Φεστιβάλ / Βραβεία

Το 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βλέμμα του Flix | Ημέρα 9η | Τα σκυλιά αλυχτούν στη Σελήνη

of 10

Η ομάδα του Flix, στη Θεσσαλονίκη και online, επιλέγει όλα όσα ξεχώρισαν την Παρασκευή, 12 Νοεμβρίου, ένατη ημέρα του #TIFF62.

Το 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βλέμμα του Flix | Ημέρα 9η | Τα σκυλιά αλυχτούν στη Σελήνη

Βρισκόμαστε μία ανάσα πριν από το τέλος του φεστιβάλ. To 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πλησιάζει στο μεγάλο φινάλε του - πανηγυρικό γιατί κερδίζει τα στοιχήματα της ασφαλούς θέασης εν καιρώ πανδημίας, χαρίζοντας σε επαγγελματίες, φοιτητές, κοινό μια σοδειά γερών ταινιών κι εξαιρετικών masterclasses.

Ταυτόχρονα, το μεγαλύτερο τμήμα του προγράμματος υπάρχει και στην online πλατφόρμα για όσους δεν έχουν επισκεφθεί την πόλη, ή όσους δεν βρήκαν εισιτήρια στις sold out προβολές.

Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.

tiff jury Η επιτροπή του Διεθνούς Διαγωνιστικού

Λίγο πριν τα βραβεία της Κυριακής, το Flix συνεχίζει να βλέπει ταινίες, να προσπαθεί να μαντέψει τον Χρυσό Αλέξανδρο, να παρακολουθεί το παλλόμενο ελληνικό σινεμά, να ρουφά αμοντάριστα τα masterclasses των διάσημων μοντέρ στον Παύλο Ζάνα.

Διαβάστε όλα όσα συνέβησαν λοιπόν χθες, Παρασκευή - μέσα κι έξω από τις αίθουσες του #TIFF62.

Μαυροψαρίδης

Masterclass: Γιώργος Μαυροψαρίδης | «Ο Εγκέφαλος Είναι η Οθόνη»»

O διεθνούς φήμης μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης, σταθερός συνεργάτης του Γιώργου Λάνθιμου και υποψήφιος για Όσκαρ με την ταινία Η Ευνοούμενη, παρέδωσε χθες το πρωί masterclass στα πλαίσια του αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του». Ο Γιώργος Μαυροψαρίδης ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο το μοντάζ κωδικοποιεί την αφήγηση και επικοινωνεί στον θεατή τα μηνύματά της.

«Μου ήταν πάντοτε εύκολο αυτό, μπορώ στα πρώτα 20 λεπτά της ταινίας, που είναι και τα πιο οριακά και κρίσιμα, να καταλάβω αν υπάρχει ενδιαφέρον στην ατμόσφαιρα. Πιστεύω πως ο λόγος που επέλεξα αυτό το επάγγελμα είναι η σαφέστατη συνάφεια ανάμεσα στο πώς το μυαλό μας αντιλαμβάνεται τον κόσμο και το πώς το μοντάζ, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λειτουργίες του εγκεφάλου, κατασκευάζει τον κόσμο που βλέπουμε στην οθόνη. Οντως, ο εγκέφαλός μας είναι η οθόνη, διότι δίνει νόημα σ’ αυτό που βλέπουμε, αλλά και στον κόσμο που μας περιβάλλει. Αυτό που βλέπουμε στο σινεμά είναι στατικά κάδρα που επικαλύπτουν το ένα το άλλο, δημιουργώντας την αίσθηση της κίνησης. Οι σακκαδικές κινήσεις των ματιών μας σκανάρουν το περιβάλλον, λαμβάνουν τις ηλεκτρομαγνητικές πληροφορίες και κατασκευάζουν τον τρισδιάστατο κόσμο που μας περιβάλλει. Ο καθένας κατασκευάζει έναν κόσμο και ζει μέσα σ’ αυτόν. Το ίδιο κάνουμε και στον κινηματογράφο: παίρνουμε κομμάτια και τα συνδέουμε, για να μεταφέρουμε ορισμένες πληροφορίες...»

Μαυροψαρίδης

«Οπως ισχυρίζεται ο Γκοντάρ, η ηθική του μέλλοντος είναι η αισθητική, με την έννοια ότι κάποιες αποφάσεις που παίρνουμε για να κάνουμε κινηματογράφο, στηρίζονται σε μια προϋπάρχουσα ηθική», ανέφερε χαρακτηριστικά. «Από τη στιγμή που ο δημιουργός τοποθετεί την κάμερα, κόβει ένα κομμάτι. Δεν μπορούμε να δούμε το Όλον. Η φράση αυτή θυμίζει ένα σημείο από τα γραπτά της Σούζαν Σόνταγκ: “το να φωτογραφίζεις σημαίνει να καδράρεις, και το να καδράρεις σημαίνει να παραλείπεις”. Ωστόσο, παρά την όποια παράλειψη του δημιουργού, όπως έλεγε ο Άιζενσταϊν, το μέρος θα γίνει αυτό που θα μας κατευθύνει προς το Όλον. Τα πλάνα του δημιουργού, που είναι όλα υποκειμενικά, έχουν έναν κώδικα. Η συντακτική αυτού του κώδικα μεταφέρεται τελικά και στο μοντάζ, όπου ορίζουμε τον χρόνο, δηλαδή πόσο θα διαρκέσει το πλάνο, αλλά όχι αυτό που υπάρχει μέσα στο πλάνο, το οποίο είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα. Ανάλογα με την πρόθεση και την αισθητική του σκηνοθέτη, συνδέουμε τα πλάνα και λέμε την ιστορία του...»

«Νιώθω άσχημα να αναφέρομαι σε ταινίες που έχω μοντάρει δίχως να αναφέρω τον σκηνοθέτη. Το μοντάζ είναι μια συνεργασία ανάμεσα σε σκηνοθέτη και μοντέρ, κι εμάς δουλειά μας είναι να ακολουθήσουμε το όραμά του. Στη συνεργασία μου με τον Γιώργο Λάνθιμο ήταν σαφές για εμένα πως η αφήγησή του έψαχνε κάτι διαφορετικό από το συνηθισμένο. Κάποιες ταινίες έχουν ένα ανοιχτό σύμπαν, το οποίο απαιτεί τη συμμετοχή και τη συν-δημιουργία του κοινού. Δεν υπάρχει αντικειμενική ταινία. Κάθε φορά που προβάλλεται, είναι μια διαφορετική εμπειρία. Μέσα στην εμπειρία μας βρίσκονται φυσικά και οι προκαταλήψεις μας, η γλώσσα μας και το περιβάλλον μας. Μου αρέσει ο κινηματογράφος που θέτει ερωτήματα και προκαλεί τις προκαταλήψεις μας και είμαι τυχερός που συνεργάζομαι με τον Γιώργο Λάνθιμο, του οποίου οι προτάσεις ανατρέπουν τα δεδομένα που γνωρίζουμε...»


Το Flix συνεχίζει να βλέπει ταινίες από όλα τα προγράμματα του 62ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - τις περισσότερες μπορείτε να τις δείτε ακόμη κι αν δεν είστε στη Θεσσαλονίκη μέσω της online πλατφόρμας της διοργάνωσης.

Σελήνη

«Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» της Ζακλίν Λέντζου | Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό

Η «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» είναι σύμφωνα με τον υπότιτλό της «μια ταινία για την αγάπη, την κίνηση, τη ροή (και την έλλειψη αυτών)».

Είναι μια ταινία για τους οικογενειακούς δεσμούς, για τα μυστικά που όταν τα κουβαλάς καιρό γίνονται βαρύ φόρτωμα όχι μόνο για την ψυχή αλλά και για το σώμα. Είναι μια ταινία για το πώς μπορείς να ανακαλύψεις βαθιά και απροσδόκητα πράγματα για τους ανθρώπους που νομίζεις ότι γνωρίζεις. Είναι μια επιβεβαίωση πως η αληθινή αγάπη θα μας βρει (και θα την βρούμε) στο τέλος, ακόμη κι αν το να φτάσεις ως εκεί είναι μια διαδρομή συχνά επώδυνη και δίχως καμιά αμφιβολία αχαρτογράφητη.

Η Αρτεμις, η ηρωίδα της ταινίας, επιστρέφει από το Παρίσι πίσω στο πατρικό της σπίτι μετά από χρόνια απουσίας, καθώς μια σοβαρή ασθένεια χτυπά τον πατέρα της, Πάρι, και η φροντίδα της τουλάχιστον μέχρι να οργανωθεί καλύτερα η καθημερινότητά του, είναι απολύτως απαραίτητη. Είναι καλοκαίρι και η μητέρα της, χωρισμένη χρόνια, φεύγει για διακοπές με τον σύντροφό της και δεν μπορεί, ούτε είναι διατεθειμένη να βοηθήσει. Ο Πάρις είναι για εκείνη ο αυστηρός απόμακρος γονιός των παιδικών της χρόνων, και την ίδια στιγμή ένας τσακισμένος, αβοήθητος άντρας που την έχει ανάγκη. Κυρίως όμως είναι ένα αίνιγμα που η ενήλικη πλέον Αρτεμις θα δοκιμάσει να λύσει, ακόμη κι αν τα στοιχεία για την αποκρυπτογράφησή του, θα πέσουν στα χέρια της εντελώς τυχαία.

Η «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» διαδραματίζεται στον παράξενο μη-χρόνο του ελληνικού καλοκαιριού, που γίνεται ακόμη πιο αλλόκοτος από τη συνθήκη που βιώνει η ηρωίδα του: από τη μια απόπειρα ανέμελων στιγμών στην πισίνα κι από την άλλη βουτιά στα σκοτεινά νερά των οικογενειακών μυστικών. Από την μια πινγκ πονγκ με τους φίλους της και από την άλλη καρδιές και αισθήματα που βιώνουν τα δικά τους δυνατά χτυπήματα. Η Ζακλίν Λέντζου συνθέτει αυτές τις αντιφάσεις, μικρές στιγμές χαμηλότονης μελαγχολίας, άδηλα μα γιγαντιαία συναισθήματα, μικρές εικόνες απροσδόκητης ομορφιάς της καθημερινότητας, αναμνήσεις σε φθαρμένες βιντεοκασέτες, μουσικές και (λίγες) λέξεις, σε ένα ταυτόχρονα χειροποίητο αλλά περίτεχνο κινηματογραφικό μωσαϊκό, που σε αφήνει να κοιταξεις τις «ενώσεις» του μα που αποκαλύπτει μια μεγαλύτερη εικόνα κι ένα ψυχολογικό τοπίο που δεν μπορεί παρά να σε κάνει να νιώσεις.

tiffH Zακλίν Λέντζου με την πρωταγωνίστριά της Σοφία Κόκκαλη στη χθεσινή πρεμιέρα στο Ολύμπιον

Κατά στιγμές γεμάτη αγκάθια αλλά αναπολογητικά συναισθηματική, η ταινία μπορει να αλλάζει ταχύτητες, από το θλιμμένα αστείο στο σαρωτικά συγκινητικό, κι από το πικρό στο απόλυτα τρυφερό, συχνά στο χρόνο της ίδιας σκηνής με τρόπο απόλυτα φυσικό. Μπορεί να αφήνει τις πιο σημαντικές αποκαλύψεις της εκτός του πλάνου και να κρατά την κορύφωσή της γραμμένη σε ένα γράμμα που ο θεατής δεν διαβάζει ποτέ, αλλά ακόμη κι έτσι δεν χάνει τίποτα από την αποτελεσματικότητά της και τον αντίκτυπο που έχει πάνω σου. Οπως το ουράνιο σώμα του οποίου το όνομα δανείζεται για τον τίτλο της, αυτή η Σελήνη κρατά τα μυστικά της για τον εαυτό της, αλλά η δύναμή της σε επηρεάζει με τρόπους που δεν περιμένεις.

Η Ζακλίν Λέντζου είχε δείξει ήδη πως κατέχει τη γραμματική μιας δικής της κινηματογραφικής και συναισθηματικής γλώσσας, ήδη από τις εξαιρετικές της μικρού μήκους, κι εδώ επιβεβαιώνει πως μπορεί να συνθέσει τις ιδέες της και τις αναφορές της (στις ευχαριστίες συναντάμε τον Γκούσταβ Ντόιτς, τον Ρολάν Μπαρτ και τη Σαντάλ Ακερμάν), σε κάτι ιδιαίτερο και αποτελεσματικό. Ξέρει επίσης να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς της σε σπουδαίες ερμηνείες - ακόμη κι αν δεν τους δίνει αβάντες που θα έκαναν την δουλειά τους πιο εύκολη, ακόμη κι αν η παρουσία τους στην οθόνη είναι φευγαλέα όπως αυτή του Νικήτα Τσακίρογλου ή της Μαρίας Ζορμπά. Η Σοφία Κόκκαλη κι ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, από την άλλη, σηκώνουν στους ώμους τους, αβίαστα, όλο το βάρος της ταινίας και δίνουν υπέροχες, διακριτικές αλλά σπουδαίες ερμηνείες σε δυο ρόλους γεμάτους δυσκολίες.

Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ που σε κάνει να ακολουθείς με κάποιο τρόπο την ίδια διαδρομή με την ηρωίδα του, ξεκινώντας από το ερευνητικό ενδιαφέρον μιας ελαφρώς απροσπέλαστης αρχής, που κρύβεται πίσω από εικόνες ενός ομιχλώδους παρελθόντος και διαλόγων off camera, φέρνοντάς σε στο τέλος σε κάτι σαν μια ανακουφιστική, μακριά αγκαλιά που λέει όσα οι λέξεις δεν μπορούν να πουν και που είναι εξαιρετικά πολύτιμη και αναγκαία ακόμη κι αν άργησε πολύ. Γιώργος Κρασσακόπουλος

The Power of the dog

«Η Εξουσία του Σκύλου» (The Power of the Dog) της Τζέιν Κάμπιον (Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία) | Τμήμα: Ειδικές Προβολές

Στην Μοντάνα του 1925, μια στωική, λιγομίλητη χήρα (Κίρστεν Ντανστ) αποφασίζει να ξαναφτιάξει την ζωή της όταν παντρεύεται έναν επίσης χαμηλότονο αλλά ισχυρό άντρα (Τζέσι Πλέμονς) . Μαζί με τον «διαφορετικό» και σίγουρα όχι σύμφωνο με τα πρότυπα του macho ανδρισμού της εποχής γιο της (Κόντι Σμιτ ΜακΦι), μετακομίζουν στο νέο τους σπίτι όπου η ζωή φαίνεται να προμηνύεται ιδανική, αν εξαιρέσει κανείς βέβαια τον ιδιόρρυθμο, βίαιο και με συνεχείς εναλλαγές διάθεσης αδερφό του γαμπρού (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς), ο οποίος δείχνει να έχει βάλει στόχο να κάνει τη ζωή κόλαση τόσο στην ίδια όσο και στο γιο της.

Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι καθοριστικές για όλους, τόσο στην ανακάλυψη των μεταξύ τους ισορροπιών όσο και στην ανάδειξη της αληθινής δύναμης που κρύβει ο καθένας μέσα του, όλα σε μια εποχή όπου ο καθένας οφείλει να υπακούει στα στερεότυπα και κάθε παρεκτροπή από αυτά είναι όχι απλά κατακριτέα αλλά και αξία τιμωρίας. Οι εξελίξεις θα είναι φυσικά καταιγιστικές, μόνο που η Τζέιν Κάμπιον συνειδητά (και σε απόλυτη συνέπεια με την ιδιοσυγκρασιακή της δημιουργική ταυτότητα) δεν πρόκειται ποτέ να παραδοθεί στην ορμητικότητα και την καταστροφική φόρα των συναισθημάτων των ηρώων της. Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix εδώ

la caja

«Το Κουτί» (La Caja) του Λορένσο Bίγας (Μεξικό) | Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό

Ανθρωποι εξαφανίζονται στην βιομηχανική επαρχία του Μεξικού. Εργάτες που αφήνουν τα σπίτια τους στις πόλεις για να πιάσουν δουλειά στα εργοστάσια, υπογράφοντας συμβόλαια δουλείας, με εργοδηγούς μπράβους που διατηρούν αόρατα τα αφεντικά. Ανθρωποι εξαφανίζονται κάτω από τον απέραντο ουρανό, μέσα στην έρημο. Οι δικοί τους μάταια τους αναζητούν. Αν είναι τυχεροί, οι αρχές τους ανακαλύπτουν σε ομαδικούς τάφους και τους στέλνουν τα λείψανα τους με ένα κουτί. Ετσι κι ο έφηβος Ατζίν καταφθάνει στην μέση του πουθενά να παραλάβει το κουτί με τα απομεινάρια του πατέρα του. Ομως κάτι δεν πάει καλά. Αυτός ο εργοδηγός που συναντά τυχαία, μοιάζει στον μπαμπά του, δεν μπορεί να τον γελούν τα μάτια του. Κι αν τον έχει ξεγελάσει ο μπαμπάς του; Ενας τυχοδιώκτης που άλλαξε όνομα, εργασιακή ηθική, ζωή. Και τι είναι καλύτερο τελικά; Που τον βρήκε ζωντανό κι έχει μια ελπίδα να κερδίσει την αγάπη και τη σχέση του μαζί του; Ή να έπαιρνε το κουτί, να έβαζε και μέσα την καρδιά και την αθωότητα του και να έφευγε;

Ο Βενεζουελανός Λορένσο Βίγας, ο βραβευμένος με Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία το 2015 σκηνοθέτης («Από Μακριά») εμπιστεύεται και πάλι το ήσυχο σινεμά του. Με οικονομία και αφαίρεση, υποννοεί, δεν εξηγεί. Σταδιακά, καρτερικά, ήσυχα αποκαλύπτεται το παζλ της απίστευτης βιαιότητας και της συστημικής εγκληματικότητας στις φάμπρικες του Μεξικού. Αλλά και πάλι, το κοινωνικοπολιτικό μήνυμα μένει στο πίσω κάθισμα. 
Μπροστά κάθεται η τραυματισμένη οικογένεια. Γιατί ξεχνάμε ότι η οικονομική κρίση δεν είναι κάτι μόνο του, έχει βαθιές συνέπειες στον κοινωνικό ιστό κι ακόμα πιο βαθιές ουλές στους οικογενειακούς δεσμούς. Απομόνωση, αλλοτρίωση, μοναξιά. Προδοσία. Παιδιά που ενηλικιώνονται χωρίς γονείς - δεν χρειάζεται κάποιος να τους σκοτώσει, σκοτώνονται από μόνοι τους στη δουλειά.

Με δεξί του χέρι τον κινηματογραφιστή Σέρτζιο Αρμστρονγκ (πιστό διευθυντή φωτογραφίας και όλων των μη-αγγλόφονων ταινιών του Πάμπλο Λαρέιν) που καταγράφει τα ανοιχτά τοπία της ερήμου σε 35άρι φιλμ, ο Βίγας εμπιστεύεται τη γη να αποκαλύψει τους τάφους των ένοχων μυστικών της, τον επικό ουρανό να μας γεμίσει με θλίψη. 

Και πάνω από όλα εμπιστεύεται τον πιτσιρικά του. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Χατζίν Ναζαρέτ κουβαλά στους εύθραυστους ώμους του όλο το βάρος του κόσμου - όχι μόνο της ταινίας. Ενός κόσμου διεφθαρμένου, αδίστακτου, ανίκητου. Με το εκφραστικό του πρόσωπο για οδηγό, τον ακολουθούμε κι εμείς πεισμωμένα, θυμωμένα, πικραμένα στα ίχνη του πατέρα του. Αλλά ευχόμαστε να μην ακολουθήσει τα χνάρια του. Πόλυ Λυκούργου

Compartment No 6

«Βαγόνι Αριθμός 6» (Compartment No 6) του Γιούχο Κουοσμάνεν (Φινλανδία, Γερμανία, Εσθονία, Ρωσία) | Tμήμα: Εκτός Συναγωνισμού

Η Λάουρα είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια αρχαιολογίας στη Μόσχα. Εχει έρθει από τη Φινλανδία, συνεσταλμένη, ντροπαλή, ήσυχη. Χωρίς μεγάλη αυτοπεποίθηση για τον εαυτό της. Για αυτό κι έχει ερωτευθεί κεραυνοβόλα την μεγαλύτερη της Ιρένε - μία βροντόφωνη κοσμοπολίτισσα που της κάνει δώρο ένα ταξίδι με τρένο και προορισμό τον αρκτικό κύκλο. Να πάνε μαζί να δουν τα προϊστορικά Πετρόγλυφα στο λιμάνι του Μουρμάνσκ. Η Ιρένε όμως είναι απρόβλεπτη, με ναρκισσιστική συμπεριφορά που αφήνει την Λάουρα στο κρύο. Τελευταία στιγμή ακυρώνει και τη βάζει μόνη της στο τρένο, βγάζοντάς την ουσιαστικά από τη ζωή της. Στο Βαγόνι με τον αριθμό 6 περιμένει την αποκαρδιωμένη κοπέλα άλλη μία αρνητική έκπληξη. Συνοδοιπόρος της στο μικρό της κουπέ θα είναι ένας άξεστος, ενοχλητικός, μονίμως μεθυσμένος ανθρακωρύχος. Εγκλωβισμένοι στο μακρύ τους ταξίδι, δύο άνθρωποι θα αναγκαστούν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον. Και τον πραγματικό εαυτό τους.

Ο Γιούχο Κουοσμάνεν («Η Πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Ολλι Μάκι») πατάει στην ιδέα του ομότιτλου βιβλίου της Ρόζα Λίκσομ, αλλά στην ουσία ξαναγράφει αυτό το ταξίδι, τοποθετώντας το στα 90ς, δίνοντάς του άλλο προορισμό και σκιαγραφώντας διαφορετικά τους δυο χαρακτήρες. Δεν τον ενδιαφέρει η υποβόσκουσα βία, η απειλή που ελλοχεύει στο μυθιστόρημα της Λίκσομ και στον χαρακτήρα του συνεπιβάτη, Λιόχα (ο οποίος στο βιβλίο ήταν πολύ πιο ηλικιωμένος). Με ρομαντική εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, ο Κουοσμάνεν ξεκινά κι ο ίδιος το ταξίδι της ταινίας του για να βρει όσα μάς ενώνουν, όχι όσα μας χωρίζουν.

Δε θα το κάνει όμως «ρομαντικά». Η κάμερα του θα στριμωχθεί στο μικρό βαγόνι και θα καταγράψει ωμά την αγένεια, τη μπόχα, τη δυσφορία. Άλουστα μαλλιά, βρώμικες ανάσες, άβολες κουβέντες. Η ζωή δεν είναι ταινία του Λινκλέιτερ, όπου γοητευτικοί ξένοι γνωρίζονται στα τρένα. Η αληθινή ζωή σε εγκλωβίζει σε αμήχανες αντιπαραθέσεις και σε αιφνιδιασμούς. Όμως εκεί κρύβονται και οι εκπλήξεις της. Πρέπει να τολμήσεις, να βγεις από το επτασφάλιστο καβούκι σου, να μετακινηθείς από την ασφάλεια σου - να κάνεις ένα ταξίδι, κυριολεκτικό ή μέσα σου. Γιατί μόνο αν ρισκάρεις να εκτεθείς, έχεις την ελπίδα κάποιος, επιτέλους, να σε δει.

Ο Κουοσμάνεν δεν βιάζεται. Παρατηρεί. Σφίγγει τον κλοιό ανάμεσα στο ζευγάρι κι εμπιστεύεται τους ηθοποιούς του να χτίσουν λέξη λέξη, βλέμμα βλέμμα, την αλλαγή στην ατμόσφαιρα του βαγονιού. Δεν υπάρχει στιγμή που δεν τους πιστεύεις. Ισως γιατί όσο γεωμετρικά τους περιόρισε, τόσο χώρο τους έδωσε ερμηνευτικά να ξαναγράψουν τους διαλόγους τους, ώστε να βρουν τους χαρακτήρες τους εκεί που τους αισθάνθηκαν δικούς τους.

Ο Γιούρι Μπόρισοφ θα θάψει γενναία την αληθινή καρδιά του Λιόχα κάτω από στρώσεις βρώμικης επιδερμίδας και ενοχλητικής σωματικότητας - παραβιάζει το «χώρο» της Λάουρα με όλο του το είναι, ακόμα κι όταν κοιμάται. Και η Σέιντι Χάρλα (θεατρική ηθοποιός, στον πρώτο μεγάλο κινηματογραφικό ρόλο της καριέρας της) θα φορέσει την ανασφάλεια της ηρωίδας της σαν ζεστό παλτό, που από κάτω κρύβονται τραύματα που δε θα μάθουμε ποτέ. Πληγωμένα βλέμματα, σαν κουτάβι που το κλώτσησαν, κλεμμένα, πνιχτά χαμόγελα, μικρά βήματα προς την ελευθερία.

Ο production designer Κάρι Κανκάνπα αναπαραστά τη Ρωσία των 90ς σε σημείο που ο θεατής νιώθει να φορά τα γουόκμαν της Λάουρα (που παίζουν το «Voyage Voyage» των Desireless) να αναγνωρίζει την ατμόσφαιρα στα ρετρό σαλόνια της Μόσχας, να μυρίζει την έλλειψη καθαρού αέρα του τρένου. Κι ο διευθυντής φωτογραφίας Τζ. Π. Πάσι ενισχύει το ταξίδι πίσω στο χρόνο, με μία θαμπή εικόνα αναλογικών χρωμάτων που σε κάνουν να νιώθεις την ταινία ως νοσταλγική ανάμνηση, σαν όνειρο από το παρελθόν. Το βασικότερο: όλοι μαζί και με τον Κουοσμάνεν να κρατά σταθερά το τιμόνι, ξεπερνούν την παγίδα της θεατρικότητας στον έγκλειστο χώρο. Κινείσαι, τρέχεις πάνω στις γραμμές, τρέχουν τα τοπία, τρέχουν τα συναισθήματα.

Τρέχουν και τα μάτια. Γιατί την αναγνωρίζεις αυτή την παλλόμενη μοναξιά στο στριμωγμένο βαγόνι. Την μοναξιά μέσα σου που πρέπει να βρεις του κουράγιο να την αερίσεις - ναι, την πιο ακατάλληλη στιγμή, με τον πιο ακατάλληλο άνθρωπο. Στις ανεμοθύελλες του αρκτικού κύκλου, αν κι αυτός δεν είναι ο πραγματικός προορισμός. Οπως σε όλα τα road trips, έτσι κι εδώ τον προορισμό τον κουβαλούσες στις αποσκευές σου. Πόλυ Λυκούργου

Introduction

«Εισαγωγή» (Introduction) του Χονγκ Σανγκ-σου (Κορέα) | Τμήμα: Ειδικές Προβολές

Σε έναν Κορεάτη Ρομέρ εξελίσσεται με τα χρόνια ο Χονγκ Σανγκ-σου, δημιουργός τριών, πλέον, δεκαετιών, με επίσημες συμμετοχές και βραβεία σε όλα τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου, Κάννες, Βενετία, ο οποίος μόλις πέρσι τιμήθηκε στην Berlinale με το Βραβείο Σκηνοθεσίας, την Αργυρή Αρκτο, για το «The Woman Who Ran».

Εάν το ύφος του Χονγκ είναι ο μινιμαλισμός, αυτή εδώ είναι η πιο αφαιρετική ταινία του εδώ και πολλά χρόνια, φυσικά ασπρόμαυρη, μια λεπτεπίλεπτη ανάσα ζωής, λυρική, συνεσταλμένη, αλλά με τη δύναμη της βεβαιότητας της νιότης. Ο Γιουνγκό επισκέπτεται το ιατρείο του βελονιστή πατέρα του και κλέβει μια ματιά από τον διάσημο ηθοποιό ασθενή του. Λίγο καιρό μετά, η μητέρα του θα του συστήσει τον ηθοποιό, ελπίζοντας ότι εκείνος θα εμπνεύσει στο γιο της ν' ακολουθήσει σπουδές στην υποκριτική ή, τέλος πάντων, να βρει ένα στόχο στη ζωή του. Η Τζουόν, η κοπέλα του Γιουνγκό, είναι στο Βερολίνο: θα εγκατασταθεί εκεί για να σπουδάσει. Η μητέρα της θα της συστήσει μια όμορφη, πετυχημένη καλλιτέχνη, ελπίζοντας ότι εκείνη θα τη βοηθήσει να βρει την αυτοπεποίθηση που της λείπει και να ξεχάσει τον Γιουνγκό.

Δυο μητέρες παρεμβαίνουν στις ζωές των παιδιών τους, μια γενιά προσπαθεί να διορθώσει τα λάθη της επόμενης πριν, ακόμα, τα κάνει, αλλά εις μάτην. Οι νέοι θα κάνουν τις δικές τους «συστάσεις» με τη ζωή που απλώνεται μπροστά τους, δίνοντας και παίρνοντας, σαν το κύμα της χειμωνιάτικης θάλασσας.

Δομημένη σε σύντομα κεφάλαια, σε μια διάρκεια που με βία ξεπερνά τη μία ώρα, η νέα ταινία του Χονγκ είναι η επιτομή της διακριτικότητας. Αποφεύγοντας το έγχρωμο, λες για να μην ενοχλήσει, ο σκηνοθέτης στήνει σύντομες σκηνές διαλόγων που, όλες μαζί, απλώς μεταφέρουν στοιχειώδεις πληροφορίες κι έναν πλήρη χάρτη συναισθημάτων. Κάποιες από αυτές είναι καθοριστικές για την πλοκή, άλλες, όπως εκείνη του Γιουνγκό με την ώριμη, στερημένη χαρά, γραμματέα του πατέρα του, περιττές αλλά πολύτιμες. Οι ήρωες μιλούν, σκέφτονται, στέκονται, περπατούν, βουτούν στο παγωμένο νερό ή σ' ένα ζεστό όνειρο, καπνίζουν ασταμάτητα, τις στιγμές πριν ή μετά από κάτι σημαντικό. Γιατί αυτές οι στιγμές είναι που έχουν σημασία και που ο Χονγκ γνωρίζει καλά ότι θα ξετυλιχθούν, όσο και να προσπαθήσεις να τις αναχαιτίσεις. Μια ταινία πολύ μικρή, υπέροχα ασήμαντη, σπουδαία και μαζί φευγαλέα, σαν μια συνηθισμένη ζωή. Λήδα Γαλανού

το κοχύλι

«Το Κοχύλι» της Κατέ Μπέλλο | Τμήμα: Φεστιβάλ Ελληνικoύ Κινηματογράφου Μια δεύτερη ματιά

Η ανάσα του έζεχνε. Τα παλιόρουχα στο πάτωμα και το σπέρμα μέσα μου θύμιζαν όσα έγιναν. Βρωμούσε ιδρώτα και σφαγμένο κρέας. Εσύ πότε θα ουρλιάξεις; Ο συγγραφέας (και σκηνοθέτης, φυσικά), Θανάσης Σκρουμπέλος (της μυθικής «Χαβάης» αλλά και, πολύ πιο πρόσφατα, της «Νύχτας του Αγι' Αντώνη», συνεργάζεται με μια ομάδα γυναικών του Κολωνού και της Ακαδημίας Πλάτωνος και, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Κατέ Μπέλλο (που κρατά και τον ένα ρόλο), στήνει για μια ώρα ένα (κινηματογραφικό;) κατηγορώ απέναντι στο βιασμό. Πέντε γυναίκες, πέντε ηθοποιοί, πέντε μονόλογοι μπροστά στην κάμερα, ασπρόμαυροι, σε εσωτερικά σπιτιών, «παίζουν» το εφιαλτικό βίωμά τους, δίνουν φωνή στην οργή και την οδύνη των θυμάτων.

Στο πλαίσιο της arte povera, η ταινία αρκείται στο να κάνει τα στοιχειώδη θετικά. Να προσφέρει στο ελληνικό κίνημα #metoo. Να διαρκέσει μόνο μία ώρα. Κατά τα άλλα, λίγο διαφέρει από την ανάγνωση ενός κειμένου, υπογραμμισμένου με δραματική μουσική. Αντίθετα, οι ερμηνείες, που είναι μεν δυναμικές, αλλά δεν παύουν να είναι ερμηνείες ρόλων πάνω σ' ένα γραμμένο και, μάλιστα, μάλλον λογοτεχνικό, κείμενο, αυτό που καταφέρνουν είναι να στερήσουν από την πραγματικότητα την αυθεντική της δύναμη. Σίγουρα η πρόθεση είναι παραπάνω από καλή, σίγουρα η κάθε έκθεση της βίας κατά των γυναικών μόνο ευεργετική μπορεί να είναι, οι προθέσεις, όμως, δεν φτιάχνουν, απαραίτητα, ούτε μια στιβαρή καταγγελία, ούτε μια κινηματογραφική ταινία. Λήδα Γαλανού

Το Πρόσωπο κι η Πόλη

«Το Πρόσωπο και η Πόλη» του Αλέξανδρου Φασόη | Τμήμα: Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου: Μια Δεύτερη Ματιά

Χωρισμένο σε κεφάλαια, με πυκνό λόγο να «εικονογραφεί» ένα οπτικοακουστικό παλίμψηστο που αποτελείται από βωβές ταινίες από ένα απροσδιόριστο παρελθόν, έργα του Μπάνκσι και του Μπασκιά, σκηνές από μια θεατρική παράσταση (ή τις πρόβες της) και, ανάμεσα σε άλλα, μια «ιδιαίτερη αναφορά στην παραβατική γραφιστική τέχνη των δρόμων μιας μεγαλούπολης», το «Πρόσωπο και η Πόλη» είναι κομμάτι ενός σύμπαντος που ο Αλέξανδρος Φασόης αφιερώνει (ξανά) στον αντισυμβατικό θεατρικό συγγραφέα Πάρι Τακόπουλο (με κομμάτια από τον μονόλογο του «Ο Προτελευταίος των Μονίκιν»).

Πιστός στο μοτίβο των συνδυαστικών τεχνών, του μη αφηγηματικού κινηματογράφου αλλά και τη πολιτική θέση που διακατέχει το πολυσυλλεκτικό έργο του (σκηνοθέτης κινηματογράφου, θεάτρου και εικαστικών ψηφιακών πολυμέσων), ο Αλέξανδρος Φασόης λειτουργεί με την δημιουργική ελευθερία που του δίνει μια δομή που προσομοιάζει στο κινηματογραφικό δοκίμιο και προσπαθεί να ενώσει τις διαδρομές ανάμεσα σε μια πόλη που μοιάζει να συνομιλεί με τους κατοίκους της μέσα από τα γκράφιτι στους τοίχους της και στη σατιρική διάθεση που γεννούν οι συνειρμοί στο έργο του Τακόπουλου - ένα πικρό, μελαγχολικό και σε στιγμές καίριο σχόλιο πάνω στην νεοελληνική κοινωνία.

Η εν λόγω σύνθεση θα αποτύπωνε ιδανικά τη φιλοδοξία του Φασόη για ένα επιπλέον σχόλιο και πάνω στο ίδιο το μέσο, αν η γενικότερη αίσθηση που προκαλεί το «Πρόσωπο και η Πόλη» δεν ήταν αυτή μιας σύγχρονης πραγματείας που βλέπεται και ακούγεται με όρους παλιομοδίτικου «πειραματικού σινεμά», που όσο κι αν θέλεις να μετουσιώσεις σε μια νέα γραφή παραμένει το ίδιο απροσπέλαστο για τον θεατή, αλλά και ενδεικτικό μιας ενδοσκόπησης που μόνο σε ψήγματα μοιάζει να αφορά κάτι μεγαλύτερο από την ίδια τη φόρμα λόγος - εικόνα σε διαρκή επαναδιαπραγμάτευση.

Μπορεί οι συνειρμοί που βρίσκονται στο κέντρο της αφήγησης να λειτουργούν σε ένα επίπεδο παραστατικής αναθεώρησης, αλλά τα κλειδιά που θα έκαναν κι έναν τρίτο να μπορέσει να «διαβάσει» και να απολαύσει μερικές, τις πιο εύστοχες έστω από τις σελίδες αυτού του ημερολογίου, βρίσκονται αποκλειστικά και μόνο στο μυαλό του συγγραφέα του, χωρίς κάποια εμφανή δίοδο προς την… πόλη. Μανώλης Κρανάκης

Η Βοή του Κόσμου

Η Βοή του Κόσμου του Πέτρου Σεβαστίκογλου | Τμήμα: Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου: Μια Δεύτερη Ματιά

Μια ταινία για την εποχή μας. Μια ταινία για κάθε εποχή. Αυτό είναι η «Βοή του Κόσμου» που ο Πέτρος Σεβαστίκογλου συνθέτει κι αποσυνθέτει από εικόνες - ήχους που συνέλεξε στα ταξίδια του στον κόσμο: στην Κίνα, τη Σενεγάλη, την Βραζιλία, την Αμερική, την Ελλάδα. Μικρές στιγμές, ιστορίες που συμβαίνουν μαζί με δισεκατομμύρια άλλες στα ίδια κλάσματα του δευτερολέπτου, μια οικογένεια που τρώει στο ίδιο τραπέζι, ένας διαπεραστικός ήχος από μια τηλεόραση, μια κοπέλα που μετρά, ένα ζευγάρι που κάνει σεξ, ένα αυτοκίνητο που διασχίζει τον κόσμο, ο ήχος του ρεύματος και ο άλλος μιας αυτοσχέδιας μουσικής… Καθημερινές ανάσες από έναν κόσμο που δεν σταματάει ποτέ, ίσως μόνο για να προσευχηθεί και να αγγίξει το γυμνό κορμί του εραστή του, να κοιτάξει πίσω από την κάμερα ή και μέσα σε αυτήν αναζητώντας ένα συνένοχο στην αέναη διαδρομή προς το μέλλον.

Ενα ψηφιδωτό είναι η «Βοή του Κόσμου» που βλέπεται και ακούγεται με τον ρυθμό που πετυχαίνει ο Σεβαστίκογλου στο βλέμμα και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος στο μοντάζ, μια κατακερματισμένη βόλτα στον κόσμο που την ίδια στιγμή μοιάζει να είναι απόλυτα ομογενοποιημένη: μια και μόνο στάση σε εκείνο το σημείο που αν σταματήσεις τα πάντα θα αρχίσεις να βλέπεις και να ακούς τον κόσμο αλλιώς. Οι ήρωες επιστρέφουν, οι ήχοι θυμίζουν, οι πόλεις γίνονται λίμνες και οι δρόμοι δάση, οι λέξεις απλώνονται στην άσφαλτο πριν χαθούν και πάλι μέσα στην πυκνή φύση, η Ασία γίνεται Ευρώπη και η Ευρώπη Αφρική.

Ό,τι ενώνει τις εικόνες της «Βοής του Κόσμου» είναι ο αγχωμένος ήχος της νεότητας σε μια μελαγχολική συμφωνία αναζήτησης ταυτότητας, εξόδου κινδύνου, απόλαυσης και γλυκόπικρης επίγευσης μαζί. Μια ταινία σε συνέχεια, που μοιάζει περισσότερο με ημερολόγιο που υπενθυμίζει πως ότι και να συμβαίνει προσωπικά και οικουμενικά, ο κόσμος θα συνεχίσει να γυρίζει, τα παιδιά θα γίνουν έφηβοι, οι έφηβοι ενήλικοι, οι ενήλικοι μεσήλικες και οι μεσήλικες θα δοκιμάσουν την αντοχή στο χρόνο. Και, αναπόφευκτα, ο κόσμος θα συνεχίσει να είναι άδικος, βίαιος, ατελής.

Δεν είναι σίγουρο πως κάποιος θα νιώσει πως στο τέλος αυτής της διαδρομής έχει ολοκληρώσει όντως ένα κινηματογραφικό ταξίδι ή απλά μια αρμονική σύνθεση περιπλανήσεων προς ένα γοητευτικά οικείο άγνωστο - μια πειραματική δηλαδή φόρμα που και επαναλαμβάνεται, κάνει κύκλους, παίζει με το μιξάζ και το μοντάζ, χαρτογραφεί τον κόσμο σαν να θέλει να πιάσει τον παλμό του και να τον κάνει σινεμά. Το μόνο σίγουρο είναι πως όταν στους τίτλους αρχής αναφέρεται πως αυτή η ταινία δεν θα έχει υπότιτλους αφού οι λέξεις που ακούγονται, μαζί με τις μουσικές και τους θορύβους είναι η «βοή του κόσμου» το μόνο που σου ζητάει είναι να ακούσεις. Μανώλης Κρανάκης


Περισσότερες επιλογές του Flix από το 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - κάντε κλικ στον τίτλο της κάθε ταινίας για να διαβάσετε τη γνώμη μας

Λευκό Κτίριο (White Building) του Καβίτς Νεάνγκ
Μαγνητικά Πεδία του Γιώργου Γούση
Softie του Σαμιουέλ Τις
Benedetta του Πολ Βερχόφεν
REM Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού» του Κάρολου Ζωναρά
Στ’ Αλήθεια (True Things) της Χάρι Γούτλιφ
ORFEAS2021 των ΦΥΤΑ
Τρία Πατώματα (Tre Piani) του Νάνι Μορέτι
Η Σκουριά (La Roya) του Χουάν Σεμπάστιαν Μέσα
Αναζητώντας τη Βενέρα (Looking for Venera) της Νορίκα Σέφα
Φλέβα Χρυσού (Mother Load) του Ματέο Τορτόνε
Προσκυνητές (Pilgrims) της Λαουρίνας Μπαρέισα
A Pure Place του Νικία Χρυσού
18 του Βασίλη Δούβλη
Φυσικό Φως (Natural Light) του Ντένες Νάζι
Musa του Νίκου Νικολόπουλου
Ευλογία (Benediction) του Τέρενς Ντέιβις
Ατλαντίδα (Atlantide) του Γιούρι Ανκαράνι
Η Βασίλισσα της Κυψέλης (Hive) της Μπλέρτα Μπασόλι
Το Κουτί με τις Αναμνήσεις (Memory Box) των Τζοάνα Χατζηθωμά, Χαλίλ Ζορέζ
Ο Τζον και η Τρύπα (John and the Hole) του Πασκουάλ Σίστο
Μη Διστάσεις (Do not Hesitate) του Σαρίφ Κορβέρ
Saison Morte του Θανάση Τότσικα
Sick των The Callas


Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.