Ηταν και λογικό και αναμενόμενο πως οι Κάννες για τα επετειακά 70 τους χρόνια φιλοδοξούσαν να ξεκινήσουν με μια γαλλική ταινία, ενισχύοντας το ρόλο τους ως στυλοβάτη του δικού τους σινεμά. Ακόμη ιδανικότερο θα ήταν αυτή η ταινία να μιλάει για το σινεμά και να έχει για πρωταγωνιστές λαμπερούς Γάλλους σταρ, έτσι ώστε το πρώτο κόκκινο χαλί της διοργάνωσης να είναι και φωτογενές και σινεφίλ.
Τι χαρά θα πλημμύρισε λοιπόν τους υπεύθυνους του προγράμματος, όταν έγινε γνωστό πως η νέα ταινία του Αρνό Ντεπλεσέν θα είναι έτοιμη για το Φεστιβάλ, πως σε αυτή πρωταγωνιστούν ο Ματιέ Αμαλρίκ, η Μαριόν Κοτιγιάρ, η Σαρλότ Γκενσμπούργκ και ο Λουί Γκαρέλ και πως η υπόθεσή της συνοψίζεται στις δύο γραμμές που αναφέρουν πως η ζωή ενός σκηνοθέτη που βρίσκεται εν μέσω της παραγωγής μιας ταινίας αναστατώνεται όταν η πρώην συζυγός του που όλοι νόμιζαν πως ήταν νεκρή εμφανίζεται και πάλι στη ζωή του.
Σαν μακρινός απόγονος του «Rois et Reine» του 2004, στην οποία ο Ματιέ Αμαλρίκ έπαιξε για πρώτη φορά το ρόλο του εν λόγω Ισμαήλ Βουιγιάρ - μια από τις πιο πετυχημένες ταινίες ενός άνισου σκηνοθέτη, για πολλούς όχι άδικα υπερεκτιμημένου και για όλους στα όρια ανάμεσα στην επιτήδευση και την καθαρότητα μιας γραφής που φλερτάρει με την κακώς εννοούμενη γαλλικής μενταλιτέ - τα «Φαντάσματα του Ισμαήλ» διαδραματίζονται λιγότερο στον κόσμο του συνειδητού και περισσότερο μέσα στο μυαλό του ήρωά του.
Σε αντίθεση όμως με τα «Χρυσά Χρόνια» - που, ας μη ξεχνιόμαστε, οι Κάννες σνόμπαραν για το Διαγωνιστικό τους τμήμα, για να καταλήξουν και να βραβευθούν στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών - ο κατακερματισμός των εικόνων που αποτελούν τη νοητική κατάσταση του σκηνοθέτη ήρωά του (οποιοσδήποτε παραλληλισμός με το «8 1/2» του Φεντερίκο Φελίνι ας σταματήσει εδώ) μοιάζουν εδώ με μια επιτηδευμένη, δήθεν ακόμη και όταν προσπαθεί να πείσει για την αλήθεια της, εντελώς αλαζονική τρικυμία εν κρανίω που πολύ νωρίς μέσα στην ταινία σε αναγκάζει να την αντιμετωπίσεις με απόλυτη αδιαφορία.
Διαβάστε ακόμη: Μαριόν Κοτιγιάρ, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Λουί Γκαρέλ και Ματιέ Αμαλρίκ μιλούν για τα «Φαντάσματα του Ισμαήλ»
Ανάμεσα στην κεντρική ιστορία του ζευγαριού του Ματιέ Αμαλρίκ και της Σαρλότ Γκενσμπούργκ που αναστατώνεται από την παρουσία της Μαριόν Κοτιγιάρ, την ταινία που γυρίζεται με πρωταγωνιστή τον Λουί Γκαρέλ, τη σχέση της Μαριόν Κοτιγιάρ με τον πατέρα της, τη σχέση της Σαρλότ Γκενσμπούργκ με τον αδερφό της, την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Ματιέ Αμαλρίκ ως προς τον παραγωγό του και αρκετές ακόμη ιστορίες που ξεκινούν αλλα δεν συνεχίζονται ποτέ και ακόμη περισσότερους ήρωες που ξεχνιούνται για να επανέλθουν εκβιαστικά ξανά στο φινάλε, ο Ντεπλεσέν καθαρίζει με το γεγονός πως αυτό που βλέπουμε είναι το «στο μυαλό του Ισμαήλ» και πως σε κάτι τέτοιο απλά όλα επιτρέπονται.
Φυσικά και ο Ντεπλεσέν είναι ένας έμπειρος σκηνοθέτης - που στο παρελθόν έχει αποδείξει πως χειρίζεται τόσο τις πολλές ιστορίες όσο και τους πολλούς ήρωες με χαρακτηριστική άνεση (βλ. μια από τις καλύτερες στιγμές του στο «Μια Νύχτα Χριστουγέννων» του 2008). Και στα «Φαντάσματα του Ισμαήλ» διακρίνεις με ευκολία την ενδοσκόπησή του πάνω στην απώλεια, στη μεγάλη περιπέτεια της αφήγησης, στον τρόπο με τον οποίο οι άντρες θα κοιτάζουν πάντα τις γυναίκες, το ίδιο το σινεμά και πόσο ο σκηνοθέτης βρίσκεται σε ένα διαρκή εφιάλτη με πρωταγωνίστές τους ήρωές των ταινιών του, σε μικρές ή μεγαλύτερες σκηνές που από μόνες τους λένε περισσότερα από όσο η φλυαρία των 120 λεπτών που είναι και η συνολική διάρκεια του φιλμ.
Καμία όμως ωραία ιδέα (η αίσθηση πως αυτό που βλέπεις είναι όλο κάτι που δεν είναι, η κωμική τροπή του φινάλε, οι σκηνές ανάμεσα στην Μαριόν Κοτιγιάρ και τη Σαρλότ Γκενσμπούργκ που δεν εξαντλούνται στη μουσική υπόκρουση του «It Ain't Me Babe» του Μπομπ Ντίλαν, η κομψότητα του γυρίσματος, το παιχνίδι με τα όνειρα και τους εφιάλτες, με το μελόδραμα και το νουάρ) και φυσικά ούτε καν η υποψία πως θα μπορούσε στις Κάννες να φτάσει ένα δεύτερο director's cut που είναι 20 λεπτά μεγαλύτερο, δεν μπορεί να αντιστρέψει την αίσθηση πως ο Ντεπλεσέν επέλεξε αυτή τη φορά να υποκύψει στην επιτήδευση που για χρόνια τον κατηγορούσαν απλά ότι φλερτάρει και να επιλέξει για την πιο προσωπική του ταινία ένα όχημα χωρίς προορισμό, στο οποίο δεν έχει θέση συνοδηγού ούτε για το θεατή, αλλά κυρίως ούτε για κάποιον από τους ήρωές του.
[Ας θεωρήσουμε πως η έτερη γαλλική ταινία με θέμα το σινεμά και σταρ στο καστ της, το «Redoubtable» του Μισέλ Χαζαναβίσιους που διαγωνίζεται για το Χρυσό Φοίνικα, δεν επιλέχθηκε για πρεμιέρα του 70ού Φεστιβάλ Καννών όχι ως κατώτερη από την ταινία του Αρνό Ντεπλεσέν/]