Το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αουσβιτς βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία: επίλεκτοι (και γρήγορα αναλώσιμοι) Εβραίοι κρατούμενοι, οι Sonderkommandos, έχουν την ευθύνη της εκτέλεσης των νέων «κομματιών» που έρχονται καθημερινά. Οδηγούν άντρες, γυναίκες και παιδιά σε μεγάλες αίθουσες, τους βοηθούν να βγάλουν τα ρούχα τους, τους καθησυχάζουν, τους προτρέπουν να βιαστούν. Επειτα τους βάζουν στο θάλαμο αερίων, σπρώχνοντας για να χωρέσουν όσο γίνεται περισσότεροι, σφραγίζουν τις πόρτες και τους σκοτώνουν. Η δουλειά τους δεν τελειώνει εκεί. Βγάζουν στιβαγμένα τα πτώματα, τα καίνε, πετούν τις στάχτες στο ποτάμι, καθαρίζουν με βούρτσες το θάλαμο κι όλα είναι έτοιμα για την επόμενη παρτίδα. Γρήγορη κι αποτελεσματική ανακύκλωση ανθρώπων.

Ο Σαούλ είναι ένας Sonderkommando. Οπως κι οι υπόλοιποι, στην πλάτη του ρούχου του έχει ένα κόκκινο Χ βαμμένο με μπογιά, για να τον ξεχωρίζει από τους άλλους κρατούμενους, αλλά και για να τον καθιστά ανά πάσα στιγμή εύκολο στόχο. Μέσα στο στρατόπεδο όπου κρυφά διοργανώνεται απόδραση κι όπου η κάθε εθνική ομάδα Εβραίων διεκδικεί από την άλλη λίγες παραπάνω ώρες ζωής, ο Σαούλ είναι ισοπεδωμένος από τη φρίκη. Δουλεύει, σκοτώνει, καθαρίζει, κλείνοντας έξω από τη συνείδησή του την ενοχή και τον τρόμο. Ωσπου θα δει το πτώμα ενός αγοριού και θα πιστέψει ότι είναι ο γιος του. Και θα αγωνιστεί, ενάντια σε κάθε κανόνα και με το διαρκή φόβο της φρικιαστικής εκτέλεσης, να βρει έναν ραβίνο για να τον ψάλλει και να τον θάψει. Ο στόχος του θα γίνει – μια και δεν μπορεί να είναι κάτι πιο μεγάλο, ή πιο σωτήριο – ν’ αποδώσει στο θάνατο την αξιοπρέπεια που του αξίζει.

Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Λάζλο Νέμες, του 38χρονου Ούγγρου σκηνοθέτη που δούλεψε ως βοηθός πλάι στον Μπέλα Ταρ. Και το ύφος των δυο δε θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικό. Ο Νέμες κάνει μια ταινία με αμεσότητα που σε κρατά ταραγμένο δέσμιό της για ώρες, επιλέγοντας όμως συγκεκριμένες κι επιθετικές στιλιστικές φόρμες. Η ταινία είναι ολόκληρη γυρισμένη στο τετράγωνο φορμά του φιλμ 40mm: ο ήρωας κι όσα συμβαίνουν εγκλωβίζονται ασφυκτικά σ’ ένα μικρό κάδρο, χωρίς περιθώριο διαφυγής για το βλέμμα του θεατή. Η κάμερα στο χέρι ακολουθεί τη διαδρομή του Σαούλ με ρυθμό φρενήρη, μεταμορφώνοντας τη βιωματική ιστορία σ’ ένα ιλιγγιώδες θρίλερ, μαζί και μια ταινία τρόμου, όχι μόνο λόγω περιεχομένου, αλλά και λόγω απεγνωσμένης ταχύτητας.

Από την αρχή, ο Σαούλ κι ό,τι εκείνος κοιτάζει είναι νετ – όλα τ’ άλλα, τα εκατοντάδες απρόσωπα γυμνά πτώματα, οι Γερμανοί διοικητές, ακόμα το περιβάλλον, η φωτιά που καίει και καταπίνει ζωές και ίχνη, είναι φλου. Καθαρίζουν μόνο όταν ο Σαούλ μέσα τους αναζητά κάτι. Ο ήχος είναι ένα αριστούργημα από μόνος του. Η αδιάκοπη βοή του «εργοστασίου», οι βίαιες φωνές των Γερμανών αλλά και των Εβραίων επικεφαλής, οι κραυγές των κρατούμενων, ένα ηχητικό τοπίο που όχι απλώς συμπληρώνει, αλλά συχνά αντικαθιστά τη δράση που συμβαίνει, αποτρόπαια, εκτός κάδρου, αλλά ακούγεται μέσα του.

Σ’ αυτό το περιορισμένο, εντατικό περιβάλλον δράσης, η μορφή του Σαούλ, ο όχι ηθοποιός, αλλά Ούγγρος ποιητής Γκέζα Ρέριγκ, παίρνει διαστάσεις εμβληματικές: ασκητική, άχρονη, χωρίς ηλικία, χωρίς διαχωρισμένη προσωπικότητα, μόνο συγκεντρωμένη, θλιμμένη και με μια εμμονοληπτική αγωνία για συγχώρεση. Αυτή είναι η πρώτη ταινία του Λάζλο Νέμες, ένα φιλμ που σε παγιδεύει στη φρίκη παρότι αντιστέκεσαι με πείσμα, που σου φέρνει κοντά τον πρωτόγονο τρόμο μιας ανθρώπινης τρέλας, που αναγνωρίζει το έγκλημα κι απλώς ζητά, επιτέλους, άφεση αμαρτιών. Και, χωρίς καμιά υπερβολή, είναι μια από τις ταινίες που θα καθορίσουν κινηματογραφικά τη δεκαετία.