Στην Μοντάνα του 1925, μια στωική, λιγομίλητη χήρα (Κίρστεν Ντανστ) αποφασίζει να ξαναφτιάξει την ζωή της όταν παντρεύεται έναν επίσης χαμηλότονο αλλά ισχυρό άντρα (Τζέσι Πλέμονς) . Μαζί με τον «διαφορετικό» και σίγουρα όχι σύμφωνο με τα πρότυπα του macho ανδρισμού της εποχής γιο της (Κόντι Σμιτ ΜακΦι), μετακομίζουν στο νέο τους σπίτι όπου η ζωή φαίνεται να προμηνύεται ιδανική, αν εξαιρέσει κανείς βέβαια τον ιδιόρρυθμο, βίαιο και με συνεχείς εναλλαγές διάθεσης αδερφό του γαμπρού (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς), ο οποίος δείχνει να έχει βάλει στόχο να κάνει τη ζωή κόλαση τόσο στην ίδια όσο και στο γιο της.
Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι καθοριστικές για όλους, τόσο στην ανακάλυψη των μεταξύ τους ισορροπιών όσο και στην ανάδειξη της αληθινής δύναμης που κρύβει ο καθένας μέσα του, όλα σε μια εποχή όπου ο καθένας οφείλει να υπακούει στα στερεότυπα και κάθε παρεκτροπή από αυτά είναι όχι απλά κατακριτέα αλλά και αξία τιμωρίας. Οι εξελίξεις θα είναι φυσικά καταιγιστικές, μόνο που η Τζέιν Κάμπιον συνειδητά (και σε απόλυτη συνέπεια με την ιδιοσυγκρασιακή της δημιουργική ταυτότητα) δεν πρόκειται ποτέ να παραδοθεί στην ορμητικότητα και την καταστροφική φόρα των συναισθημάτων των ηρώων της.
Γιατί το « Power of the Dog», αν και βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Σάβατζ του 1967, το οποίο μπροστά από την εποχή του δεν δίστασε να εξερευνήσει όλο το εύρος των καταπιεσμένων συναισθημάτων (σε σχέση με το κοινωνικό στάτους, το φύλο, την σεξουαλικότητα), είναι στην πραγματικότητα πλήρως συνυφασμένο με την υπόλοιπη φιλμογραφια της Κάμπιον, γεμάτο υπόγεια ένταση και υποβόσκουσα απειλή, η οποία είναι πάντα έτοιμη να οδηγήσει στην έκρηξη αλλά (σχεδόν) πάντα παραμένει και αυτή ειρωνικά υπό αυστηρά ελεγχόμενα δεσμά.
Κατά κάποιο τρόπο μάλιστα, η ιστορία μοιάζει να ξεκινά από κοινό τόπο με τα καθοριστικά για την πορεία της σκηνοθέτιδος «Μαθήματα Πιάνου» (μια γυναίκα έρμαιο της κοινωνικής θέσης που της επιβάλει η εποχή και όλα όσα συνεπάγεται η προσπάθεια για την ανατροπή της), μόνο που σταδιακά η Κάμπιον αποκαλύπτει ότι, δίπλα σε αυτή την θεματική, υπάρχει μια ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική σύμβαση καταπίεσης, η οποία αξίζει να λάβει την αληθινή πρωταγωνιστή αφηγηματική θέση (κάτι που συμβαίνει στο δεύτερο κυρίως μισό της ταινίας).
Ομως, αν και κινηματογραφημένο με καλλιτεχνικές αξιώσεις και ντυμένο μουσικά με τις επιβλητικές (αλλά εδώ γνώριμες) μελωδίες του Τζόνι Γκρίνγουντ, το φιλμ της Κάμπιον προσπαθεί να αφηγηθεί τελικά μια ιστορία πολύ μεγαλύτερη από αυτή που καταφέρνει να επικοινωνήσει, γεμάτη εσωτερικότητα και ελλειπτική αφήγηση που περισσότερο προκαλούν απορίες και συμπεριφορά κενά, παρά προβληματισμό και έναυση εξερεύνησης. Οι ήρωές της εμφανίζονται και εξαφανίζονται κατά το δοκούν, ο ρυθμός αρνείται να ακολουθήσει ένα σταθερό βήμα προς την ολοκλήρωση και το βλέμμα της ιστορίας παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος θολό, χωρίς να μπορεί να ενώσει τις παράλληλες προσωπικές αφηγήσεις σε ένα συμπαγές σύνολο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στιγμές όπου η Κάμπιον αποδεικνύει την λυρική της ματιά ή την επιμονή της στην λεπτή συναισθηματική ακρίβεια (οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ του Κόντι Σμιτ ΜακΦι και του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς είναι το καλύτερο παράδειγμα), όμως οι συνεχείς εναλλαγές βηματισμού και το μάλλον χαλαρό μοντάζ θυσιάζουν την ακρίβεια για κάτι περισσότερο ελεγειακό αλλά και τελικά επιφανειακό, καθώς ευνοούν την ατμόσφαιρα εις βάρος της ουσίας, στερώντας από τους ήρωες μια πλήρη ταυτότητα και κάνοντας πολλές αντιδράσεις τους να μοιάζουν αποσπασματικές και ανολοκλήρωτες (όπως ολόκληρη η αφηγηματική εξέλιξη του χαρακτήρα της Κίρστεν Ντανστ στο δεύτερο μισό του φιλμ).
Το φινάλε σίγουρα παραμένει ισχυρό στον συμβολισμό του όμως ατυχώς το υπόβαθρο ολόκληρης της κορύφωσης δεν αναπτύσσεται με τρόπο που θα εγγυόταν την απόλυτη συναισθηματική κάθαρση. Ναι, η Κάμπιον μας έδειξε ποια είναι πραγματικά η «Δύναμη του Σκύλου». Δεν κατάφερε όμως και να μας κάνει να την νιώσουμε βαθιά μέσα στην καρδιά.