Τα ναυπηγεία της Λα Σιοτά είναι μία από τις πρώτες τοποθεσίες που αποτυπώθηκαν ποτέ από κινηματογραφική κάμερα, αφού ήταν το θέμα του διάρκειας μόλις ενός λεπτού «Ateliers de La Ciotat» του Ζορζ Μελιές το 1896. Εκατόν εικοσιένα χρόνια μετά η παρηκμασμένη πλέον περιοχή επανέρχεται στην κινηματογραφική επικαιρότητα.

Το «L' Atelier» του Λοράν Καντέ, όμως, είναι κάτι παραπάνω από ένα σινεφίλ κλείσιμο του ματιού στις απαρχές του κινηματογράφου. Παίζοντας με τη διπλή σημασία της λέξης, ο Γάλλος σκηνοθέτης στήνει, με τη βοήθεια του συνεργάτη του Ρομπέν Καμπιγιό (συνσεναριογράφος στο «Ανάμεσα στους Τοίχους» και σκηνοθέτης του «120 Χτύποι το Λεπτό») στο σενάριο, το δικό του atelier, ένα workshop για την ομαδική συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου, χρηματοδοτούμενο από το Κέντρο Ανέρευσης Εργασίας της Λα Σιοτά για τους άνεργους νέους της περιοχής με υπεύθυνη μια διάσημη συγγραφέα εμπορικών μυθιστορημάτων.

Οι πολυπολιτισμικές καταβολές των νεαρών μαθητών θα δημιουργήσουν αντιπαραθέσεις όχι μόνο πάνω στο θέμα και τη δομή του λογοτεχνήματος που θα κληθούν να συγγράψουν, αλλά και στις σχέσεις όλης της ομάδας τόσο μεταξύ τους, όσο και με την καθηγήτριά τους, καθώς θα γίνει φανερό από την αρχή ότι η τέχνη, πολλώ δεν μάλλον η συλλογική, δεν μπορεί παρά να είναι αντικατοπτρισμός των ευρύτερων ταξικών, φυλετικών και θρησκευτικών διενέξεων σε μια κοινωνία έτοιμη να εκραγεί με το παραμικρό.

Από τη σύνοψη που προηγήθηκε καταλαβαίνει κανείς ότι ο Καντέ επιστρέφει με τη νέα του ταινία στην αφηγηματική δομή της ταινίας που τον οδήγησε στη μεγαλύτερη διάκριση της καριέρας του. Οπως στο «Ανάμεσα στους Τοίχους», έτσι κι εδώ, στήνει μια αποκαλυπτική τοιχογραφία της σημερινής γαλλικής κοινωνίας μέσα από τα ετερόκλητα μέλη του εργαστηρίου του: λευκοί, μουσουλμάνοι και Αφρικανοί, όλοι άνεργοι σε μια υποβαθμισμένη περιοχή με ένδοξο κάποτε παρελθόν, με ευκαιριακές δουλειές χωρίς μέλλον, οι νέοι ηθοποιοί του Καντέ αντιπροσωπεύουν μια γενιά εγκλωβισμένη στην οικονομική κρίση και στη μισαλλοδοξία των γεγονότων του Μπατακλάν και του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν. Με την κάμερα να αποτυπώνει καλεί έκφραση του προσώπου τους και σχεδόν κάθε τους σκέψη το Atelier αποκτά τη μορφή δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ στο πρώτο μισό του με τη συγγραφέα-δασκάλα να εκμαιεύει πληροφορίες τόσο για την περιοχή και το έντονο πολιτικό της παρελθόν (όταν έκλεισαν τα ναυπηγεία στην περιοχή ξέσπασαν πολύχρονες απεργιακές κινητοποιήσεις), όσο και για τις απόψεις τους για τη λογοτεχνία, το ρόλο της τέχνης και την κοινωνία γενικότερα.

Στο δεύτερο μισό, η ταινία επικεντρώνεται σε έναν από τους μαθητές του εργαστηρίου, τον πιο ταλαντούχο, αλλά και τον πιο αντιφατικό, έναν νεαρό λευκό, ο οποίος προτιμά να περνά τις μέρες του στο Ιντερνετ παίζοντας League of Legends ή χαζεύοντας βίντεο, μεταξύ των οποίων και τα διαγγέλματα ενός ακροδεξιού πολιτικού της περιοχής, από την ιδεολογία του οποίου σαφέστατα έλκεται. Οι συνεχείς και προκλητικές αντιπαραθέσεις του με τα άλλα μέλη της ομάδας, κυρίως αυτά που ανήκουν σε μειονότητες, αλλά και την ίδια την καθηγήτρια σύντομα θα τον οδηγήσουν στον εξοστρακισμό κι εκεί η ταινία θα πάρει έναν πιο σκοτεινό τόνο και θα περάσει στο δεύτερο μέρος στο ψυχολογικό θρίλερ, λειτουργώντας αντιστικτικά με το πρώτο μισό και θυμίζοντας την δεύτερη σπουδαία δουλειά του Καντέ, το αριστουργηματικό «Ελεύθερος Ωραρίου».

Η μετάβαση αυτή δε γίνεται χωρίς απώλειες, αφού τα δύο μέρη δεν δένουν απόλυτα μεταξύ τους, είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς οι θεωρητικές συζητήσεις του πρώτου μέρους για το έγκλημα και τα κίνητρα που οδηγούν σε αυτό (η ομάδα αποφασίζει να γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που θα ενσωματώνει την ιστορία της περιοχής) πραγματώνονται στο δεύτερο και το πώς οι λέξεις που εκτοξεύονται εκατέρωθεν είναι πάντα ικανές να αποκαλύψουν ή να συσκοτίσουν την πραγματικότητα και να σώσουν ή να καταδικάσουν έναν άνθρωπο στο μίσος και στον φανατισμό.

Για να παίξουμε κι εμείς λίγο με τη διπλή σημασία της λέξης στη δική μας γλώσσα, το κινηματογραφικό και κοινωνιολογικό πείραμα του εργαστηρίου των Καντέ και Καμπιγιό αποκαλύπτει ότι όσο κι αν η τέχνη κι η ζωή αντιγράφουν η μία την άλλη, στο τέλος η δεύτερη θα συνεχίζεται με τους δικούς της απρόβλεπτους κώδικες.