Η τέταρτη ημέρα του φετινού Φεστιβάλ απέδειξε πως οι αποστάσεις που οφείλουν να κρατιούνται στην πραγματική ζωή, εκμηδενίζονται μέσα από το σινεμά.
Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.
Σιγά σιγά όλη η Θεσσαλονίκη περνάει από την έκθεση «Ο Κανόνας του Παιχνιδιού», εμπνευσμένης από το αριστούργημα του Ζαν Ρενουάρ στον πρώην Βρεφονηπιακό Σταθμό (Προβλήτα Α, Λιμάνι Θεσσαλονίκης).
Εκεί μπορεί κανείς να δει πρωτότυπα έργα από νέους Ελληνές καλλιτέχνες. Αυτοί είναι η Μαρίνα Βελησιώτη, ο Νικόλας Βεντουράκης, η Ξένια Βήτου, η Κυριακή Γονή, ο Στάθης-Αλέξανδρος Ζούλιας, ο Αλέξανδρος Μαγκανιώτης, η Σοφία Στέβη, ο Διαμαντής Σωτηρόπουλος, ο Δημήτρης Τάταρης και η Ντορέιντα Τζόγκου.
Διαβάστε εδώ περισσότερα για την έκθεση «Ο Κανόνας του Παιχνιδιού»
Κοσμοπολίτικη διαδρομή με τον ΣΑΠΟΕ
Ο Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Εργων, σε συνεργασία με την Αγορά, διοργάνωσε ένα σύντομο... catch up: με τον τίτλο «Οι Ελληνες παραγωγοί παρουσιάζουν την ανεξαρτησία σε δράση», έξι από τους πιο δραστήριους και αναγνωρισμένους Ελληνες παραγωγούς μίλησαν για τις ταινίες τους, για τις (εμπορικότερες και καλλιτεχνικότερες) συμπαραγωγές που γυρίζονται στη χώρα μας, για το πώς το cash rebate μεταμόρφωσε την Ελλάδα στο πιο γοργά ανερχόμενο πεδίο δράσης στην Ευρώπη, για τη σημασία της βιωσιμότητας της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας μέσα στο πλαίσιο των συμπαραγωγών, για τις διευκολύνσεις και τα προβλήματα που συναντούν καθημερινά. Οι ομιλητές ήταν ο Κώστας Κεφάλας της Faliro, ο Πάνος Παπαχατζής των Αργοναυτών, η Φένια Κοσοβίτσα της Blonde, ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης της Heretic, ο Νικόλας Αλαβάνος της Φιλμικής, η Αμάντα Λιβανού της Neda, άνθρωποι ενεργοί, αγωνιζόμενοι και πετυχημένοι, που μεταξύ τους μοιράζονται δεκάδες αναγνωρίσεις και βραβεία - που υπογράφουν, τώρα, πολυαναμενόμενα φιλμ που γυρίστηκαν στην Ελλάδα, σαν το «Crimes of the Future» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ή το «Triangle of Sadness» του Ρούμπεν Εστλουντ που μπορεί την ερχόμενη άνοιξη να οδηγήσουν την ελληνική παραγωγή στο Φεστιβάλ Καννών. Ηταν σύντομοι, κοσμοπολίτες, έμπειροι, φωτεινοί, μακριά από τη (δικαιολογημένη τόσο συχνά) μεμψιμοιρία παλαιότερων τέτοιων συζητήσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ανάμεσα στο κοινό ήταν σύσσωμα το ΕΚΚ, ο ΕΚΟΜΕ, το Film Office της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και ξένοι παραγωγοί κι επαγγελματίες, επέβαλε την αίσθηση όχι μόνο πως κάτι πολύ δυναμικό και υγιές συμβαίνει στο χώρο, αλλά κι ως τέτοιο πρέπει ν' αντιμετωπίζεται από την Πολιτεία.
Χώρα, σε βλέπω... και σε διαβάζω
Το αφιέρωμα «Χώρα, σε Βλέπω» της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, που ξεδιπλώνεται θεαματικά και συγκινητικά και στο 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποκτά και το βιβλίο του, που θα κυκλοφορήσει σύντομα στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Νεφέλη. Αυτή την έκδοση παρουσίασαν η Αφροδίτη Νικολαΐδου, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Δημήτρης Παπανικολάου, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών και Διδάσκοντας Ευρωπαϊκού Σινεμά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η Γκέλυ Μαδεμλή, συντονίστρια των εκδόσεων του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ, ενώ τον συντονισμό της συζήτησης ανέλαβε η Φαίδρα Βόκαλη, γενική διευθύντρια της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
«Η δράση μας προσπαθεί να φέρει όλο αυτό τον δημιουργικό θόρυβο για το ελληνικό σινεμά στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου,» εξήγησε ο Δημήτρης Παπανικολάου, μιλώντας για την έκδοση που «επιστρέφει στον 20ό αιώνα του ελληνικού σινεμά με έναν τρόπο διαφορετικό. Το Χώρα, Σε Βλέπω ήταν μια προσπάθεια του Σύλλα Τζουμέρκα, της Ελίνας Ψύκου, δικιά μας και πολλών άλλων ανθρώπων, όπου προσπαθήσαμε να συζητήσουμε τι αλλάζει στον ελληνικό κινηματογράφο, όχι μόνο στο σήμερα, αλλά στο πώς ξανασκεφτόμαστε το παρελθόν του.»
Wishing you well, Λουκία Αλαβάνου...
Η Κυριακή ήταν η μέρα της Λουκίας Αλαβάνου: η καλλιτέχνης που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην επερχόμενη, 59η Μπιενάλε, παρουσιάζει στο Φεστιβάλ κάποιες από τις εκπληκτικές, σουρεαλιστικές μικρού μήκους ταινίες της, αλλά και υλικό από το έργο της που θα δούμε στη Βενετία. Η Αλαβάνου μίλησε στη Βένα Γεωργακοπούλου και στο Flix, σε μια ορμητική συνέντευξη. Διαβάστε την εδώ: «Είμαι πεπεισμένη ότι ο Οιδίποδας επί Κολωνώ ήταν Ρομά!» Η Λουκία Αλαβάνου μιλάει στο Flix.
Το Flix συνεχίζει να βλέπει ταινίες από όλα τα προγράμματα του 62ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - τις περισσότερες μπορείτε να τις δείτε ακόμη κι αν δεν είστε στη Θεσσαλονίκη μέσω της online πλατφόρμας της διοργάνωσης.
«Προσκυνητές» (Pilgrims) της Λαουρίνας Μπαρέισα (Λιθουανία) | Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό
Η Ιντρε ξανασυναντά τον Πάουλους μετά από καιρό. Δέχεται να τον πάει κάπου με το αυτοκίνητο, καθώς εκείνος έχει τραυματισμένο πόδι και δεν μπορεί να οδηγήσει. Αμηχανία, υπονοούμενα, αναπάντητα ερωτήματα - μία διστακτική αγκαλιά και με την μητέρα του στην πόρτα που χάρηκε που την είδε. Ο Πάουλους όμως είναι βιαστικός, απότομος. Θυμωμένος. Οπως και σε όλο το ταξίδι τους. Ο προορισμός τους είναι το Κάουνας, εκεί όπου ο αδελφός του Πάουλους, ο Μάτας, απήχθη. Κι ο Πάουλους είναι αποφασισμένος να κάνει όλες τις στάσεις, να χτυπήσει όλες τις πόρτες, να μιλήσει με όλους όσους ήξεραν κάτι. Η Ιντρε τον ακολουθεί σε αυτό το επώδυνο, ανατριχιαστικό προσκύνημα. Συμπαραστέκεται βουβά, στωικά. Αλλά τι δουλειά έχει εκείνη εκεί;
Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο η Λιθουανή Λαουρίνας Μπαρέισα μας συστήνεται μ’ ένα mute που κάνει κρότο. Ολα είναι σε σιγαστήρα: οι πληροφορίες που θα μάς βοηθούσαν να καταλάβουμε την αφήγηση, το τραύμα, ο πόνος, η οργή. Τίποτα δεν εξηγεί και πριν το καταλάβεις είσαι και εσύ συνοδηγός σε αυτό το αμάξι.
Κάπως έτσι, κάτι που θα ήταν ένα δράμα κοινωνικού ρεαλισμού, κάθεται στο στήθος σου βαρύ, σαν θρίλερ ανυπέρβλητης αγωνίας. Τι συνέβη; Κι όταν μαθαίνουμε τι συνέβη, πώς συνέβη; Κι όταν πληροφορούμαστε πώς συνέβη, γιατί δεν μιλάει τώρα κανείς; Ολα θαμμένα. Ομως τη βία και να μη την δεις, τη νιώθεις. Ακόμα κι όταν η κάμερα δε θα στην δείξει, αλλά, κυρίως, όταν τα στόματα θα αρνηθούν να την παραδεχθούν. Ολοι όσους συναντά το παράξενο ζευγάρι ήταν μάρτυρες της μοίρας του Μάτας, όλοι παρέμειναν συλλογικά αμέτοχοι, και σήμερα όλοι παραμένουν ενοχλημένα βουβοί. Κανείς δε θέλει να ξαναζήσει κάτι που στιγμάτισε το χωριό τους, ας τα αφήσουμε αυτά στο παρελθόν, έχουν ξανασυμβεί και θα ξανασυμβούν - αυτά έχει η ζωή.
Μπορεί η κάμερα της Μπαρέισα να καταγράφει ανέκφραστα, χωρίς εξάρσεις, επίτηδες να μην επιτρέπει στη θερμοκρασία να ανέβει, αλλά όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους αυτό που παίρνεις μαζί σου κουβαλά μία βραδυφλεγή αντίστροφη μέτρηση στον πόνο. Ισως γιατί αυτός ήταν ο στόχος της εξ αρχής: οι συνέπειες του πόνου, ακόμα κι όταν όλοι γύρω σου τον ξεχνούν. Τα αφήνουν να τα πάρει το ποτάμι.
Η Μπαρέισα δε θα επιτρέψει σε κανένα ποτάμι να πάρει τίποτα. Αντιθέτως. Το μαρτύριο της σταγόνας που μας έχει επιβάλει θα μας πνίξει. Πόλυ Λυκούργου
Φυσικό Φως (Natural Light) του Ντένες Νάζι (Ουγγαρία, Λετονία, Γαλλία, Γερμανία) | Τμήμα: Διεθνές Πρόγραμμα, Εκτός Συναγωνισμού
Βορράς, δάσος, χιόνι, σιωπή. Μια χούφτα άντρες μεταφέρουν σε μια σχεδία, κατά μήκος του ποταμού, ένα κουφάρι, ένα φρεσκοσκοτωμένο τάρανδο. Σιωπή - τίποτα στη διαδρομή τους και στην αυστηρή φύση γύρω τους δεν μυρίζει πόλεμο. Για λίγο. Οι Γερμανοί στρατιώτες παγιδεύουν τη σχεδία και τους άντρες και τεμαχίζουν, μεθοδικά και διεξοδικά, το ζώο.
Το έτος είναι 1943 και οι Ούγγροι στρατιώτες, σύμμαχοι των Γερμανών Ναζί, είναι υπεύθυνοι για την «εκκαθάριση» της Ουκρανίας, οργώνουν τα δάση και τις αγροτικές περιοχές για να εντοπίσουν τους Ρώσους παρτιζάνους. Εκεί θα βρεθεί ο Ιβάν Σεμέτκα, σιωπηλός κι αυτός, φωτογράφος με αποστολή να απαθανατίζει τα τραγικά ενσταντανέ του πολέμου. Ενα ζοφερό γύρισμα της τύχης θα φέρει τον Ιβάν επικεφαλής του μικρού λόχου. Ερχεται μαζί με την ευθύνη και η άφεση για όσα φρικιαστικά συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του; Υπάρχει μέσα του, μέσα σ' οποιονδήποτε, η δύναμη να σταματήσει τη βία ή, τουλάχιστον, να μιλήσει καθαρά γι' αυτή;
Ο Ούγγρος Ντένες Νάζι, στο ντεμπούτο του στη μυθοπλασία, κάνει μια αντιπολεμική ταινία αργή και υποβλητική, μονότονη και σκοτεινή τόσο, ώστε κανείς να μην μπορεί να γλιτώσει από την οδύνη της. Δεν έχει νόημα ν' αποστρέψεις το βλέμμα: τίποτε από τη θηριωδία του πολέμου δεν συμβαίνει μπροστά στην κάμερα - εκεί βλέπουμε μόνο πρόσωπα, μάτια, τις αντιδράσεις σ' αυτήν, την ενοχή, τον τρόμο. Οχι μακριά, νοηματικά, από το ντεμπούτο του συμπατριώτη του, «Ο Γιος του Σαούλ», ο Νάγκι ακολουθεί μια εξίσου εστέτ προσέγγιση, αλλά από μια άλλη πλευρά. Οχι του ρεαλισμού, αλλά ενός μοντέρνου εξπρεσιονισμού. Κοντινά στα πρόσωπα, στις λεπτομέρειες, μια αυξανόμενη αίσθηση γκροτέσκ, εικόνες σχεδόν μονόχρωμες, στο «φυσικό χρώμα» του πολέμου, δηλαδή της λάσπης και του σκοταδιού, στις οποίες με κόπο διακρίνεις τη δράση. Και γυρισμένη με το «φυσικό φως» που μόνο αμυδρά σκεπάζει το Κακό και μόνο διστακτικά προσφέρει μια (θρησκευτική;) κάθαρση.
Η ουγγρική, η πανανθρώπινη ενοχή για τον πόλεμο λειτουργεί ως μια παραβολή για τη σημερινή ανάληψη ευθύνης, απέναντι στο νεοναζισμό, στο ρατσισμό, στη βία. Με εργαλείο ανθρώπους που, συχνά άθελά τους, έζησαν με τα πιο χαμερπή ένστικτα της φύσης τους και επιβίωσαν, στη σιωπή, με μια αμφιλεγόμενη στωικότητα. Το «Natural Light» είναι μια ταινία για λίγους, αλλά μια ταινία για όλους. Λήδα Γαλανού
«18» του Βασίλη Δούβλη | Τμήμα: Γνωρίστε τους Γείτονες
Ο Μιχάλης είναι μαθητής Λυκείου σε μία υποβαθμισμένη λαϊκή συνοικία της Αθήνας. Μιας Αθήνας που πλήττεται από πολλά χειρότερα από την πανδημία. Η οικονομική κρίση έχει ροκανίσει τις αντοχές του πληθυσμού, τις διαπροσωπικές σχέσεις, την ηθική. Ο συλλογικός τρόμος της ανέχειας έχει δώσει λίπασμα στον φασισμό και τα νέα παιδιά που μεγαλώνουν σε σκληρές ή, ακόμα χειρότερα αδιάφορες, οικογένειες βρίσκουν καταφύγιο στους κόλπους του. Ετσι και οι συμμαθητές του Μιχάλη - ο Πάνος, ο Στάθης και ο Στέλιος, καθώς κι ένας εικοσάχρονος φίλος τους, ο Ηλίας, που έχει, μόλις, απολυθεί απ’ τον στρατό. Η βία των σπιτιών τους έχει μεταφραστεί σε νεοναζιστικό bullying - στο σχολείο, στο γήπεδο, στους νυχτερινούς δρόμους της πόλης με τους μετανάστες, τους γκέι, τους άστεγους. Ο Μιχάλης είναι διαφορετικός - προστατεύει από ένστικτο τους αδύναμους. Ερωτεύεται κι ονειρεύεται να γίνει 18. Θα προλάβει; Γιατί όποιος είναι διαφορετικός, γίνεται στόχος.
Ο Βασίλης Δούβλης («Η Επιστροφή») επιστρέφει. Και βουτά με το κεφάλι σε κάτι που φαίνεται πόσο τον απασχολεί, τον πονά, τον οργίζει, τον ορίζει. Από την «Ακρη της Πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, μέχρι το «Park» της Σοφίας Έξαρχου, τα νιάτα του περιθωρίου μπορεί έχουν καταγραφεί με μια πιο φρέσκια, επιθετική και άβολη για τον θεατή, κινηματογραφική ματιά. Μπορεί. Ομως υπάρχει κάτι συγκινητικά πατρικό στο βλέμμα του Δούβλη. Μια ενήλικη ακεραιότητα στη γραφή του, μία αλάνθαστη θερμοκρασία, ένας άξονας αξιοπρέπειας που κρατά και το focus στην κάμερα σταθερό - κυριολεκτικά και μεταφορικά. Παρατηρεί και καταγράφει με κατεπείγουσα ένταση κάτι που ελλοχεύει στον κοινωνικό ιστό και ξερνά συνέπειες. Για αυτό και συγχωρείς και τις όποιες αδυναμίες της ταινίας - κάποιες πιο σχηματικές καταγραφές ηρώων (σε κάποιες στιγμές νιώθει κανείς ένα «ενήλικο» κουρασμένο βλέμμα στα νιάτα) ή και χώρων (όπως το σχολείο, άδειο από παιδιά, θυμίζει γύρισμα με κομπάρσους κι όχι τη βοή της πραγματικότητας).
Η μεγάλη εικόνα της ταινίας όμως λάμπει. Ο δίπλα κάτοχος Χρυσού Φοίνικα Γιώργος Βαλσαμής κάνει επίσης το θαύμα του στη διεύθυνση φωτογραφίας. Είτε ο φακός εγκλωβίζεται στα εφηβικά υπνοδωμάτια, είτε σε στριμώχνει στα επικίνδυνα σοκάκια, είτε αναπνέει ελεύθερα στις ερωτευμένες καλοκαιρινές βόλτες με ένα σκούτερ, καταφέρνει μία ατμόσφαιρα πυκνή, σαγηνευτική.
Αξιόλογο και το κάστινγκ των ηθοποιών του που σε πείθουν για τα νιάτα και την απελπισία τους, την οργή και το τραύμα τους. Ειδικά, o «Στέλιος» του που σηκώνει και το βάρος της ανατροπής του φινάλε. Πόλυ Λυκούργου
«Φλέβα Χρυσού» (Mother Load) του Ματέο Τορτόνε (Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία) | Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό
Ο Χόρχε ζει στις φαβέλες της Λίμα. Τα βράδια παίρνει μέρος σε κοκορομαχίες και το ξημέρωμα επιστρέφει στην παράγκα του για να πάρει το τρίκυκλο ταξί του και να ξεκινήσει το μεροκάματο. Κάνει ό,τι μπορεί για να συντηρήσει τη γυναίκα του, το νέο τους μωρό και τον ηλικιωμένο πατέρα του. Μόνο που η οικονομική κρίση είναι αδιέξοδη και η μόνη λύση θα ήταν μια δουλειά στα ορυχεία χρυσού των Ανδεων. Με έναν σάκο στον ώμο τους αποχαιρετά και φεύγει - άγνωστο για πόσο. Ανεβαίνει τα βουνά και κατεβαίνει στην Κόλαση. Οχι μόνο γιατί η κάθοδος στην καρδιά της γης είναι τρομαχτική. Αλλά γιατί εκεί, παραμονεύει ο διάβολος που φυλάει τις φλέβες χρυσού και απαιτεί ανθρωποθυσίες για να τις φανερώσει. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν οι παλιοί κι αυτό συνεχίζουν.
Ο Ματέο Τορτόνε στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά (πριν από δέκα χρόνια είχε συνυπογράψει το «White Men» με τον Αλεσάντρο Μπαλτέρα) καταφέρνει κάτι εντυπωσιακό. Νεορεαλιστικό σινεμά που σου μαυρίζει την καρδιά, αποτυπωμένο σε υπέροχο ασπρόμαυρο. Ο Τορτόνε ακολουθεί έναν πραγματικό άνθρωπο, στην πραγματική ξενιτιά του - μπλέκοντας τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Η αντίστιξη των αστραφτερών του πλάνων (από το πώς καταγράφει τα τοπία - είτε πρόκειται για τις φαβέλες, είτε για τις νυχτερινές λήψεις των ορυχείων, είτε για τα κοντινά στο εκφραστικό πρόσωπο του Χόρχε), της σαγηνευτικής αυτής ατμόσφαιρας που χτίζει, με την αθλιότητα των συνθηκών που ζουν αυτοί οι άνθρωποι, δημιουργεί μία πυκνή ένταση που στοιχειώνει τον θεατή.
Μονοπλάνα που ακολουθούν τον Χόρχε από τη στιγμή που κατεβαίνει από το λεωφορείο, διασχίζει την εξαθλιωμένη παραγκούπολη των εργατών, ανεβαίνει και κατεβαίνει λασπωμένους δρόμους μέχρι την είσοδο της δικής του υπόγειας παράγκας που θα είναι το σπίτι του για τους επόμενους κρύους μήνες. Σεκάνς που η κάμερα είναι δεμένη στο βαγόνι του ορυχείου σε μία πολύωρη ανατριχιαστική, κάθετη βουτιά στο σκοτάδι. Κι ενδιάμεσα στιγμές που κατάκοπος ο Χόρχε ξεκλέβει για να μιλήσει σε face time με τη γυναίκα του, μπας και δει λίγο το μωρό. Κι είναι ειρωνικό: αυτές οι σκηνές είναι το πραγματικό χαστούκι - η παράξενη υπενθύμιση τεχνολογίας μέσα στην αθλιότητα, υπογραμμίζει ότι όλα αυτά συμβαίνουν σήμερα, τώρα.
Ολα διακόπτονται από τη φωνή του αφηγητή που λυρικά μας θυμίζει το διάβολο, τις ιστορίες γενιών και γενιών, τις δεισιδαιμονίες. Ακολουθώντας το βλέμμα του Τορτόνε, ο διάβολος αρχίζει και παίρνει μορφή. Είναι γκρίνγκο και θέλει την είσπραξης της μέρας του. Πόλυ Λυκούργου
Αναζητώντας τη Βενέρα (Looking for Venera) της Νορίκα Σέφα (Κόσοβο) | Τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια
Η νεαρή, ντροπαλή Βενέρα μεγαλώνει σε ένα μικρό χωριό στο Κόσοβο μέσα σε ένα θορυβώδες σπίτι όπου ζουν τουλάχιστον τρεις γενιές της οικογένειας της και σε μια κοινωνία που θα αγνοούσε ολοκληρωτικά την ύπαρξη της, αν δεν ήταν για να της υπενθυμίσει πως το να είσαι γυναίκα φέρει πρωτίστως την ευθύνη της διατήρησης της τιμής της. Η ζωή της θα αλλάξει όταν θα γνωρίσει την γεμάτη ενέργεια και επαναστατικότητα Ντορίνα, η οποία έχει ήδη αγόρι, το σκάει από τα μαθήματα για να την κεράσουν ένα ποτό στο τοπικό μπαρ και είναι αποφασισμένη να σπάσει την αλυσίδα μιας παράδοσης που θα τη βρει παντρεμένη με προξενιό, εγκλωβισμένη σε ένα σπίτι, χωρίς ποτέ να έχει γνωρίσει τον έρωτα.
Γυρισμένο με το ρυθμό που επιβάλλει η εφηβική ενέργεια των δύο κοριτσιών που το νιώθεις ότι ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμη να ελευθερωθεί για να εξουδετερώσει τον περιβάλλοντα χώρο - άψυχο ή έμψυχο, φωτισμένο με το σκληρό βαλκανικό φως που εισχωρεί σαν πρωταγωνιστής μέσα στα πολυπληθή σπίτια και αναδεικνύει ανάγλυφη την αγριάδα του τοπίου, ερμηνευμένο με ανατριχιαστική δύναμη από τις δύο πρωτοεμφανιζόμενες νεαρές ηθοποιούς, το ντεμπούτο της Κοσοβάρας, μόνιμης κατοίκου Πράγας, Νορίκα Σέφα δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας ως προς την ιστορία του, αλλά στέκεται ως ένα εξέχον δείγμα σινεμά που έχει γεννηθεί από το επείγον μιας αλήθειας.
Το χωριό στο οποίο η Βενέρα αναζητά τον εαυτό της (στον μεταφορικά και κυριολεκτικά εύστοχο τίτλο) δεν είναι μόνο μια χώρα που παραμένει με τις πληγές ανοιχτές από το ιστορικό της τραύμα, αλλά και ένας σκληρός πατριαρχικός κόσμος που δεν έχει καμία διάθεση να αλλάξει. Η Σέφα κάνει με την ταινία της ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την επανάσταση, κοιτώντας την πατρίδα της με κατανόηση, αλλά και με διάθεση να μην επιτρέψει σε κανένα κορίτσι να εξομολογηθεί ξανά πως δεν έχει δει ποτέ τους γονείς του να φιλιούνται στο στόμα. Μανώλης Κρανάκης
«Η Ζωή Συνεχίζεται» (C’mon, C’mon) του Μάικλ Μιλς (Η.Π.Α.) | Τμήμα: Ειδικές Προβολές
Ο Τζόνι είναι ένας 40χρονος εργένης, ραδιοφωνικός παραγωγός και ερευνητής δημοσιογράφος. Οι εκπομπές του μελετούν κοινωνικοπολιτικά θέματα, όπως το πρότζεκτ που τρέχει αυτόν τον καιρό: ταξιδεύει σε αμερικανικές μεγαλουπόλεις (από την Νέα Υόρκη και το Λος Αντζελες, μέχρι το Ντιτρόιτ και την Νέα Ορλεάνη) και παίρνει συνεντεύξεις από παιδιά κι έφηβους - κυρίως μεταναστών και υποβαθμισμένων κοινωνικών τάξεων. Πώς φαντάζονται το μέλλον; Το δικό τους και του κόσμου; Μετά επιστρέφει στα μοναχικά δωμάτιων ξενοδοχείων, στα οποία μοιάζει να κατοικεί περισσότερο χρόνο από ό,τι στο νεοϋορκέζικο διαμέρισμα του, ακούει το υλικό και το μοντάρει. Πώς σκέφτονται τα παιδιά; Πόσο αιφνιδιαστική η ειλικρίνειά τους; Πόσο κοφτερή η ευθύνη μας για τον κόσμο που τους παραδίδουμε;
Ο Τζόνι έχει μία αδελφή που δεν μιλάνε πια. Η τριβή της περιποίησης των τελευταίων χρόνων του Αλτσχάιμερ της μητέρας τους, ράγισε τη σχέση τους. Οι επιπόλαιες συμβουλές του για το πώς εκείνη πρέπει να εγκαταλείψει και να σωθεί από τον άντρα της, όταν εκείνος διεγνώσθη με ψυχική νόσο, έσπασαν το γυαλί. Για αυτό και το τηλεφώνημα της τον αιφνιδιάζει. Πρέπει να του αφήσει για λίγες μέρες τον Τζέσι, τον 7χρονο ανιψιό του. Μπορεί να είναι σε διάσταση με τον πατέρα του, μπορεί εκείνος να μετακόμισε σε άλλη πόλη, αλλά τη χρειάζεται - οι κρίσεις ξεκίνησαν ξανά.
Κάπως έτσι, τέλος η κοινωνική έρευνα, η βολική θεωρία για τον Τζόνι. Τώρα έχει όντως στην κηδεμονία του ένα πιτσιρίκι και πρέπει να μπει με κατεπείγουσα βουτιά στον μικρόκοσμό του - ένα σύμπαν σουρεαλιστικό και παιχνιδιάρικο, που διακόπτεται από αιφνιδιαστικές, κοφτερές, ειλικρινείς ερωτήσεις. Εσύ γιατί δεν παντρεύτηκες; Γιατί είσαι μόνος σου; Γιατί δεν έκανες παιδιά; Γιατί δεν μιλάς με την μαμά μου;
Ο Μάικλ Μιλς («Πρωτάρηδες», «Καταπληκτικές Γυναίκες») διαθέτει ένα συγκινητικό ταλέντο στο να αποτυπώνει, στο μεγάλο ψέμα που είναι το σινεμά, ακατέργαστες αλήθειες της ζωής. Τόσο τα σενάρια του, όσο και η κάμερα του, συλλαμβάνουν νανοστιγμές των ηρώων του, που όλες μαζί συνθέτουν ανθρώπους που ξέρεις, που νιώθεις δικούς σου.
Ετσι κι εδώ. Παιχνίδια στην μπανιέρα, βόλτες στο πάρκο ή στα μονοπάτια της μυθοπλαστικής φαντασίας του Τζέσι, μια επίσκεψη αστραπή για οδοντόβουρτσα στο μίνι μάρκετ, λόγια, τραγούδια, γέλια, κλάματα, αμηχανία, φωνές νουθεσίας όταν η υπομονή τελειώνει, ενοχές, ανασφάλεια. Η συνεχής ανασφάλεια του ενήλικου μπροστά στις συνεχείς, κατεπείγουσες ανάγκες του παιδιού. Η εξάντληση του να ανησυχείς τόσο. Η κούραση απέναντι στα ασταμάτητα «γιατί» των πιτσιρικιών που αμφισβητούν κάθε απάντηση στις ερωτήσεις σου, μέχρι που κι εσύ αμφισβητείς τον εαυτό σου. Και σίγουρα αμφισβητείς αν έχεις όσα χρειάζονται για να έχεις παιδί.
Ο Μιλς τολμά να πάει ακόμα πιο βαθιά: εξετάζει τις διαφορές στο πόσο ο άντρας/κηδεμόνας ασχολείται ουσιαστικά με όλα αυτά, ή πόσο η φόρα μιας «παράδοσης» αφήνει το μεγάλος βάρος στη γυναίκα/μητέρα. Η φιγούρα της αδελφής του να φροντίζει τον άντρα της (ακόμα και μέσα από φλασιές, ο Μιλς προσέχει πώς θα αποτυπώσει την ψυχική διαταραχή), να φροντίζει τον γιο της σε face time, να φροντίζει τον αδελφό της τηλεφωνικά, κυριαρχεί κι ας μην είναι αυτή η πρωταγωνίστρια.
Οπως πρωταγωνιστής δεν είναι ούτε ο Χοακίν Φίνιξ. Παρόλο που ο off ρόλος του μουδιασμένου, αμήχανου θείου ταιριάζει απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του οσκαρικού πρωταγωνιστή. Παρόλο που έχει γενναία παραδοθεί στην παραίτηση του Τζόνι (ακόμα και το σώμα του μοιάζει εγκατελειμμένο στα room service των ξενοδοχείων) και η καρδιά αρχίζει ξαναχτυπά δίπλα στο αγοράκι που κάπου, κάποτε ήταν κι αυτός.
Οχι, την παράσταση κλέβει σίγουρα το μουτράκι του Ρούντι Νόρμαν με την νατουραλιστική γλύκα του και την ατίθαση μπούκλα του. Ο Νόρμαν σε αιφνιδιάζει, όπως και ο ρόλος του. Απρόβλεπτα κάνει κάτι αδούλευτο, μικρό που ο ενήλικας ηθοποιός μοιάζει λίγος μπροστά στο παιδικό μεγαλείο.
Υπάρχει όμως ένα μείον στο πώς ο Μιλς αποδίδει την ιστορία του Πρωτάρη θείου που προσπαθεί να πλησιάσει τον μικρό Τζέσι με σεβασμό ως ατομάκι, αλλά να τον πειθαρχήσει κι ως παιδί - γιατί η αγάπη δεν φτάνει. Ο σκηνοθέτης ξεχνά ότι η εγκεφαλική του διανόηση πάνω στο θέμα ενήλικα/παιδιού, κινηματογραφικά δεν φτάνει. Η ειλικρίνεια δεν φτάνει. Χρειαζόμαστε entertainment, μαγεία. Στιγμές λιγότερο φλύαρες, όπου η τρυφερότητα της εικόνας σου λιώνει την καρδιά. Αυτή η ισορροπία που υπήρχε ιδανικά στους «Πρωτάρηδες», εδώ, παρόλο το λαμπερό ασπρόμαυρο και τις γοητευτικές μουσικές του σάουντρακ (σαφείς οι αναφορές από Γούντι Αλεν μέχρι Βιμ Βέντερς), απουσιάζει. Ολα πέφτουν βαριά, σοφά, με αίσθημα ευθύνης. Ο Μιλς μεγάλωσε, έγινε πατέρας ο ίδιος και πέρασε στην άλλη όχθη της αφήγησης. Ενηλικιώθηκε και ξέχασε ότι στα χέρια του έχει ένα υπέροχο παιχνίδι που λέγεται σινεμά. Πόλυ Λυκούργου
Αρθούρος Ράμπο (Arthur Rambo) του Λοράν Καντέ (Γαλλία) | Τμήμα: Ειδικές Προβολές
Ο Καρίμ είναι ένα λαμπερό, μαγνητικό πλάσμα. Νέος, όμορφος, συναισθηματικός, σέξι, έχει μόλις κυκλοφορήσει ένα βιβλίο για τη ζωή του «ξένου», για το βίωμα της πρώτης και δεύτερης γενιάς Αράβων μεταναστών στη Γαλλία, για τη μητέρα του, που έχει συγκλονίσει και συγκινήσει από τους αυστηρότερους βιβλιοκριτικούς ως την κυρία που θα καθίσει δίπλα του στο λεωφορείο. Παράλληλα, ο Καρίμ έχει ένα διαδικτυακό τηλεοπτικό κανάλι, τους κολλητούς του, την μποτιτσελική κοπέλα του. Είναι ο νέος βασιλιάς του κόσμου. Μέχρι τη μέρα που κάποιος ξαναφέρνει στην επιφάνεια... τον Αρθούρο Ράμπο. Την εφηβική περσόνα που είχε υιοθετήσει ο Καρίμ στο τουίτερ, ένα σαρωτικό τρολ που κορόιδευε με μίσος τους πάντες, Εβραίους, γυναίκες, χοντρούς, Ισλαμιστές, αντιφασίστες, με τη μεγαλύτερη χυδαιότητα. Ενα ακραίο προφίλ χωρίς όρια ηθικής. Ο κύκλος κι η φήμη του καταρρέει: «Μέσα σε λίγα λεπτά, μετατράπηκα σε παρία», λέει ο Καρίμ, με ειλικρινή απορία. Γι' αυτόν, ο Αρθούρος Ράμπο ήταν μόνο ένα πείραμα, ένα παιχνίδι, για να προκαλέσει την alt-right και να καταδείξει το δικό της μίσος. Γιατί κανείς δεν το καταλαβαίνει;
Ο Λοράν Καντέ, του «Ελεύθερος Ωραρίου», του «Ανάμεσα στους Τοίχους», πιο πρόσφατα του «Ατελιέ», απ' όπου δανείστηκε και τον υπέροχο Ραμπά Ναΐτ Ουφελά, τον πρωταγωνιστή του, κάνει ένα σινεμά με ξεκάθαρη ταυτότητα: σύγχρονο, μια ποικιλόμορφη απεικόνιση της σημερινής γαλλικής ζωής, ανθρωποκεντρικό και ανθρωπιστικό, κριτικό, συνειδησιακό - κι η νέα ταινία του σ' αυτά τα χαρακτηριστικά ακουμπά. Η αισθητική του είναι επιμελημένα σκοτεινή, είτε κινηματογραφεί στα κοσμικά πάρτι, είτε στις πολυκατοικίες των μπανλιέ όπου ο Καρίμ μεγάλωσε. Η δομή του είναι γραμμική και σύντομη: μια σειρά από συναντήσεις του Καρίμ με τα πρόσωπα της ζωής του, την κοπέλα του, τη μαμά και τον αδελφό του, τον ατζέντη του, τη μέντορά του. Μια σειρά από «ζευγάρια» ανθρώπων, αλλά και κατηγοριών / απολογιών.
Οσο αστραπιαία είναι η άνοδος και η πτώση του Καρίμ, όσο γοργός είναι ο ρυθμός της ταινίας, τόσο, σε σημεία, προδίδει μια ελαφριά αρτηριοσκλήρωση του Καντέ, είτε στην εμφάνιση των τουίτ στη οθόνη, είτε στην επιλογή του η ιδανική συγγραφέας μέντορας να γράφει ακόμα με πένα σε χαρτί: είναι ένας σκηνοθέτης που διαμορφώθηκε στην προηγούμενη γενιά και η αποτύπωση της κουλτούρας του ίντερνετ του είναι ξένη. Με τον ίδιο τρόπο, χαϊδεύει την ταινία του με μια διακριτική συγκατάβαση, έναν έξυπνα διατυπωμένο διδακτισμό. Σε μια ιστορία σημερινή, καίρια, συγκρουσιακή (εμπνευσμένη, μάλιστα, από την πραγματική περίπτωση του Μεχντί Μεκλάτ), δεν υπάρχει καμία αμφιβολία με ποια πλευρά τάσσεται ο Καντέ. Είναι, ωστόσο, το σινεμά του τόσο ζεστό κι η κοσμοθεωρία του τόσο αγνά δημοκρατική, η στάση του τόσο παράλληλη μ' έναν Γάλλο, πιο πληθωρικό, πιο ερωτικό Κεν Λόουτς, που ο «Αρθούρος Ράμπο» του, το πορτρέτο αυτού του καταραμένου ποιητή με το οπλοπολυβόλο του στο χέρι, με τις λέξεις του να αιωρούνται πυροδοτώντας ένα διαρκή πόλεμο, παίρνει με σιγουριά τη θέση του στην κινηματογραφική καταγραφή της συγκεχυμενης εποχής μας. Κι αν ο Καρίμ επιμένει πως τα τουίτ του δεν είναι παρά «λέξεις που μόλις βγουν εκεί έξω, χάνονται», οι ταινίες, πάντως, μένουν. Λήδα Γαλανού
Περισσότερες επιλογές του Flix από το 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - κάντε κλικ στον τίτλο της κάθε ταινίας για να διαβάσετε τη γνώμη μας
Musa του Νίκου Νικολόπουλου
Ευλογία (Benediction) του Τέρενς Ντέιβις
Ατλαντίδα (Atlantide) του Γιούρι Ανκαράνι
Η Βασίλισσα της Κυψέλης (Hive) της Μπλέρτα Μπασόλι
Το Κουτί με τις Αναμνήσεις (Memory Box) των Τζοάνα Χατζηθωμά, Χαλίλ Ζορέζ
Ο Τζον και η Τρύπα (John and the Hole) του Πασκουάλ Σίστο
Μη Διστάσεις (Do not Hesitate) του Σαρίφ Κορβέρ
Saison Morte του Θανάση Τότσικα
Sick των The Callas
Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.