Το καλοκαίρι του 1962, ο Ολλι Μάκι αγωνίζεται για τον τίτλο του Πρωταθλητή Κόσμου στην κατηγορία φτερού. Ο δρόμος για την επιτυχία, από την επαρχία της Φινλανδίας μέχρι την καρδιά του Ελσίνκι, μοιάζει να είναι βέβαιος. Το μόνο που χρειάζεται είναι να χάσει βάρος και να συγκεντρωθεί στην προπόνηση. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα... Ο Ολλι έχει ερωτευτεί τη Ράιγια!

Για όσους δεν γνωρίζετε τον Ολλι Μάκι, ήρθε η ώρα να μάθετε πως κάποτε στη Φινλανδία υπήρξε ένα πυγμάχος τόσο ταλαντούχος και πεισματάρης που προσπάθησε σκληρά για να αγγίξει το όνειρο του να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους μποξέρ του κόσμου, πριν αρνηθεί τα πάντα για τον μεγάλο του έρωτα.

Σε μια μακρά παράδοση ταινιών για αθλήματα, αλλά και το μποξ ειδικά (από το «Ρόκι» μέχρι το «Οργισμένο Είδωλο» και από το «Wrestler» μέχρι το «Creed»), που χρησιμοποίησαν ευρηματικά το ρινγκ για να μιλήσουν για μεγαλύτερους και πιο κρίσιμους αγώνες έξω από αυτό, ο τρόπος με τον οποίο ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιούχο Κουοσμάνεν ντύνει τη βιογραφία του πιο διάσημου Φινλανδού πυγμάχου με το κοστούμι μιας ταινίας βαθιά ρομαντικής, με κάθε πιθανή σημασία δίνει κανείς στην έννοια, είναι τουλάχιστον αφοπλιστικός.

Δεν είναι μόνο το αθώο ασπρόμαυρο που σε φέρνει αυτόματα στα 60s, ούτε η φύση της επαρχιακής Φινλανδίας που λουσμένη στο καλοκαιρινό φως μοιάζει να αγκαλιάζει τη δράση με μια πρωτοφανή διάθεση επιστροφής στα βασικά. Δεν είναι επίσης μόνο ο Ζάρκο Λάχτι που υποδύεται τον Ολλι Μάκι σαν ένα παιδί που μαθαίνει τον κόσμο, αντιδρώντας ενστικτωδώς σε ότι του φαίνεται ψεύτικο και μακριά από την παιδικότητα της καθημερινότητάς του. Και σίγουρα, δεν είναι μόνο η διάχυτη feelgood διάθεση που δίνει τον τόνο σε όλα όσα συμβαίνουν σε αυτή την αντίστροφη διαδρομή από την άνοδο στην πτώση.

Είναι το γεγονός πως ο Κουοσμάνεν (ας του χρεώσουμε λοιπόν και λίγη από την παράδοση του Ακι Καουρισμάκι στη διαχείριση των απλών καθημερινών αντι-ηρώων) αφηγείται μέσα από την παράδοξη ιστορία του Ολλι Μάκι μια ιστορία ενηλικίωσης πιο δυνατή από κάθε αγώνα μποξ που θα τέλειωνε με θριαμβευτικά χειροκροτήματα και κάπου εκεί θα γραφόταν μια ακόμη γνωριμη ιστορία γύρω από την επιτυχία και πως να την αποκτήσετε. Η διαδρομή του Ολι Μάκι μέχρι το μεγάλο αγώνα με τον Αμερικάνο Ντέιβι Μουρ που συμβολικά είναι η πιο κρίσιμη στιγμή ανάμεσα στον ερασιτέχνη και τον επαγγελματία, μοιάζει με τη βόλτα ενός παιδιού σε ένα λούνα παρκ που θέλει διακαώς να βρεθεί, αλλά που όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τα παιχνίδια στα οποία πρέπει να συμμετάσχει διστάζει.

Ο Ολλι Μάκι θέλει να είναι στο σπίτι του δίπλα στη λίμνη, μαζί με την αγαπημένη του και να προπονείται στη φύση. Νιώθει άβολα να φωτογραφίζεται, να πρέπει να φορέσει κοστούμι, να πρέπει να μιλάει μπροστά σε κόσμο, να είναι το σύμβολο μιας ολόκληρης χώρας που καθρεφτίζει πάνω στο πρόσωπό του τις ελπίδες της για τη νίκη.

Ο Κουόοσμάνεν κάνει μια ταινία για την πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του ήρωα του και - παρά τα φαινόμενα - δεν ειρωνεύεται καθόλου, αφού η διαδρομή του μέχρι εκεί σε έχει πείσει (αν δεν σε έχει συγκινήσει και βαθιά) για τις πραγματικές του επιθυμίες, τη δική του αίσθηση για την επιτυχία και την ανάγκη του να μην χαρίσει τα πάντα σε ένα όνειρο που μπορεί να του άλλαζε τη ζωή, αλλά να το θυσιάσει για ένα άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο φαινομενικά συμβατικό, ίσως τελικά πιο μεγάλο αν το συνδέσει κανείς με τη σημασία του να μπορείς να επιλέγεις προς ποια κατεύθυνση θα κινηθείς όταν όλα γύρω σου μοιάζουν να είναι μονόδρομος.

Μελαγχολική, σοφή με τον δικό της ανεπιτήδευτο τρόπο, ανάλαφρη σαν την κατηγορία φτερού στην οποία ανήκει ο πρωταγωνιστής της αλλά και βαριά σαν κάθε ιστορία που δεν έχει το happy end που όλοι περιμένουν, η ταινία που δικαίως ξεχώρισε στο Φεστιβάλ Καννών (κερδίζοντας το μεγάλο βραβείο στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμαμ») είναι μια από αυτές που αποδεικνύουν πως οι μόνοι άνθρωποι που ξέρουν να σου μιλήσουν για τη νίκη, είναι αυτοί που κάποτε προτίμησαν να χάσουν τα πάντα.

Διαβάστε ακόμη: O Γιούχο Κουοσμάνεν μιλάει στο Flix για την «πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Ολλι Μάκι»