίκτυα και στην εκμετάλλευση του hype που προκαλεί έτσι κι αλλιώς ένα φεστιβαλικό περιβάλλον, ήταν πραγματικά λίγες οι φετινές ελληνικές ταινίες που δεν έκαναν αισθητή την παρουσία τους στη Θεσσαλονίκη.
Τα Δάκρυα του Βουνού του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου
Το πραγματικά στενάχωρο είναι πως αυτές οι μέρες στη Θεσσαλονίκη, μοιάζουν για την πλειοψηφία των ελληνικών ταινιών με τη μοναδική ευκαιρία που έχουν για να «ακουστούν».
Κάποιες από αυτές φεύγουν από τη Θεσσαλονίκη με διανομή, έχοντας στη συνέχεια να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των αιθουσών που δεν θέλουν τις ελληνικές ταινίες, των θεατών που δεν βλέπουν ελληνικές ταινίες, ενός ολόκληρου συστήματος (Υπουργείο Πολιτισμού, Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, Ταινιοθήκη) που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για να συνεχίσει να υπάρχει ερήμην των ταινιών, χωρίς κάποια πραγματικά σοβαρή προσπάθεια στήριξης της διανομής της ελληνικής ταινίας.
Κάποιες άλλες φεύγουν μόνες. Σχεδόν όπως ήρθαν και στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ, όλοι θα τις χρησιμοποιήσουν για να δείξουν τη στήριξη που έχουν δείξει στο ελληνικό σινεμά, αλλά όταν κατηφορίσουν προς την Αθήνα, θα κυνηγάνε διανομείς, την Ταινιοθήκη, όποιον άλλον, προκειμένου να κάνουν διψήφια ή τριψήφια εισιτήρια σε κάποια αίθουσα. Η άλλη επιλογή είναι να μην βγουν ποτέ πουθενά.
Και η ζωή θα συνεχιστεί μέχρι το επόμενο Φεστιβάλ, σε μια συγκυρία που αποδεικνύει κάτι πολύ πικρό. Πως όλα τα χρόνια που το ελληνικό σινεμά έγινε «μόδα», αναγνωρίστηκε διεθνώς, έγινε το «ιερό δισκοπότηρο» φεστιβάλ ανά τον κόσμο, χάθηκαν στο εσωτερικό όπου κανείς δεν φρόντισε να φτιάξει τις υποδομές για να το στηρίξει, για να το ενισχύσει, για να το αναδείξει όταν δεν θα ήταν πια της «μόδας».
Καταφύγιο ΙΙ του Χρήστου Νικολέρη
Ισως γι' αυτό δεν μπορούμε να χαρούμε όταν το ΕΚΟΜΕ και το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής και Τηλεπικοινωνιών γιορτάζει την ανάπτυξη (;) του κινηματογράφου στην Ελλάδα, όταν το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου στέλνει θριαμβευτικά απολογιστικά σημειώματα για τις δράσεις του την ίδια εποχή που τα χρήματα που δίνει στο σινεμά είναι τόσο λίγα, όταν η ΕΡΤ δεν έχει την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα (ούτε τη δική της), όταν οι διαδοχικοί Υπουργοί Πολιτισμού - συμπεριλαμβανομένης και της Μυρσίνης Ζορμπά - αλλού πατούν κι αλλού βρίσκονται και όλοι - κριτικοί κινηματογράφου, δημοσιογράφοι, θεατές, άσχετοι - είναι έτοιμοι να κατηγορήσουν τις ταινίες πως διώχνουν τους θεατές.
Δείγμα, όλα τα παραπάνω, της ευκολίας με την οποία διώχνουμε παραδοσιακά την ευθύνη απ' ό,τι μας αφορά. Γιατί είναι βολικό να φταίνε οι άλλοι. Γιατί είναι πιο εύκολο να φταίνε οι ταινίες, από το να φταίμε εμείς. Οπως φταίνε μόνο οι ξένοι, μόνο η κρίση, μόνο οι προηγούμενοι για όσα είναι η Ελλάδα - και ευτυχώς όχι το σινεμά της - σήμερα.