Η Εμιλι Ελίζαμπεθ Ντίκινσον γεννήθηκε το 1830 και πέθανε το 1886 στο Αμερστ της Μασαχουσέτης. Οσο ήταν εν ζωή δημοσίευσε μόνο 5 ποιήματά της - 3 από αυτά ανώνυμα. Μετά το θάνατό της αναγνωρίστηκε ως μία από τις σπουδαιότερες αμερικανίδες ποιήτριες και μία από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Η υστεροφημία της είναι αυτής της παράδοξης, μοναχικής, καταθλιπτικής γεροντοκόρης που τα τελευταία χρόνια της ζωής της απομονώθηκε στη σοφίτα του πατρικού της, φορώντας λευκά, κρυμμένη μέχρι το θάνατό της - από μία σπάνια ασθένεια των νεφρών ή από ραγισμένη καρδιά, κανείς δε γνωρίζει ακριβώς. Ο Τέρενς Ντέιβις έρχεται για να φωτίσει όχι μία νέα πτυχή της ποιήτριας ακριβώς, όσο να καταθέσει ένα μανιφέστο για τη ζωή και το θάνατο, τον άκρατο ρομαντισμό και την μηδενιστική πραγματικότητα, τον αγώνα για ηθική και συναισθηματική πίστη στα ιδανικά που έρχονται κόντρα στην προσωπική ευτυχία. Αυτό το τελευταίο θα έπρεπε να είναι το κύριο μέλημα όλων.
Η πρώτη σκηνή της ταινίας θέλει την μαθήτρια Εμιλι Ντίκινσον μπροστά από την ηγουμένη του σχολείου των Ευαγγελιστών. Η αυστηρή διευθύντρια προστάζει τις μαθήτριές της να χωριστούν σε δύο μέρη: όσες είναι έτοιμες να σωθούν από το Θεό να σταθούν στα δεξιά της και σε όσες θεωρούν ότι έχουν να κάνουν δουλειά ακόμα να καταφύγουν αριστερά. Ακριβώς στη μέση παραμένει, ακίνητη, στωική, με καθαρό ευθυτενές βλέμμα η 17χρονη Εμιλι, προκαλώντας μένος για την βλασφημία της, για τη διαφορετικότητά της. Εκείνη όμως, με το κεφάλι ψηλά, την ψυχή στη σωστή θέση και το μυαλό να τρέχει μπροστά, λέει δυνατά τη γνώμη της. Και θα συνεχίσει να τη λέει θαρραλέα και με ωμή ειλικρίνεια που δεν ταιριάζει ούτε στην εποχή της, ούτε στη θέση της ως γυναίκα.
Η Ντίκινσον μεγαλώνει κουβαλώντας την παρατεταμένη ευαισθησία της για τον κόσμο, την ισότητα, την πνευματικότητα. Δε χαρίζεται σε ρατσιστές, ηλίθιους, σε γυναίκες που βρίσκουν μοναδική τους αποστολή το γάμο και το κέντημα. Ο σκοπός της δεν είναι μία φεμινιστική σταυροφορία. Απλώς θέλει δικαιοσύνη, ρομαντισμό, χαρά. Ετσι την μεγάλωσε ο πατέρας της, ένας δικηγόρος της Μασαχουσέτης, που αργότερα εκλέχθηκε μέλος του Αμερικάνικου Κογκρέσου. Σχεδόν μόνος του (η μητέρα ήταν καταθλιπτική και κλεισμένη στο δωμάτιό της). Ο Εντουαρντ Ντίκινσον διασκέδαζε με την άποψη των παιδιών του, ενίσχυε τη δίψα της κόρης του για συγγραφή («κανένας σύζυγος δεν θα μου επέτρεπε να εργάζομαι τα βράδια»). Μέχρι όμως ένα σημείο: όταν ένιωθε ότι η δύναμή της ξεπερνούσε τα προσωπικά του ταμπού, της έκοβε τα φτερά. Αυτό ακριβώς έκαναν και τα αδέλφια της - ένα μείγμα αγάπης κι αποδοχής αλλά μέσα στα δικά τους όρια. Αυτό και οι άντρες της ζωής της. Αυτό και η ζωή της. Για αυτό κι εκείνη κατέφευγε στη φαντασία, στο ρομαντισμό, στη δουλειά της. Εκεί είχε τον έλεγχο, εκεί έβρισκε τον κόσμο στον οποίο ανήκε, εκεί τη δικαιοσύνη.
Οσοι αγαπάμε τον Τέρενς Ντέιβις (εδώ πιο κοντά στο αριστουργηματικό «Distant Voices, Still Lives») γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το σινεμά του δεν είναι κυριολεκτικό. Οπως και η αγάπη του για τις ταινίες εποχής (βλ. «The House of Mirth») δεν έχουν τίποτα το καλλιγραφικό. Τα σετ και τα κοστούμια ή ένα παρατεταμένο πλάνο στα λουλούδια μιας σκάλας δεν αποτυπώνουν ατμόσφαιρα ούτε σκοπό έχουν να επιδείξουν σκηνογραφική επιμέλεια. Ο Ντέιβις χρησιμοποιεί αυτή τη δική του κινηματογραφική αλφάβητο για να μας ξεναγήσει στον προσωπικό του ρομαντισμό (ιδεολογικό, όχι αισθητικό) και να συγκρουστεί με κάτι πολύ σύγχρονο, κυνικό και ακλόνητο. Την πραγματικότητα.
Για αυτό και η ματιά του στην Εμιλι Ντίκινσον δεν είναι βιογραφική, και καθόλου απλή ή επιδερμική. Ναι, μας συστήνει την φεμινίστρια γυναίκα (πολύ προτού ο όρος εφευρεθεί), το ανήσυχο πνεύμα, το ταλέντο και το δυναμισμό της σε μετωπική σύγκρουση με γονείς, αδέλφια, επίδοξους εραστές, θείες σε οικογενειακά τραπέζια, εργοδότες και κριτές της ποίησής της. Ναι, μας περιγράφει την απογοήτευση, την απομόνωση, την πικρία, την αυτοκαταστροφή, το άδοξο τέλος. Ομως αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το σύνθετο ενδιάμεσο. Η θέση ενός πλάσματος που γεννήθηκε γυναίκα και πίστεψε, ανόητα, ότι αυτό δε θα τη σταματήσει σε τίποτα. Η ευγενής προδιάθεση μίας ιδεαλίστριας να παραμείνει αληθινή. Το πείσμα της ρομαντικής να μη συμβιβαστεί, αλλά να περιμένει την ευτυχία. Η ευτυχία που δεν ήρθε. Η αρρώστια κι ο θάνατος που δεν περίμεναν.
Ο Ντέιβις εμμένει στην αρρώστια. Θα δείξει τα σώματα να παρακμάζουν, θα εστιάσει στον πόνο, θα ακούσουμε καθαρά κάθε τελευταίο βρόγχο, κάθε αγαπημένου προσώπου της Εμιλι και στο τέλος και της ίδιας. Δεν θα το πει ποτέ, αλλά θα το δείξει. Ποιο ήταν το νόημα όλων αυτών; Τι άξιζε πραγματικά τον κόπο; Το μόνο που μας περιμένει είναι μία χούφτα χώμα πάνω στο φέρετρό μας.
Βαρύ θέμα; Σίγουρα. Ομως και εξαιρετικό κείμενο, ευφυείς διάλογοι, απροσδόκητα έντονο χιούμορ, κριτικό πνεύμα. Ο Ντέιβις συνθέτει ένα πραγματικό υπαρξιακό μανιφέστο και έχει την κατάλληλη ηθοποιό να σηκώσει το βάρος. Η Σίνθια Νίξον, πολύ αγαπημένη στα σανίδια της Νέας Υόρκης, δεν είναι πια η «Μιράντα» του «Sex and the City» (αν κι εκεί καταπληκτική ήταν). Εκπροσωπώντας επάξια τη στιβαρότητα του κειμένου, σωματοποιώντας την αρρώστια (όχι μόνο του κορμιού αλλά και της καρδιάς της ποιήτριας) παίρνοντας φωτιά ως πολιτική οντότητα, λυγίζοντας στα δύο ως πληγωμένη κοπέλα, αποδεικνύει στόφα μεγάλης πρωταγωνίστριας.