Μπορεί οι εργάτες του δήμου να κρεμούν και να ανάβουν τα χριστουγεννιάτικα φώτα των δρόμων, όμως τίποτα στις γειτονιές του Ρουμπέ, την υποβαθμισμένη γαλλική περιοχή κοντά στο Βέλγιο, δεν είναι γιορτινό. Η γειτονιά που πάνω από μισό αιώνα κατοικούν μετανάστες, απόκληροι, τυχοδιώκτες και συμμορίες δεν ησυχάζει. Ούτε κι ο διοικητής της Αστυνομίας, Γιακούμπ Ντουντ, ο οποίος μεγάλωσε στα πεζοδρόμια της Ρουμπέ και ξέρει την πιάτσα. Ψύχραιμος, παρατηρητικός, έμπειρος καταλαβαίνει αμέσως ποιος είναι ένοχος και ποιος αθώος, ποιος λέει την αλήθεια και ποιος την κρύβει, ποιος πάει να ξεγελάσει το τμήμα του και τι θέλει στ' αλήθεια να πετύχει. «Ισως είναι ότι ξέρω τους ανθρώπους» μονολογεί. Κάπως έτσι, τον παρακολουθούμε μαζί με την ομάδα του (ανάμεσά τους κι ένας νέοπας, ο Λουί Κοτερέλ, ο οποίος αφηγείται και την ιστορία σ' ένα γράμμα στον πατέρα του) να εξιχνιάζουν τα καθημερινά εγκλήματα: από τον τύπο που έβαλε φωτιά στο αμάξι του για τα ασφάλιστρα και το 17χρονο κορίτσι που το σκασε από το σπίτι της, μέχρι έναν serial βιαστή φοιτητριών στο μετρό και τον στραγγαλισμό μίας 80χρονης που έπεσε θύμα κλοπής ενώ κοιμόταν. Στο τελευταίο έγκλημα εμπλέκονται, ή όχι, δύο γειτόνισες. Ενα ζευγάρι κοριτσιών που μεγάλωσαν στην ανέχεια, τον εθισμό και την απαξίωση. Οπότε δεν έχουν και τίποτα να χάσουν. Ο Ντουντ και οι ανακριτές αστυνομικοί θα επιχειρήσουν να τις εξαντλήσουν, να τις φοβίσουν και να εκμαιεύσουν την ομολογία της ενοχής τους.
Ο Αρνό Ντεπλεσάν («Τα Χρυσά Μας Χρόνια», «Τα Φαντάσματα του Ισμαήλ», «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», «Jimmy P») επιστρέφει στις γειτονιές που μεγάλωσε κι ο ίδιος για να συνθέσει μία εσωτερική, κοινωνιολογική και ψυχαναλυτική σχεδόν, προσέγγιση στο πώς ενεργεί η αστυνομία για να εξιχνιάσει τα εγκλήματα στο Ρουμπέ.
Οι αστυνομικοί (ειδικά η φιγούρα του διοικητή) έχουν ειδικό βάρος στην κοινότητα - κάτι που εξισορροπεί ανάμεσα σε φοβέρα και πατρική προστασία. Ο Ντεπλεσάν μοιάζει να θέλει να εξανθρωπίσει τον αγώνα τους να κρατήσουν την περιοχή ασφαλή και να γνωρίζει πολύ καλά το πώς το σύστημα την κρατά σε συνεχή αναβρασμό. Oλα αυτά καλά. Μία σκοτεινή, ουσιαστική, εσωτερική ματιά σε κάτι που συνήθως το σινεμά εξετάζει ως αφορμή για δράση και αίμα, είναι μία υπεροχη ιδέα.
Μόνο που ο κινηματογραφικός του τρόπος να παρουσιάσει το έγκλημα, την ενοχή, την ανάγκη, την απειλή, την εξιχνίαση, το who-done-it είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ιδιοσυγκρασιακός. Στη χειρότερη, αποτυχημένος. Ενώ αρχικά στήνει ατμόσφαιρα, ενέργεια και μυστήριο (γιατί μέσα από τους πιθανούς ενόχους των εγκλημάτων συστηνόμαστε, πολύ πιο ουσιαστικά, στην κοινότητα και τους κατοίκους της), γρήγορα μαζεύει τη δράση, αναδιπλώνει το μυστήριο, κατεβάζει την ένταση και μετατρέπει μία διαδικασία ανάκρισης, αυτή καθεαυτή, ως τον κεντρικό άξονα της ταινίας.
Ετσι επί πάνω από μία ώρα παρακολουθούμε, αναλυτικά, προσεχτικά, και σχεδόν διδακτικά, όλες τις good cop/bad cop ψυχαναλυτικές διαδικασίες. Το πώς τα κορίτσια (η Λέα Σεντού και η Σαρά Φορεστιέ σε δύο ερμηνείες που χάνονται χωρίς ειδικό βάρος) αρνούνται, σταδιακά σπάνε και στο τέλος, σχεδόν ναρκισσιστικά, αφηγούνται με λεπτομέρειες το έγκλημά τους. Κι ο Ντεπλεσάν επιτρέπει σε όλη αυτή τη φλυαρία να εξελιχθεί, χωρίς χαλινάρι, χωρίς μέτρο και, τελικά, χωρίς άλλο στόχο από την παρουσίαση της ίδιας της αστυνομικής ρουτίνας και μεθοδολογίας. Θεωρώντας ότι, μέσα από αυτή, θα αναδυθούν οι (αντι)ήρωες - από όποια πλευρά του νόμου κι αν προέρχονται.
Δεν το καταφέρνει. Κι αυτό γιατί ο τρόπος του να χειριστεί το θεατή είναι όσο συγκαταβατικός όσο και του Ντουντ όταν χειρίζεται τους εγκληματίες. Ηθικά, δε χρειαζόμαστε επεξηγηματικές και διδακτικές προσεγγίσεις στο έγκλημα και την τιμωρία. Κινηματογραφικά, επίσης, απαιτούμε αυτό να έχει ουσία, ενδιαφέρον και ενέργεια ώστε να σε κρατά εκούσια έγκλειστο στο ανακριτικό κελί.