Το «The Grandmaster» άνοιξε την αυλαία του 63ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου με μία σειρά αναμετρήσεων: η κινηματογραφική αφήγηση πάλεψε με την έντασης της στυλιζαρισμένης εικόνας, το εντυπωσιακά χορογραφημένο action με το σιωπηλό δράμα των χαρακτήρων, οι πολύχρονες, επικές προσδοκίες μας με το 130 λεπτών όραμα του Γουόνγκ Καρ Γουάι, ο οποίος επιχείρησε να χωρέσει την κινεζική Ιστορία, την παράδοση του Κουνγκ Φου, τους μυθικούς ήρωες και τον προσωπικό του ρομαντισμό του ανεκπλήρωτου, σ' ένα κοινό αποτέλεσμα.
«Μην μου μιλάς για πόσο μεγάλο είναι το ταλέντο σου, πόσο εξαιρετικός ήταν ο Δάσκαλός σου ή από ποια διάσημη σχολή έμαθες την τέχνη» ακούγεται να λέει ο πρωταγωνιστικός ήρωας Ιπ Μαν στην πρώτη σκηνή της ταινίας. «Το Κουνγκ Φου είναι δύο λέξεις. Η μία οριζόντια, η άλλη κάθετη. Αν κάνεις ένα λάθος υπολογισμό, θα βρεθείς οριζοντιωμένος. Αν είσαι σωστός, θα μείνεις όρθιος. Και μόνο όσοι μένουν όρθιοι έχουν το δικαίωμα να μιλάνε...»
Ο Καρ Γουάι ορίζει από την πρώτη στιγμή την οπτική του: δε θα παρουσιάσει μία τυπική βιογραφία του Ιπ Μαν (ενός από τους θρυλικούς grandmasters του Κουνγκ Φου του 20ου αιώνα και Δασκάλου του Μπρους Λι). Η ταινία δε θα είναι μία επίδειξη δυνάμεων. Μέσα από τις πολεμικές τέχνες, μέσα από το εντυπωσιακό action των αναμετρήσεων θα επιχειρήσει να επιδείξει την πραγματική ικανότητα του να σταθείς όρθιος. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό και πιο είναι το τίμημα.
Βρισκόμαστε στην Κίνα στις αρχές της δεκαετίας του 30. Ο Ιπ Μαν (Τόνι Λιουνγκ) μας αφηγείται την «άνοιξη της ζωής του» - τα πρώτα 40 χρόνια του, όπου μεγαλωμένος στην αφθονία απολάμβανε τους δύο μεγάλους του έρωτες: τη γυναίκα του που θαύμαζε και την τέχνη του Κουνγκ Φου όπου με πειθαρχία και εξάσκηση έγινε ο καλύτερος στον Νότο. Οταν ο Γιουτάν Γκονγκ, ο Grandmaster του Βορά, είναι έτοιμος να παραδώσει τη θέση του στην επόμενη γενιά, ο Ιπ Μαν προσκαλείται για την απόλυτη αναμέτρηση με τους αντιπάλους του σε όλη την επικράτεια. Το πρωτοπαλίκαρο του Γκονγκ στο Βορρά, ο Μα Σαν, θα αποδειχτεί άξιος, αλλά αλαζονικός αντίπαλος. Ο Ιπ Μαν θα καταφέρει να κερδίσει τους πάντες - ακόμα και τον ίδιο τον Grandmaster Γκονγκ σ' ένα εγκεφαλικό παιχνίδι ευφυίας. Αυτό δε θα το ανεχτεί η Ιρ Γκονγκ (Ζανγκ Ζιγί) περήφανη μοναχοκόρη του Grandmaster, η οποία θα μονομαχήσει με τον Ιπ Μαν σε μία από τις πιο μαγικές, ποιητικές σκηνές της ταινίας.
Από εκείνο το σημείο και μετά ο Καρ Γουάι περνάει στον «χειμώνα της ζωής» του Ιπ Μαν: η επέλαση των Ιαπώνων το '38, ο εμφύλιος πόλεμος, οι κακουχίες αφήνουν τον Ιπ Μαν φτωχό και ξεκληρισμένο: τα παιδιά του σκοτώνονται κι εκείνος αναγκάζεται να εξοριστεί, αφήνοντας τη γυναίκα του πίσω. Είναι μία εποχή που διαφαίνονται οι ήρωες από τους προδότες: ο Μα Σαν συμμαχεί με τους Ιάπωνες και σκοτώνει τον Grandmaster Γκονγκ. Η Ιρ, πρωτοφανές για γυναίκα που καλό θα ήταν να τα ξεχάσει όλα και να παντρευτεί, ξεκινάει μία συγκλονιστική ιστορία εκδίκησης του πατέρα της.
Ο Ιπ και η Ιρ μάχονται επί χρόνια παράλληλα: τους αντιπάλους τους, τους εχθρούς της Κίνας, τους εαυτούς τους. Το Κουνγκ Φου είναι απλά η αφορμή. Οι πραγματικοί δαίμονες έχουν να κάνουν με το χαρακτήρα και το ήθος σου. Το πόσο πολύ θέλεις να μείνεις όρθιος απέναντι στα ιδανικά σου. Εδώ ο Καρ Γουάι καταθέτει όλο τον ανυποχώρητο μέσα στα χρόνια ρομαντισμό του. Αυτό είναι το υπόκωφο, μεγαλειώδες δράμα του - είτε εξετάζοντας τον κάθε ένα ξεχωριστά ή το «ζευγάρι». Από τη στιγμή της προσωπικής τους αναμέτρησης, οι δυο τους αναγνωρίστηκαν. Εκτιμήθηκαν, και για αυτό ερωτεύτηκαν σιωπηλά, πλατωνικά και από απόσταση. Με το συναίσθημα σε σιγαστήρα αξιοπρέπειας. Η σήμα κατατεθέν θλίψη της ανεκπλήρωτης Ερωτικής Επιθυμίας, της (Un)Happy Together πάλης με το κάρμα και την ακεραιότητά σου είναι το νήμα της ταινίας όπου ο Καρ Γουάι αποδεικνύεται νικητής. Αυτό ξέρει να κάνει καλύτερα. Να καδράρει την κλειδωμένη στιβαρότητα του Τόνι Λιουνγκ απέναντι στο πρόσωπο χιλιάδων μικροεκρήξεων της Ζανγκ Ζιγί για να σου ψιθυρίσει μεγατόνους συναισθήματος.
Οχι ότι οι σκηνές των αναμετρήσεων στα πολυτελή μπουρδέλα της Κίνας των αρχών του 20 αιώνα, τα οποία λειτουργούσαν ως τόπος συγκέντρωσης των masters, δεν είναι εντυπωσιακές. Χορογραφημένες από τον Γιουέν Γου-Πινγκ («The Matrix», «Η Τίγρης κι ο Δράκος») και σκηνοθετημένες με την υπογραφή του Καρ Γουάι ( με το νωχελικό τέμπο, τα φίλτρα, τις πειραγμένες ταχύτητες του φιλμ και την εμμονή με την εικαστική λεπτομέρεια) το action έχει ατμόσφαιρα και όγκο.
Από ένα σημείο και μετά όμως καταντάει υπερβολικό και άνισο. Η υπερβολή είναι το αδύναμο στοιχείο της ταινίας - στο στιλ, που φέρνει κάθε στάλα της βροχής, κάθε νιφάδα χιονιού, κάθε γλίστρημα του ποδιού των αγωνιστών στο παρκέ σε επώδυνο κοντινό slow motion. Στο φιλόδοξο σενάριο που θέλει να τα πει όλα. Σε δευτερεύοντες ήρωες που εμφανίζονται στον μπερδεμένο χωροχρόνο (βινιέτες σε ξεναγούν μπρος πίσω στην Κινεζική Ιστορία) και θέλουν και αυτοί να αφήσουν το στίγμα τους (ίσως γιατί η ταινία αρχικά λεγόταν «The Grandmasters» - πληθυντικός).
Ο Καρ Γουάι χάνει την ισορροπία του και πέφτει. Κι αυτό δυστυχώς το υποψιαζόσουν από τα 5 χρόνια που η ταινία δεν έλεγε να τελειώσει, ή τα 15 λεπτά που συμβιβάστηκε να κόψει για την international κόπια - κάτι που δε θα δεχόταν να κάνει κανείς, αν ένιωθε ασφαλής με το αποτέλεσμα.
Πάλεψε όμως και αυτό είναι που είχε την μεγαλύτερη σημασία. Γιατί ο Ιπ Μαν έκανε λάθος: δεν είναι μόνο αυτοί που στέκονται στο τέλος που έχουν το δικαίωμα να μιλάνε. Πολλοί στάθηκαν έχοντας πέσει από τα μάτια μας. Και πολλοί έπεσαν, αλλά τους κρατάμε ψηλά, και υποκλινόμαστε στην μεγαλειώδη τους προσπάθεια. Διαβάστε εδώ όσα είπαν ο Γουονγκ Καρ Γουάι, η Ζαν Ζιγί και ο Τόνι Λιουνγκ στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας στο Βερολίνο.