Μετά το θάνατο της γυναίκας του Λουτσία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο Ρομπέρτο και η έφηβη κόρη του Αλεχάντρα μετακομίζουν από το Πουέρτο Βαγιάρτα στην Πόλη του Μεξικό για να γυρίσουν σελίδα στη ζωή τους. Εκείνος, ένας καταξιωμένος σεφ, βρίσκει δουλειά σε καινούργιο εστιατόριο της περιοχής, ενώ η 16χρονη μαθήτρια γράφεται στο δημόσιο Γυμνάσιο της γειτονιάς. Ο πόνος τους όμως δεν εκτονώνεται, τα δάκρυα μπαίνουν σε σιγαστήρα, η ουσιαστική επικοινωνία χάνεται σε μια τραυματισμένη καθημερινότητα. Η μικρή περιποιείται με μητρική ανησυχία τον εμφανώς καταθλιπτικό μπαμπά της. Κι εκείνος την αγαπά σαν τελευταίο του καταφύγιο, αλλά το πένθος τον έχει τυφλώσει για να δει όλη την αλήθεια. Μια αλήθεια που θα μπορούσε να τον είχε προειδοποιήσει: η Αλεχάντρα υποφέρει στο νέο της σχολείο. Κάτι της έχει συμβεί για το οποίο σιωπά.
Ο Μεξικανός νεαρός σκηνοθέτης Μισέλ Φράνκο κινηματογραφεί την απώλεια σαν ταινία του Χάνεκε με λατινοαμερικάνικο αίμα. Βουβά αλλά ηλεκτρισμένα, πολιτισμένα αλλά ανησυχητικά, με διακριτικό, αβάσταχτο νατουραλισμό. Παρατηρούμε, αφουγκραζόμαστε, προαισθανόμαστε πολύ πριν τελικά δούμε. Ακολουθούμε το νήμα της πλοκής χωρίς να συνειδητοποιήσουμε ότι έχει γυρίσει σαν θηλιά γύρω από το λαιμό μας. Τα προμηνύματα της βίας έχουν προειδοποιήσει για το τραγικό ξέσπασμά της, μέσα από λεπτομέρειες συμπεριφορών. Αλλά ποιος μίλησε, ποιος σήκωσε ανάστημα, ποιος έκοψε το φαύλο κύκλο των μυστικών;
Ο Ρομπέρτο λατρεύει την κόρη του, η Αλεχάντρα αγαπά τον μπαμπά της, αλλά δεν επικοινωνούν. Δεν κλαίνε. Δεν ξεσπούν. Ετσι ο δρόμος προς την μεγαλύτερη ακόμα τραγωδία δεν έχει γυρισμό και είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις που έχει ο ένας για να προστατέψει τον άλλον. Να μην τον πικράνει κι άλλο. Ο πατέρας πιστεύει ότι μπορεί να μασκαρέψει την κατάθλιψή του μ' ένα πιάτο ζεστού φαγητού, η κόρη κρύβει την κακοποίησή της στα χέρια των εκδικητικών, ανταγωνιστικών, απάνθρωπων συμμαθητών της, μ' ένα καθησυχαστικό χαμόγελο.
Ο Φράνκο ρισκάρει. Επενδύει όλη την ταινία στην ήρεμη ένταση της συγκλονιστικής πρωταγωνίστριάς του, που ερμηνεύει την ηρωίδα της σαν τραυματισμένο αγρίμι που δεν επιτρέπει να το πλησιάσεις. Επιλέγει την ωμότητα των ερασιτεχνών πιτσιρικάδων για να βγάλει αυθεντική εφηβική αυθάδεια και σκληρότητα. Και κρατά την κάμερα επώδυνα σταθερή όσο οι συμμαθητές της Αλεχάντρα την υποβάλουν σε εξευτελιστικά βασανιστήρια - δοκιμάζοντας τις αντοχές μας. Ομως, η βία της ταινίας δεν είναι αυτή. Η πραγματική βία κρύβεται στις σιωπές, στην πεισμωμένη καρτερικότητα, στην παιδική αθωότητα που θυσιάζεται όταν αποφασίζεις να φανείς δυνατός.
Η ταινία αρχίζει και τελειώνει στη θάλασσα - σύμβολο ελευθερίας, ή μονάδα μέτρησης του πόσο μικροί και ασήμαντοι είμαστε; Ενα είναι σίγουρο: Σαν μία υπόκλιση στα «400 Χτυπήματα», σαν ένα κλείσιμο ματιού στα «Γλυκά Δεκάξι», ο Φράνκο αποτυπώνει τον ανοιχτό υδάτινο ορίζοντα ως ειρωνική αντίστιξη μίας ζωής που τέλειωσε - καταστράφηκε για πάντα.
Ο τίτλος δεν είναι το όνομα της Αλεχάντρα. Ούτε αναφέρει τον χήρο πατέρα. Στον τίτλο πρωταγωνιστεί το κενό. Αυτό το απόλυτο, ανεπίστρεπτο κενό που αφήνουν οι άνθρωποι όταν φεύγουν από τη ζωή σου. Δεν είσαι ο ίδιος και δε θα είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος. Οσα λέει ο λαός για το χρόνο που γιατρεύει τα πάντα, είναι το επιχρυσωμένο χάπι της επιβίωσης. Μία είναι η αλήθεια. Υπάρχει το πριν και υπάρχει και το μετά τη Λουτσία.