Ο πλούσιος μεσήλικας, Αρμάντο, προσελκύει νεαρούς άντρες στο διαμέρισμα του και, με αντάλλαγμα χρήματα, ζητά από αυτούς να τους κοιτά δίχως να τους αγγίζει. Από μακριά. Επίσης παρακολουθεί από μακριά έναν ηλικιωμένο επιχειρηματία με τον οποίο, όπως δείχνουν τα πράγματα, είχε μια τραυματική σχέση. Η πρώτη επαφή του Αρμάντο με τον νεαρό Ελντερ είναι βίαιη, αλλά αυτό δεν αποθαρρύνει τον μοναχικό άντρα. Ο Ελντερ συνεχίζει και επισκέπτεται τον Αρμάντο, λόγω των χρημάτων, αλλά δημιουργείται άθελα τους μια προσωπική σχέση. Το στοιχειωμένο παρελθόν του Αρμάντο όμως τους επισκιάζει και ο Ελντερ τελικά θα κάνει την απόλυτη πράξη στοργής για τον Αρμάντο.
Πρώτη ταινία του Λορέντζο Βίγας, το «Από Μακριά» υπήρξε και η πρώτη ταινία από τη Βενεζουέλα που κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας, τοποθετώντας χωρίς περαιτέρω διαδικασίες το δημιουργό του στην αφρόκρεμα του λατινοαμερικάνικου σινεμά και στα ονόματα που θα απασχολήσουν στο μέλλον το διεθνές σινεμά.
Οχι άδικα, αφού το «Από Μακριά» είναι μια ταινία γοητευτικά αυστηρή και βίαια τρυφερή με ένα δικό της τρόπο ή τουλάχιστον κοντά στον τρόπο που τα τελευταία χρόνια μας έχει συνηθίσει το λατινοαμερικάνικο σινεμά και ειδικά αυτό του Μισέλ Φράνκο («Μετά τη Λουτσία» και «Chronic»), o οποίος εδώ εκτελεί χρέη παραγωγού μαζί με τον Γκιγιέρμο Αριάγα, σεναριογράφο του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου στις «Χαμένες Αγάπες» και στα «21 Γραμμάρια».
Ο,τι ξεκινάει με τη συνάντηση του μοναχικού 50άρη Αρμάντο με ένα αγόρι του δρόμου, τον Ελντερ, εξελίσσεται σταδιακά σε ένα περίεργο παιχνίδι ανταλλαγής εμπειριών. Ο Ελντερ «ψωνίζεται» αλλά αρνείται να θυσιάσει τη μάτσο περσόνα του. Ο Αρμάντο πληρώνει καλά αλλά μόνο για να βλέπει χωρίς να αγγίζει. Η πρώτη τους επαφή θα είναι βίαιη, όπως κάθε συνάντηση δύο αντίθετων κόσμων όταν συγκρούονται πάνω στο βωμό της επιθυμίας. Η έλξη τους όμως θα είναι καθοριστική και για τους δύο: οι μοναχικές τους πορείες θα τους χωρίσουν και θα τους ενώσουν ξανά σε μια ιδιότυπη σχέση, μια συγκατοίκηση που θα βασιστεί πάνω στην ανάγκη και μια αγάπη που δεν θα εκφραστεί ποτέ, αλλά θα κάνει τον Ελντερ να μαλακώσει την οργή του απέναντι σε όλους και σε όλα και τον Αρμάντο να βρει την «οικογένεια» που αναζητούσε χρόνια στις ηδονοβλεπτικές περιπέτειες του.
Ο Λορέντζο Βίγας ακολουθεί το δρόμο της αφαίρεσης. Δεν εξηγεί το παρελθόν των ηρώων του, αφήνοντας μόνο μικρές νύξεις για την έλλειψη της πατρικής φιγούρας στη ζωή και των δύο ανδρών. Με μικρές βινιέτες της καθημερινότητάς τους - κυρίως μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, παρατηρεί μια σχέση που γεννιέται, μεταλλάσσεται, ωριμάζει και εκρήγνυται, αφήνοντας την κάμερα μακριά από τα πρόσωπα, ακίνητη στο χώρο, αρνούμενη να πλησιάσει στο... δράμα ή να κάνει τους δύο άνδρες (εξαιρετικά χαμηλόφωνος ο Χιλιανός Αλφρέντο Κάστρο, εκρηκτικά όμορφος ο πρωτοεμφανιζόμενος Λουίς Σίλβα) κάτι περισσότερο από σύμβολα ανδρισμού και εξουσίας ακριβώς πάνω στη στιγμή της πρώτης και μοναδικής συνειδητοποίησής τους.
Στη βάση μιας μικρής ιστορίας, το «Από Μακριά» θέλει να ανοίξει το βλέμμα στη μεγαλύτερη εικόνα της σύγχρονης μοναξιάς, στις απροσμέτρητες αποστάσεις που μας χωρίζουν από τον άλλον, στις έννοιες του «queer» και του «machismo» - πράγμα που φέρνει ιδανικά τοποθετημένη την ιστορία στο σημερινό Καράκας, στην ανάγκη για μια οποιαδήποτε επαφή ως θεραπεία για τα οικογενειακά τραύματα που όλοι κουβαλάμε και που δεν έχει σημασία σε ποια ηλικία τα ανακαλύπτουμε, αρκεί να είμαστε ικανοί να τα... αγγίξουμε.
Η ταινία του Λορέντζο Βίγας, όμως, δεν είναι πληθωρική, αλλά με άκρο μινιμαλισμό καταφέρνει τις στιγμές που υποκύπτει στο πάθος (όπως στη σκηνή του σεξ μεταξύ του Αρμάντο και Ελντερ) να δικαιώνει την υπνωτιστική της ατμόσφαιρα και να σε βάζει μέσα στις ζωές αυτού του ιδιότυπου ζευγαριού, να σε κάνει να νιώσεις την τρυφερότητα που κρύβεται πίσω από τα παιχνίδια εξουσίας και την απέραντη μελαγχολία που τελικά περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο ενώνει τον Αρμάντο και τον Ελντερ.
Οταν στο φινάλε - εντελώς αψυχολόγητα (θυμίζοντας όχι τυχαία το απαράδεκτο φινάλε του «Chronic» του Μισέλ Φράνκο), ο Λορέντζο Βίγας ηθικολογεί πάνω στο έγκλημα και την τιμωρία, πάνω στην εκδίκηση και το θυμό, πάνω σε κάτι που ούτε η ίδια η ταινία γνωρίζει, σου αφήνει αυτή τη δυσάρεστη αίσθηση πως ό,τι προηγήθηκε δεν είχε νόημα. Πως όλη αυτή η αφαίρεση, ο μινιμαλισμός και ο υπόγειος ερωτισμός δεν βρίσκονταν εκεί για να δικαιώσουν αυτούς τους ήρωες, αλλά για να τους οδηγήσουν ξανά στην αρχή σε ένα κύκλο που, ναι, μοιάζει να μεταφέρει ένα ισχυρό πολιτικό, ταξικό, κοινωνικό και Kαθολικό μήνυμα, αλλά που αφαιρεί από το φιλμ όλη την βίαιη τρυφερότητα που αποτελεί το πιο δυνατό και αξιομνημόνευτο στοιχείο της δύναμής της.