Η τρίτη ημέρα του φετινού Φεστιβάλ απέδειξε περίτρανα ότι όταν η μεγάλη οθόνη παίζει αριστουργήματα του παρελθόντος, οι θέσεις θα γεμίσουν ασφυκτικά και συγκινητικά...
Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.
Θεσσαλονίκη, Σάββατο, ζέστη, κόσμος στους δρόμους, στα μαγαζιά, τα καφέ γεμάτα. Ποιος θα περίμενε ότι, ας πούμε, μια προβολή του «Solaris» του Αντρέι Ταρκόφσκι, στις 5 το απόγευμα, η εναρκτήρια των Carte Blanche στους μοντέρ του αφιερώματος «Κόψε Κάτι», θα γινόταν sold out και μάλιστα από θεατές κάθε ηλικίας, από τα 13 ως τα... 83!
Ο μοντέρ ήχου Ρόλαντ Βάις παρουσιάζει το «Solaris» στην κατάμεστη αίθουσα Παύλος Ζάννας
Στην ίδια λογική, οι αίθουσες γέμισαν πρόθυμο κόσμο στην καθολικά προσβάσιμη προβολή του «Τι Εκανες στον Πόλεμο, Θανάση» που παρουσίασε ο κριτικός κινηματογράφου Χρήστος Μήτσης...
...αλλά και στην προβολή της «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαμιανού που παρουσίασε η παραγωγός Ελένη Κοσσυφίδου, στο πλαίσιο του αφιερώματος Χώρα, σε Βλέπω της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Το νέο αίμα του σινεμά είχε την τιμητική του στη φετινή προβολή των Works in Progress της Αγοράς του Φεστιβάλ.
Happy contenders
Η παραγωγός Μαρία Δρανδάκη και ο σκηνοθέτης (και ηθοποιός, φυσικά), Χρήστος Πασσαλής, παρουσιάζουν το πρότζεκτ τους
Εν μέσω διαμαρτυριών και καταγγελιών, έκανε την πρεμιέρα της η ταινία «Καλάβρυτα 1943» του Νικόλα Δημητρόπουλου.
Είδαμε τα «Καλάβρυτα» κι είναι μια τίμια, άνιση, αξιοπρεπής ιστορική ταινία. Ο ντόρος που προκάλεσε ξεπερνά τη δυναμική της ταινίας. Αλλά κι οι προθέσεις της (οι ηθικές περισσότερο από τις κινηματογραφικές) τιμούν την ιστορία όπου βασίστηκε. Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Καλάβρυτα 1943».
Στο ελληνικό μέτωπο, πρεμιέρα έκανε το «Musa» του Νίκου Νικολόπουλου. Ακριβώς στο κέντρο της ταινίας του σκηνοθέτη - δεύτερης μετά το «Polk», εκείνο σε συνσκηνοθεσία με τον Βλαδίμηρο Νικολούζο - ο Μούσα προσπαθεί να εξηγήσει στον Σίμο το τέλος του έρωτά (του). Το κάνει με αφοπλιστική δραματουργική ειλικρίνεια, σε μια στιχομυθία που κλείνει μέσα της όλες τις απαντήσεις στο γιατί δύο άνθρωποι που ήθελαν μέχρι πριν λίγο να είναι συνέχεια μαζί πρέπει να χωρίσουν, στο γιατί οι σχέσεις είναι φτιαγμένες από μικρές στιγμές ενθουσιασμού που ενώ μοιάζουν ικανές να γκρεμίσουν και χτίσουν τον κόσμο από την αρχή, τελειώνουν τόσο απότομα, στο γιατί η επιθυμία, το σεξ, η συντροφικότητα και εν γένει η ανθρώπινη επαφή δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει αντικείμενο μιας επιστημολογικής παρατήρησης. Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix εδώ.
Εμπνευστείτε, παρακάτω, από άλλες ταινίες του προγράμματος που είδε το Flix και που μπορείτε να δείτε κι εσείς στην online πλατφόρμα του Φεστιβάλ.
Ευλογία (Benediction) του Τέρενς Ντέιβις (Ηνωμένο Βασίλειο) | Τμήμα Ειδικές Προβολές
Κομμάτι μιας φιλμογραφίας που ταινία με την ταινία οφείλει νομοτελειακά να αναγνωρισθεί κάποτε καθολικά ως μια από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις κινηματογραφικής ευγένειας και βαθιάς καλλιτεχνικής συγκίνησης που γνώρισε το σύγχρονο σινεμά, η «Ευλογία» έρχεται αμέσως μετά το «Ηρεμο Πάθος» - μια ακόμη σπαρακτική μέσα στη διακριτικότητά της βιογραφία ενός ποιητή, μετά την Εμιλι Ντίκινσον, αυτή τη φορά του Ζίγκφριντ Σασούν, του διάσημου ποιητή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Παρασημοφορημένος στο Δυτικό Μέτωπο, ο Σασούν ξεκίνησε να γράφει ποιήματα για τη φρίκη του πολέμου, ταυτόχρονα σχεδόν με την απόφασή του να γίνει αντιρρησίας συνείδησης με την περίφημη διακήρυξή του, το 1917, στην οποία κατηγορούσε την Κυβέρνηση ότι συνεχίζει έναν πόλεμο που ξεκίνησε μεν ως πατριωτικός, πλέον με σκοπούς εθνικιστικούς και ιμπεριαλιστικούς. Δεν πέρασε ποτέ στρατοδικείο, αλλά εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική όπου «φυγαδεύονταν» οι αντιρρησίες συνείδησης. Εκεί θα γνώριζε τον πρώτο έρωτά του, τον ποιητή, μαθητή του Γουίλφρεντ Οουεν, πριν ακολουθήσει η αναγνώρισή του από την υψηλή κοινωνία, κι άλλοι εραστές αλλά και η τελική του απόφαση να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια, παραμένοντας μέχρι το τέλος της ζωής του «τραυματισμένος» από τα χρόνια στο μέτωπο και πικραμένος από την ελλιπή - κατά τον ίδιο - δημόσια αναγνώριση του έργου του.
Ο αναπόφευκτος «αυτοβιογραφικός» παραλληλισμός ανάμεσα στον Ζίγκφριντ Σασούν και τον Τέρενς Ντέιβις δεν εξαντλείται στη φύση του δημιουργού, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα σε χρόνια πολύ πριν την όποια «επανάσταση» (που ο Ντέιβις έχει παραδεχτεί ότι υπήρξε τόσο τραυματική που τον άφησε μόνο) και τη θαρραλέα παραδοχή περί υποτίμησης του έργου του. Ο 75χρονος Ντέιβις ξεκινάει την ιστορία λίγο πριν το τέλος, όταν ο Σασούν έχει πλέον ασπαστεί τον Καθολικισμό («γιατί είναι κάτι μόνιμο») και προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του, το γιο του, τον ίδιο του τον εαυτό. Το ταξίδι του στο χρόνο μοιάζει αποσπασματικό, σαν τους στίχους ενός ποιήματος που παρεμβάλλονται στην πραγματικότητα, σε ένα ταυτόχρονα mainstream και ποιητικό βιογραφικό φιλμ που εξερευνά το τρίπτυχο της τέχνης, του σεξ και της θρησκείας.
Δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή στην «Ευλογία» που να μην είναι ταυτόχρονα απαραίτητη και περιττή μαζί, καθώς ο Τέρενς Ντέιβις ανοίγει την εικόνα σε μια ολόκληρη εποχή όπου η ομοφυλοφιλία βρισκόταν στο επίκεντρο των συζητήσεων λόγω της δίκης του Οσκαρ Γουάιλντ, ο πόλεμος άφηνε πίσω του πληγές που θα έμεναν ανοιχτές για πάντα και η τέχνη βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας ταξικής κοινωνικής συμπεριφοράς και μιας λαϊκής προσευχής.
Εχοντας στο κέντρο τον Τζακ Λόουντεν και τον Πίτερ Καπάλντι (ιδανικοί ερμηνευτές της νεαρής και μεγαλύτερης ηλικίας του Σασούν αντίστοιχα), ο Ντέιβις ενδιαφέρεται για το «τραύμα» που γεννά την τέχνη, την τέχνη που θεραπεύει τα «τραύματα», τον πόλεμο στα χαρακώματα, τον πόλεμο μέσα μας, τον πόλεμο στο κέντρο του ανθρώπινου μυαλού, την απόσταση ανάμεσα στον άγνωστο σε εμάς τους ίδιους εαυτό μας και σε αυτόν που γνωρίζουν οι άλλοι. Και συγκινεί με έναν μοναδικά ελεύθερο, αθόρυβα (και ίσως πιο αποτελεσματικό) ακτιβιστικό, εμπνευσμένο, με ελλείψεις και όχι πάντα άρτια, αλλά αδιόρατα μοντέρνο κινηματογραφικό τρόπο που καταλήγει σε ένα από τα πιο σπαρακτικά φινάλε που είδαμε τελευταία στο σινεμά.
Ευλογία, όπως και να το δει κανείς. Μανώλης Κρανάκης
«Ατλαντίδα» (Atlantide) του Γιούρι Ανκαράνι (Ιταλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Κατάρ) | Τμήμα: >>FIlm Forward
Ο 20χρονος Ντανιέλε ζει στο Σεντ Εράσμους, ένα νησί στο σύμπλεγμα των νησιών της Βενετίας το οποίο δεν μοιάζει σε τίποτα με τον πλούσιο τουριστικό προορισμό της ιστορικής πόλης. Εκεί οι γέροντες σκαλίζουν με υπομονή τα χωράφια τους, αλλά η νέα γενιά της οικονομικής κρίσης έχει παραιτηθεί. Τα αγόρια περνούν τις μέρες τους κάνοντας παράνομες κόντρες με τα πειραγμένα ταχύπλοα σκάφη τους, ενώ τα κορίτσια μοιάζουν με ακόμα ένα αξεσουάρ που συμπληρώνει τα «barchino» τους - έτσι όπως ξαπλώνουν με τα μικροσκοπικά μαγιό και τα μακριά νύχια πάνω στα ντεκ, ποζάροντας για την επόμενη φωτό στο Insta. O Nτανιέλε αγοράζει μία μεγαλύτερη μηχανή και κάνει ακόμα μεγαλύτερα όνειρα: με το αναβαθμισμένο σκάφος του μπορεί να φτάσει μέχρι τα κανάλια της Βενετίας. Εκεί θα βρει νέο στάτους, νέα γκόμενα, νέα ζωή. Μόνο που η Βενετία είναι μία πόλη που βυθίζεται. Οπως και η Ατλαντίδα…
Στην πρώτη του φιξιόν μεγάλου μήκους, ο ντοκιμαντερίστας Γιούρι Ανκαράνι («Τhe Challenge») δεν κρύβει ότι πρωτίστως είναι εικαστικός και visual artist. Η ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση του είναι αξιόλογη: οι ηθοποιοί του είναι ερασιτέχνες και πραγματικοί κάτοικοι του Σεντ Εράσμους (ο «Ντανιέλε» παίζει μία βερσιόν του εαυτού του) που τροφοδοτούσαν με αυτοσχεδιασμούς μία ραχοκοκκαλιά σεναρίου, ενώ η κάμερα τοὺς παρακολουθούσε με την καρτερικότητα του παρατηρητή για 4 χρόνια.
O Γιούρι Ανκαράνι στην πρεμιέρα της ταινίας χθες βράδυ
Ομως το αποτέλεσμα δεν είναι νεορεαλιστικό. Αντιθέτως, κάθε πλάνο είναι στυλιστικά στημένο, κάθε κάδρο γεωμετρικά άρτιο, κάθε φωτισμός πειραγμένος. Μία ταινία αισθητικά άψογη και πανέμορφη να την κοιτάς. Μόνο που σε αυτή την κόντρα ταχύτητας εικόνας και αλήθειας, χάνει το σινεμά. Ο θεατής δεν νιώθει πολλά, απλώς χαζεύει. Δεν συνδέεται με τους ήρωες, τους παρατηρεί - με τον τρόπο που ο Ανκαράνι κατηγορεί: ως τουρίστας. Ακόμα και το μήνυμα της ταινίας για τα νιάτα που προτιμούν να σκοτώνονται σε κόντρες από το να προσπαθήσουν για το μέλλον τους (γιατί εμείς τους το έχουμε «βουλιάξει») έρχεται μετά από μία εγκεφαλική διαδικασία και χωρίς καμία συναισθηματική διέγερση.
Ομως αυτό ήθελε να κάνει, ο Ανκαράνι και το αποδεικνύει με το τελευταίο του δεκάλεπτο. Μία πειραγμένη, υπνωτική, σουρεαλιστική περιήγηση στα κανάλια της Βενετίας που μοιάζει περισσότερο να μας βυθίζει στην μήτρα της κόλασης, παρά να μας ξεναγεί στο νυχτερινό τοπίο του θέρετρου. Φινάλε που θα μπορούσε να αποτελεί ένα installation από μόνο του για την παρακμή του πολιτισμού μας. Πόλυ Λυκούργου
Η Βασίλισσα της Κυψέλης (Hive) της Μπλέρτα Μπασόλι (Κόσοβο, Ελβετία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία) | Τμήμα: Ματιές στα Βαλκάνια
Το «Hive» - πρώτη ταινία στην ιστορία του World Cinema Dramatic Competition του Φεστιβάλ του Σάντανς που κερδίζει το Μεγάλο Βραβείο της ΕΠιτροπής, το Βραβείο Κοινού και το Βραβείο Σκηνοθεσίας και επίσημη υποβολή του Κοσόβου για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας - διαδραματίζεται σε ένα μικρό χωριό του Κοσόβου που στη διάρκεια του πολέμου υπέστη μια από τις μεγαλύτερες σφαγές στη χώρα από τους Σέρβους. Δέκα χρόνια μετά, η Φάρι είναι μία μόνο από τις δεκάδες γυναίκες που περιμένουν ματαίως νέα για τους αγνοούμενους συζύγους τους, ζώντας μια ζωή καθηλωμένη στη θλίψη, την αβεβαιότητα και το παρελθόν.
Ομως η Φάρι τολμά να κοιτάζει μπροστά, παρότι όλα κι όλοι θέλουν να την κρατήσουν πίσω, παγιδευμένη στον ρόλο της θλιμμένης πιστής Πηνελόπης. Θα είναι η πρώτη που θα μάθει οδήγηση στα δωρεάν μαθήματα που προσφέρει μια οργάνωση και θα ξεκινήσει σχεδόν μόνη της να παρασκευάζει άιβαρ, μια σάλτσα από κόκκινες πιπεριές για να την πουλά στο τοπικό σουπερμάρκετ.
Η ιστορία της Φάρι είναι μια ιστορία ελπίδας σε μια χώρα που για χρόνια υπέφερε πολύ από τα φαντάσματα ενός σκληρού πολέμου και το γεγονός ότι είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα και μια αληθινή γυναίκα την κάνει ακόμη πιο αποτελεσματική. Η ταινία της Μασόλι την καταγράφει συγκρατημένα (και ελαφρώς προβλέψιμα), αλλά κατορθώνοντας να αναπτύξει μέσα από το δικό της παράδειγμα κάτι μεγαλύτερο και πιο ενδιαφέρον, τον τρόπο που μια ολόκληρη κοινωνία διαχειρίζεται ένα τραύμα, ή το πώς οι μέθοδοι της πατριαρχίας δεν αλλάζουν παρά μόνο με προσπάθεια, αντίσταση κι επιμονή. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Το Κουτί με τις Αναμνήσεις (Memory Box) των Τζοάνα Χατζηθωμά, Χαλίλ Ζορέζ (Γαλλία, Λίβανος, Καναδάς, Κατάρ) | Τμήμα: Ειδικές Προβολές
Η Μάια, μια ανύπαντρη μητέρα, ζει στο Μόντρεαλ μαζί με τη μητέρα της και την έφηβη κόρη της, την Αλεξ. Την παραμονή των Χριστουγέννων φτάνει στο σπίτι ένα κουτί γεμάτο από σημειωματάρια, κασέτες και φωτογραφίες που η Μάια έστελνε στην καλύτερή της φίλη από τη Βηρυτό του 1980, την εποχή του εμφύλιου πολέμου. Η Μάια δείχνει απρόθυμη να ανοίξει το κουτί και να βυθιστεί στις μνήμες της εφηβείας της κρύβοντας με τη σιωπή της ένα ακόμη ανοιχτό τραύμα, αλλά η Αλεξ βρίσκει μέσα σε αυτό το θησαυρό τους το παρελθόν της μητέρας της και ένα λόγο για να μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί της. Θα ρουφήξει σαν ένα μυθιστόρημα που διαβάζεις χωρίς να το αφήσεις ούτε λεπτό, τα γράμματα των δύο κοριτσιών, τις ερωτικές τους περιπέτειες, τα τραγούδια που τις έφεραν κοντά και όλα όσα τις κράτησαν μακριά.
Με αφορμή την πραγματική δική της αλληλογραφία με την καλύτερή της φίλη την εποχή που η δεύτερη είχε μετακομίσει στο Παρίσι από τη Βηρυτό τη δεκαετία του ‘80, η Τζοάνα Χατζηθωμά φτιάχνει μαζί με το άλλο της καλλιτεχνικό μισό, τον Χαλίλ Ζορέζ (μαζί έχουν συνσκηνοθετήσει ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας - θυμηθείτε το «Θέλω να Δω» του 2008 με την Κατρίν Ντενέβ - αλλά και συνυπογράψει εγκαταστάσεις, παραστάσεις και κείμενα, όλα γύρω από το παλλόμενο παρελθόν και παρόν του Λιβάνου), μια ταινία που έρχεται να επιβεβαιώσει με σκληρή τρυφερότητα πως «η πατρίδα όλων είναι η μνήμη», αναδιπλώνοντας σε κινηματογραφικό κώδικα τις έννοιες του ατομικού και του συλλογικού σε τρία διαφορετικά επίπεδα.
Η Αλεξ βρίσκει στο «κουτί της μνήμης» μια συναρπαστική «αναλογική» ενηλικίωση που μοιάζει να της λείπει μέσα σε ένα κόσμο που μοιάζει να μικραίνει ολοένα και περισσότερο για να χωράει στις διαστάσεις της οθόνης του κινητού της. Η Μάια θα βρει μέσα σε ένα σύμπαν φτιαγμένο από κομμάτια της εφηβικής της ηλικίας, εκτός από το θάρρος του να επιστρέψει σε μια εποχή που της άφησε την πικρή γεύση της απόρριψης και έναν τρόπο να καλύψει το κενό επικοινωνίας με την κόρη της. Και οι Χατζηθωμά και Ζορέζ θα βρουν μέσα στο ίδιο κουτί ένα καλειδοσκόπιο μέσα στο οποίο αντικατοπτρίζονται σε βιωματικές δόσεις ποπ αναφορών και παράλληλων δράσεων δύο και περισσότερων κινηματογραφικών χρόνων, από τους Blondie μέχρι τους Stranglers και από τους βομβαρδισμούς της Βηρυτού μέχρι τις μικρές ή τις μεγάλες προδοσίες που χαρτογράφησαν τη σύγχρονη Ιστορία του Λιβάνου και των ανθρώπων του.
Σε μια ταινία - λεύκωμα που η χειροποίητη υφή της την μετατρέπει σε ένα συλλογικό βίωμα, από αυτά που χάνονται μέσα στις απρόβλεπτες διαδρομές της μνήμης και ίσως μερικές φορές αντηχούν πιο δυνατά απ' όσο είναι στην πραγματικότητα, αλλά η αίσθησή τους σημαδεύει ανεξίτηλα το παρόν και το μέλλον. Μανώλης Κρανάκης
Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.