Ο Πολ θυμάται την παιδική του ηλικία... Τα ξεσπάσματα της μητέρας του... Τον ισχυρό δεσμό που είχε με τον αδερφό του, Ιβάν... Θυμάται... Οταν ήταν δεκαέξι χρόνων, τον απαρηγόρητο πατέρα του... Εκείνο το ταξίδι στη Ρωσία... Θυμάται όταν ήταν δεκαεννιά, την αδελφή του, τα ξαδέρφια του, τους φίλους που τον πρόδωσαν... Τις σπουδές στο Παρίσι... Μα πάνω απ' όλα, ο Πολ θυμάται την Εσθέρ. Ηταν το κέντρο του κόσμου του.

Ενας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους Γάλλους δημιουργούς, αλλά εξαιρετικά παραγνωρισμένος στην Ελλάδα, ο Αρνό Ντεπλεσάν επιστρέφει σε έναν παλιό γνώριμο ήρωα της φιλμογραφίας του, τον Πολ Ντενταλούς από το «Comment Je Me Suis Disputé... (Ma Vie Sexuelle)» του 1996, σε μια αυτόνομη κι ανεξάρτητη, παρ’ όλα αυτά, ταινία που βυθίζεται αυτή τη φορά στην παιδική κι εφηβική του ηλικία, για να καταγράψει υπό μορφή αναμνήσεων το ταραγμένο χρονικό της ενηλικίωσης ενός νεαρού αγοριού σε μια επαρχιακή γαλλική πόλη κατά τη δεκαετία του ’80.

Χωρίζοντάς το σε τρία κεφάλαια (και έναν επίλογο) διαφορετικής διάρκειας και υφής, όπως ξεπηδούν άναρχα από τη μνήμη του ενήλικα, και καθηγητή ανθρωπολογίας πλέον, Πολ, ο Ντεπλεσάν ξεδιπλώνει τις ανατριχιαστικές συγκρούσεις του ευφυούς νεαρού με την ψυχολογικά ασταθή μητέρα του και τον απρόσιτο πατέρα του, την απεγνωσμένη, αιώνια αναζήτηση υποκατάστατων για τους πάντοτε απόντες γονείς του, τις σχέσεις του με τα αδέλφια του και τους στενούς του φίλους, ένα σύντομο ταξίδι στη Ρωσία που μοιάζει με προοίμιο κατασκοπικού θρίλερ, τις σπουδές του και, πάνω απ' όλα, τον πρώτο του μεγάλο (και ταραχώδη) έρωτα για την ελκυστική αλλά εύθραυστη Εσθέρ.

Αν και εκ πρώτης όψεως η αφήγηση της ιστορίας μοιάζει αχρείαστα περίπλοκη και φαινομενικά αλλοπρόσαλλη (με βασικότερη ανισορροπία την παρουσία του Ματιέ Αμαλρίκ στο ρόλο του ενήλικου ήρωα, ο οποίος μας συστήνεται σε μια δυνητικά ιντριγκαδόρικη αρχή, αλλά γρήγορα εξαφανίζεται για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας), το χαοτικό αυτό ύφος και η παιχνιδιάρικη σκηνοθεσία που υιοθετεί πληθώρα τεχνικών και οπτικών τρικ για να ζωντανέψει το παρελθόν του Πολ ταιριάζουν, εν τέλει, απόλυτα με το συναισθηματικό χάος της εφηβείας και την ίδια την απρόβλεπτη φύση των αναμνήσεων.

Μοναδικά ψεγάδια μια κάποια φλυαρία και οι υπερβολικά διανοουμενίστικοι διάλογοι με τους οποίους οι χαρακτήρες διατυπώνουν τις υπαρξιακές τους ανησυχίες και που συχνά ηχούν αλλόκοτα καθώς βγαίνουν από το στόμα των έφηβων ηρώων, γνώριμα σύνδρομα και τα δύο μιας σεβαστής μερίδας του γαλλικού σινεμά.

Το φιλμ, όμως, έχει ευτυχώς την καρδιά του στη σωστή της θέση, κι έναν αφοπλιστικό, αλλά ποτέ εξωραϊσμένο, ρομαντισμό που ξεχειλίζει μέχρι το τελευταίο πλάνο, καθώς ο Ντεπλεσάν καταγράφει τις απρόβλεπτες περιπέτειες και τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα της εφηβείας (και κυρίως τη σαρωτική σχέση ανάμεσα στον Πολ και την Εσθέρ), με ένα μείγμα έντασης, τρυφερότητας, μελαγχολίας και οδύνης, για να ζωντανέψει τελικά με μια ευαισθησία που φέρνει στο μυαλό το σινεμά του Φρανσουά Τριφό και του Λουί Μαλ την αξέχαστη εκείνη ηλικία όπου όλα μοιάζουν τόσο μικρά και ταυτόχρονα τόσο μεγάλα.