Το Κουνγκ Φου δεν είναι σπορ, είναι φιλοσοφία. Αυτό, τουλάχιστον, διδάσκει ο Γουονγκ Καρ Γουάι με τη νέα του ταινία, το «The Grandmaster», που ετοιμαζόταν για επτά χρόνια κι έκανε, επιτέλους, την πρεμιέρα του στο λανσάρισμα του φετινού, 63ου Φεστιβάλ Βερολίνου.
Μετά το «Blueberry Nights», το εγχείρημα του σκηνοθέτη να μεταφερθεί στην Αμερική και ν’ απεικονίσει τη μοναξιά της, ο Γουονγκ Καρ Γουάι επιστρέφει με κάτι τόσο βαθιά ασιατικό, που μοιάζει με τοπικό λαϊκό θρύλο, όπως άλλωστε και η ζωή του κεντρικού ήρωα της ταινίας, του Ιπ Μαν, του Μεγάλου Δασκάλου του κουνγκ φου, του μέντορα του Μπρους Λι και του ανθρώπου που ανέλαβε, μόνος σχεδόν, να μεταφέρει την παράδοση αιώνων στην επόμενη γενιά.
Ο Γουονγκ Καρ Γουάι, οι πρωταγωνιστές του, Τόνι Λιουνγκ και Ζανγκ Ζιγί και ο διευθυντής φωτογραφίας του, Φιλίπ Λεσούρ, έδωσαν Συνέντευξη Τύπου μετά την πρώτη προβολή του «The Grandmaster» και μοιράστηκαν με το παγωμένο Βερολίνο λίγο από το φως της Απω Ανατολής.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Τhe Grandmaster».
Γουονγκ Καρ Γουάι – Θέλω να δώσω στο κοινό μια διαφορετική εικόνα για τις πολεμικές τέχνες, το κουνγκ φου, αλλά και τους Κινέζους.
Η ιδέα για την ταινία μου ήρθε το 1999, όταν είδα ένα ντοκιμαντέρ για τον Ιπ Μαν, το δάσκαλο του θρυλικού Μπρους Λι. Αυτό το ντοκιμαντέρ είναι, στην ουσία, ένα οικογενειακό Super 8 που γυρίστηκε τρεις μέρες πριν πεθάνει ο Ιπ Μαν. Στην ταινία γίνεται μια επίδειξη των 108 συνδυασμών της πολεμικής τέχνης που αγάπησε και εξέλιξε. Ο Ιπ Μαν ήταν ήδη πολύ άρρωστος τότε. Και βλέπεις αυτόν τον άντρα, πάνω από 70 χρόνων, πολύ αδύναμο, στο σαλόνι του σπιτιού του, φορώντας τις πιτζάμες του, να κάνει αυτήν την επίδειξη. Βλέπεις τις γάτες και τα εγγόνια του τριγύρω. Κι επειδή η επίδειξη κρατά πολλή ώρα, προς το τέλος εκείνος σταματά. Δε βλέπουμε το πρόσωπό του, αλλά καταλαβαίνουμε ότι γι’ αυτόν είναι μια αγωνιώδης στιγμή, γιατί είτε αισθάνεται πολύ κουρασμένος και πολύ αδύναμος για να συνεχίσει, είτε απλώς το ξέχασε. Κι αυτή ήταν η στιγμή που πραγματικά με άγγιξε. Αργότερα συνεχίζει την επίδειξη και την ολοκληρώνει.
Αυτό είναι το μοναδικό αρχειακό υλικό του Ιπ Μαν που υπάρχει, γιατί σε όσους, στο παρελθόν, έκανε αυτήν την επίδειξη των 108 συνδυασμών, τους την έκανε προσωπικά, ακόμα και στον Μπρους Λι που του είχε προσφέρει πολλά χρήματα γι’ αυτό. Αλλά καταγράφει την τέχνη του σ’ αυτό το ταινιάκι γιατί ξέρει ότι σύντομα θα πεθάνει και θέλει, με κάποιον τρόπο, ν’ αφήσει τη γνώση του καταγεγραμμένη.
Κι αυτό είναι το πνεύμα του ανθρώπου που αποκαλούμε Μεγάλο Δάσκαλο. Γιατί κάποιος μπορεί να είναι καλός μαχητής, αλλά να μην είναι Δάσκαλος. Εκείνος έχει τη γενναιοδωρία και μαζί την ευθύνη να μεταβιβάσει τη γνώση που κληρονόμησε, στην επόμενη γενιά.
Πολλοί αποκαλούν αυτήν την ταινία «κουνγκ φου». Τους λέω, είναι παραπάνω από μια ταινία κουνγκ φου, σου αποκαλύπτει περισσότερα για την πολεμική τέχνη και τους ανθρώπους που αποτελούν αυτόν τον κόσμο. Ποιος είναι ο κώδικας τιμής που ακολουθούν, οι αξίες και η φιλοσοφία τους. Αυτή την πλευρά τη θεωρώ μαγική και για μένα αυτή η ταινία είναι ένα καινούριο κεφάλαιο στο είδος του σινεμά των πολεμικών τεχνών. Μπορεί να δώσει στο κοινό μια διαφορετική εικόνα για τις πολεμικές τέχνες, το κουνγκ φου, αλλά και τους Κινέζους.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα ήταν ότι δεν ξέρω ο ίδιος πολεμικές τέχνες, παρότι είμαι μεγάλος θαυμαστής, όχι μόνο της τέχνης και της δεξιότητας του είδους, αλλά και της μεταφοράς της στο σινεμά ή τη λογοτεχνία. Γενικά έχουμε την αίσθηση ότι οι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι πολεμιστές, ότι ακολουθούν τη λύση της βίας. Εγώ έκανα έρευνα τρία συνεχή χρόνια για την ταινία, ήμουν στο δρόμο μαζί με τους Δασκάλους κι αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η σεμνότητα και η μετριοφροσύνη τους. Οι πολεμικές τέχνες δεν είναι σπορ, δεν είναι γιόγκα, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα αμυντικό όπλο. Κι όσοι τις εξασκούν είναι ταπεινοί, επειδή ακριβώς ξέρουν ότι στα χέρια τους κρατούν θανάσιμα όπλα. Υπάρχει στην ταινία μια σκηνή όπου ένα παιδάκι κοιτάζει μια σχολή κουνγκ φου από το παράθυρο, γεμάτο απορία και θαυμασμό. Αυτό το παιδάκι είμαι εγώ. Κι ο σκηνοθέτης αυτής της ταινίας, είναι πάλι αυτό το παιδί. Και ο άνθρωπος μετά από επτά χρόνια, που ολοκλήρωσε το έργο του, είναι πάλι αυτό το παιδί. Υπάρχουν τόσα πολλά επίπεδα στη φιλοσοφία των πολεμικών τεχνών που εύχομαι να μπορούσα να σας μιλώ γι’ αυτά για ώρες.
Στο τέλος της ταινίας έχουμε μια φράση του Μπρους Λι, ότι ο αληθινός Δάσκαλος των πολεμικών τεχνών δε ζει για κάτι, απλώς ζει. Νομίζω ότι εκεί βρίσκεται και η αλήθεια αυτής της ταινίας, ότι όσα αρχεία, υλικά, ντοκουμέντα κι αν ψάξεις, πρέπει μόνος σου, βιωματικά να καταλάβεις τι σημαίνει αυτό το ταξίδι.
Φιλίπ Λεσούρ: Θεωρώ τον Καρ Γουάι πολύ γενναιόδωρο σκηνοθέτη. Μοιράστηκε με όλους την ταινία του, ήδη από το στάδιο του σεναρίου κι από κει και πέρα προχώρησε βήμα – βήμα, ώστε όλοι οι συντελεστές να προσφέρουν κάτι σ’ αυτήν.
Τόνι Λιουνγκ: παλιότερα έχω βρεθεί σε μεγάλο αδιέξοδο, γιατί κάθε ταινία που ξεκινούσα με τον Καρ Γουάι, έμοιαζε μ’ ένα περιπετειώδες ταξίδι. Μου έδινε τόσο λίγα στοιχεία για το φιλμ και το ρόλο μου που ποτέ δεν είχα τον έλεγχο αυτού που έκανα. Ξέρω ότι είχε το σενάριο, αλλά ποτέ δε μας το έδινε. Αυτή τη φορά αισθάνομαι τρομερά τυχερός γιατί είχα κάπου να πατήσω για να δουλέψω, είχα την εικόνα του πραγματικού ανθρώπου κι έτσι για μένα αυτή ήταν η πιο απολαυστική ταινία του Γουονγκ Καρ Γουάι. Οχι ότι δεν ευχαριστήθηκα τις προηγούμενες συνεργασίες μας, αλλά αυτή τη φορά, τουλάχιστον, ήξερα ποιος είμαι.
Ζανγκ Ζιγί: Εγώ και πάλι δεν ήξερα τι έκανα, αλλά αισθάνομαι ότι είμαι η πιο τυχερή ηθοποιός στον κόσμο! Το γύρισμα κράτησε 20 μήνες στη διάρκεια δυο χρόνων και ήταν εξαντλητικό, αλλά αν ο Γουονγκ Καρ Γουάι μου ζητούσε πάλι να δουλέψω μαζί του, για χρόνια, θα το έκανα αμέσως. Τόσο εκπληκτικός σκηνοθέτης είναι. Και χαίρομαι που η ταινία παρουσιάζει, δίπλα στον Ιπ Μαν, μια γυναίκα ηρωίδα. Γιατί οι γυναίκες δεν πολεμούν διαφορετικά στο σινεμά. Αλλά πολεμούν διαφορετικά στη ζωή.