
Χτες οι 31ες Νύχτες Πρεμιέρας συνέχισαν να ξεδιπλώνουν τις πιο ανατρεπτικές και συγκινητικές κινηματογραφικές στιγμές τους.
Στο επίκεντρο της ημέρας βρίσκεται το «La Grazia» του Πάολο Σορεντίνο, μια ταινία βαθιάς πνευματικότητας και αισθητικής μαγείας, όπου το ιερό και το ανθρώπινο συγκρούονται με τρόπο σχεδόν ποιητικό. Με βραβείο ερμηνείας στον Τόνι Σερβίλο στη Βενετία για την ενσάρκωση ενός απερχόμενου Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Ο Τζό Κόλμαν, με την Γουίτνεϊ Γουορντ και την Αζια Αρζέντο στο ΑΣΤΥ
Από την άλλη, το «Πόσο Σκοτάδι Αντέχεις Αγάπη μου;» μας βυθίζει σε έναν κόσμο γεμάτο πάθος, τέχνη και αντίσταση, μέσα από ένα ντοκιμαντέρ που τιμά τη διαφορετικότητα και την ελευθερία της έκφρασης - με την ομάδα της ταινίας σύσσωμη στην Αθήνα να αποτελείται από τον σκηνοθέτη Σκοτ Γκράτσεφ, τον ίδιο τον Τζο Κόλμαν, τη μούσα του Γουίτνεϊ Γουόρντ, τους παραγωγούς Τζέισον Ντάιμοντ, Τζος Ντάιαμον και Τζιμ Μουσκαρέλα αλλά και την ίδια την Αζια Αρζέντο που συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ.
Και κάπου ανάμεσα σε αυτά, το «Το Νησί του Αμρουμ», η νέα ταινία του Φατίχ Ακίν φέρνει έναν πιο σιωπηλό, υπαρξιακό στοχασμό, μια κινηματογραφική εμπειρία που λειτουργεί σχεδόν σαν ανάσα μετά από έναν καταιγισμό συναισθημάτων και με έναν κόμπο δεν λέει να φύγει απ' το στομάχι.
Αναζητήστε εδώ το ωρολόγιο πρόγραμμα του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.
Περισσότερες Νύχτες Πρεμιέρας 2025:
- Αυτές οι Νύχτες Μένουν: Λάνθιμος, συγκίνηση και... παρατράγουδα στην πρεμιέρα των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας
- Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Πρώτη με βραβευμένο (μικρό και μεγάλο) σινεμά
- Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Δεύτερη γεμάτη γεμάτη ένταση και μύθους
- Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Τρίτη με συναντήσεις και συζητήσεις μέσα στο χρόνο
- Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Τέταρτη με φωνές που αντηχούν
- Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Πέμπτη κοιτώντας κάτω από την επιφάνεια
- Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Εκτη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι
- Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Εβδομη γεμάτη σκιές και μηνύματα
«La Grazia» του Πάολο Σορεντίνο
Δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι για άλλη μια φορά στην φιλμογραφία του ο Πάολο Σορεντίνο ασχολείται με τις εσωτερικές διεργασίες της πολιτικής, ούτε η παρατήρηση ότι για άλλη μια φορά σε αφήγησή του το παρελθόν βαραίνει καθοριστικά το παρόν, μην αφήνοντας σε ησυχία τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Συμπληρώνοντας δε το τρίπτυχο των μη-εκπλήξεων και συμβάλλοντας ακόμη περισσότερο στην πρώτη αίσθηση οικειότητας, τον Μαριάνο ντε Σάντις, απερχόντα Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά την «πραγματικότητα» του «La Grazia», ερμηνεύει ο Τόνι Σερβίλο, ο οποίος έγινε σχεδόν συνώνυμος με την διεθνή επιτυχία του Σορεντίνο έπειτα από τις καθοριστικές του ερμηνείες τόσο στο «Il Divo» όσο και στην «Τέλεια Ομορφιά».
Παραδόξως όμως, οι ομοιότητες του «La Grazia» με τις προηγούμενες ταινίες του Σορεντίνο μοιάζουν να εξαντλούνται εκεί. Βεβαίως υπάρχει η περιστασιακή εισβολή της ηλεκτρονικής μουσικής στην υπερβατική αποτύπωση της πραγματικότητας, όπως και η αιθέρια αποτύπωση της φύσης που ενισχύει κατά στιγμές την μυσταγωγική ατμόσφαιρα που θολώνει τα όρια παρελθόντος και παρόντος, όμως στην νέα του ταινία, ο Πάολο Σορεντίνο αποφασίζει συνειδητά να είναι πολύ πιο ψύχραιμος και λιγότερο επιδεικτικά φασαριόζος, εμφανίζοντας μια απρόσμενα χαμηλότονη πλευρά του.
Ο Μαριάνο ντε Σάντις του είναι ένας απερχόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που κατά τα λεγόμενα των γύρω του με την στάση του απέτρεψε έξι κυβερνητικές κρίσεις. Είναι ένας πρώην δικαστής που η (αποτελούμενη από πάνω από 2000 σελίδες) πραγματεία του πάνω στον Ποινικό Κώδικα αποδεικνύει πόσο ικανός είναι να βλέπει ανάμεσα στις θολές όψεις της δικαιοσύνης. Και ταυτόχρονα είναι ένας άνθρωπος που κρατά ανεξίτηλη την μνήμη της γυναίκας του αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό της, αποκαλώντας την ακόμα ως την μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του (και χωρίς να μπορεί να ξεπεράσει την υποψία ότι μπορεί να τον απάτησε σαράντα χρόνια πριν).
Η υπαρξιακή (και όχι μόνο) κρίση ωστόσο θα του χτυπήσει την πόρτα έξι μήνες πριν την ολοκλήρωση της θητείας του. Ανάμεσα στις αρμοδιότητές του ως Πρόεδρος (τις οποίες ο Σορεντίνο απαριθμεί αναλυτικά και με ευλάβεια στην αρχή της ταινίας) είναι και η παροχή χάρης σε κατάδικους και δύο υποθέσεις πιέζουν ασφυκτικά για να λάβουν την πολυπόθητη ολοκλήρωση. Ταυτόχρονα, το νομοσχέδιο για την ευθανασία αναπόφευκτα έρχεται για να δημιουργήσει εντάσεις. Και σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, η ίδια η δομή της εναπομείνασας οικογένειάς του Μαριάνο μοιάζει έτοιμη να διαλυθεί, με την κόρη του (επίσης Δικαστή και ουσιαστική βοηθό του) να απομακρύνεται όλο και περισσότερο και να γίνεται όλο και πιο επικριτική.
Ολα αυτά δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για μια κλασική Σορεντινική ταινία όμως από την αρχή είναι εμφανής η πρόθεση του δημιουργού να παρουσιάσει, σε αντιστοιχία με τον πρωταγωνιστή του, μια ουσιαστικά αναθεωρημένη προσέγγιση. Στο «La Grazia» δεν υπάρχει η κλασική λατρεία του σκηνοθέτη προς την νοσταλγία, ίσα ίσα τονίζεται πως η αγκίστρωση στο παρελθόν είναι μια επιλογή που δεν οδηγεί πουθενά. Επίσης απουσιάζουν οι εύκολοι εντυπωσιασμοί και τα φαντεζί χορευτικά νούμερα, με την έντονη μουσική να περιορίζεται κυρίως στα ακουστικά του πρωταγωνιστή (και την ραπ μουσική να λαμβάνει επίσης το μερτικό της) και στις παρεμβάσεις της ίδιας της φύσης (ειδικά σε μια σουρεαλιστική σκηνή που σατιρίζει τόσο τις πολιτικές επισημότητες όσο και την αποθέωση της απραξίας). Οι πειρασμοί του παρελθόντος και οι φόβοι της ηλικίας δηλώνουν και πάλι ύπουλα το παρόν, όμως ο Σορεντίνο δηλώνει ίσως για πρώτη φορά στην καριέρα του πρόθυμος τόσο συνειδητά να τους αγνοήσει και να κοιτάξει διστακτικά αλλά αποφασιστικά προς το μέλλον.
Για αυτό, ακόμα κι αν επιμέρους υλικά μοιάζουν γνώριμα και η θεματικές δεν διαφέρουν συγκλονιστικά από την υπόλοιπη φιλμογραφία του Σορεντίνο (ειδικά όταν στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Τόνι Σερβίλο προσφέρει όλα όσα έχουμε μάθει να περιμένουμε και να αγαπάμε στην ερμηνεία του), το σύνολο του «La Grazia» παρουσιάζει μια διαφορετική πλευρά του δημιουργού, πιο ευαισθητοποιημένη και σαφώς πολύ πιο πρόθυμη να λάβει αποφάσεις (ακόμα και αν ο ήρωάς του έγινε αγαπητός ακριβώς επειδή απέφυγε να πάρει δύσκολες αποφάσεις κατά την διάρκεια τη θητείας του). Αυτό το μετατρέπει σε μια διαφορετικής έννοιας πολιτική ταινία που (παρά το γεγονός ότι δεν σκάβει όσο βαθιά θα μπορούσε) τονίζει την ανάγκη για αλλαγή, τόσο σε προσωπικό όσο και πολιτειακό επίπεδο. Και είναι σίγουρα αναζωογονητικό όταν βλέπει κανείς δημιουργούς πρόθυμους να ανακατέψουν την τράπουλα για να χρησιμοποιήσουν τα χαρτιά της με φρέσκο και απρόσμενο τρόπο.
Δημήτρης Δημητρακόπουλος
«Το Νησί του Αμρουμ (Amrum)» του Φατίχ Ακίν
Το Αμρουμ είναι ένα μικρό, απομονωμένο νησάκι στη Γερμανία, στη Βόρεια θάλασσα. Βρίσκεται εκεί από πολύ παλιά, από τη νεολιθική εποχή, ήταν ένας από τους πρώτους τόπους που εποίκησαν οι Τεύτονες και μεγάλωσε γενιές φαλαινοθηρών. Είναι, θα λέγαμε, ένας τόπος αυθεντικά γερμανικός.
Εκεί, το 1945, στις τελευταίες ανάσες του Β' Παγκόσμιου, μεγαλώνει ο 12χρονος Νάνινγκ, ένα αγγελικό, ξανθωπό αγόρι, σκανταλιάρικο αλλά και τρυφερό, που προσπαθεί στον μικρό χώρο που του έχει αποδοθεί, να μάθει τα μυστικά της φύσης, της ζωής και της κοινωνίας των ανθρώπων. Ο μπαμπάς του λείπει, η μαμά του τού εμφυσεί το εθνικό φρόνημα και θυμώνει όταν κάποιοι στραφούν κατά του καθεστώτος του Τρίτου Ράιχ, κλαίει γοερά με την είδηση του θανάτου του Φύρερ. Η τρελο-αγρότισσα Τέσα (η Νταϊάν Κρούγκερ, αγαπημένη του Ακίν ήδη από το «Μαζί ή Τίποτα» σ' έναν μικρό αλλά καίριο ρόλο), φωνάζει μισόλογα για το τέλος του φρικτού και άδικου πολέμου, τα παιδιάκια από την Πολωνία που μόλις ήρθαν να εγκατασταθούν στο χωριό δείχνουν λιπόσαρκα και σκυθρωπά κι ο θαλασσοπόρος θείος έχει ιστορίες να πει για το παρελθόν και το παρόν της οικογένειας του Νάνινγκ. Ο μικρός, το μόνο που θέλει είναι να ευχαριστήσει τη μαμά του, αλλά μια φωτογραφία και σκόρπιες κουβέντες έχουν αρχίσει να τον υποψιάζουν ότι, ίσως, ο ναζισμός δεν είναι κάτι καλό.
Μια παιδική ταινία, για μικρούς και μεγάλους θεατές, κάνει ο Φατίχ Ακίν, σε εντελώς άλλο κλίμα αλλά με την ίδια τρυφερότητα που είχε εξασκήσει στο «Βερολίνο, Αντίο». Κι αν αυτή είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η αντιπαραβολή του τέλους του ναζισμού με τη σημερινή άνθισή του στη Γερμανία και ολόκληρο τον κόσμο. Με μια ηθική που φέρνει στο νου τη «Λευκή Κορδέλα» του Χάνεκε, ο Ακίν συνδέει την αθωότητα με το πρώτο βλέμμα μπροστά στο Κακό, τον ύπουλο τρόπο με τον οποίο η διδασκαλία (και η Πίστη, ακόμα), της μάνας, της χώρας, της παράδοσης, μπορεί να διαμορφώσει μια συνείδηση πολύ νεαρή, ακόμα, για ν' αντισταθεί.
Ταυτόχρονα, το «Νησί του Αμρουμ» είναι ένα συναρπαστικό πείραμα. Το σενάριο είχε γράψει ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου, Χαρκ Μπομ, μέντορας του Ακίν, σταθερός συνεργάτης του Φασμπίντερ, εκείνου με τον οποίο τόσο συχνά συγκρίνεται το έργο του Ακίν. Ο Χαρκ Μπομπ, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα προλάβει να κάνει την ταινία, εμπιστεύτηκε το σενάριό του στον Φατίχ, ο οποίος μελέτησε, έψαξε, ανέλυσε τη σκέψη και την αισθητική του Χαρκ Μπομ ώστε η ταινία να μοιάζει με το όραμα του αρχικού δημιουργού της.
Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ ανάμεσα στο παραμύθι, τη φαντασία, τη λαογραφία και την επιθετική πολιτική ματιά, με μια σκληρότητα γνώριμη στην παιδική ηλικία και τις παιδικές ταινίες, με μια προοδευτική εμβάθυνση στα πράγματα που κρατάει το ενδιαφέρον ολοζώντανο και μια εξαιρετική φωτογραφία του Καρλ Βάλτερ Λίντενλαουμπ, που ισορροπεί μαγευτικά ανάμεσα στη λυρικότητα και το ρεαλισμό. Κι όλ' αυτά σε μια εύπεπτη, παρά τα τόσο δύσκολα ζητήματα που πραγματεύεται, συγκινητική ταινία - κι ο κόμπος δεν λέει να φύγει απ' το στομάχι.
Λήδα Γαλανού
«Πόσο Σκοτάδι Αντέχεις Αγάπη μου; (How Dark My Love?)» του Σκοτ Γκράτσεφ
Το «Πόσο Σκοτάδι Αντέχεις Αγάπη μου;» του Σκοτ Γκράτσεφ είναι ένα ντοκιμαντέρ που δεν επιδιώκει να συγκινήσει εύκολα, αλλά να σε βυθίσει αργά, σχεδόν τελετουργικά, στον κόσμο δύο ανθρώπων που ζουν και δημιουργούν στο όριο ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τον εικαστικό Τζο Κόλμαν και τη σύντροφό του, Γουίτνεϊ Γουόρντ, όχι ως απλό καλλιτεχνικό δίδυμο, αλλά ως δύο ψυχές που καθρεφτίζονται μέσα από την τέχνη, την αγάπη και τις πιο οδυνηρές τους αλήθειες.
Η σκηνοθεσία του Γκράτσεφ ξεχωρίζει για την τόλμη και την ειλικρίνεια της ματιάς του. Αντί να ακολουθήσει μια τυπική βιογραφική αφήγηση, επιλέγει μια πιο ελεύθερη, συναισθηματικά φορτισμένη δομή, που κινείται ανάμεσα σε αρχειακό υλικό, προσωπικές εξομολογήσεις και σκηνές της καθημερινότητας - συν εμφανίσεις από καλλιτέχνες που συναντούν το πνεύμα των πρωταγωνιστών του όπως ο Ιγκι Ποπ, η Αζια Αρζέντο και άλλοι. Το αποτέλεσμα θυμίζει περισσότερο ένα κινηματογραφικό πορτρέτο ζωγραφισμένο με στρώσεις χρώματος, πάθους και σιωπής, παρά ένα «παραδοσιακό» ντοκιμαντέρ. Ο ρυθμός είναι στοχαστικός, άλλοτε ονειρικός κι άλλοτε ωμά ρεαλιστικός, καθώς το βλέμμα του σκηνοθέτη προσπαθεί να κατανοήσει πώς δύο άνθρωποι μετατρέπουν το σκοτάδι τους σε δημιουργία.
Το βασικό μήνυμα της ταινίας είναι πως η αγάπη μπορεί να είναι ένα έργο τέχνης από μόνη της – ένα έργο σκληρό, ατελές, αλλά αληθινό. Μέσα από τη σχέση του Κόουλμαν και της Γουορντ, ο Γκράτσεφ εξερευνά πώς η τέχνη λειτουργεί ως καταφύγιο, ως τρόπος να συμφιλιωθείς με τους φόβους και τα τραύματά σου. Το σκοτεινό, σχεδόν γκροτέσκο ύφος του Κόουλμαν δεν παρουσιάζεται ως πρόκληση, αλλά ως ένας τρόπος θεραπείας, ένας εξορκισμός του πόνου μέσα από την εικόνα. Παράλληλα, η Γουορντ δεν παραμένει στη σκιά του συντρόφου της, αλλά είναι μια ισότιμη παρουσία, μια μούσα με φωνή και προσωπικότητα, που δίνει βάθος και ισορροπία στην αφήγηση.
Παρότι το ντοκιμαντέρ χάνει κατά στιγμές τη συνοχή του, με κάποιες σκηνές να μοιάζουν αποκομμένες από την κεντρική ιδέα του, παραμένει μια έντιμη και ευαίσθητη ματιά πάνω στη δημιουργική συνύπαρξη, την εξάρτηση και την αποδοχή του διαφορετικού. Το «Πόσο Σκοτάδι Αντέχεις Αγάπη μου;» είναι ένα σκοτεινό αλλά τρυφερό ταξίδι μέσα στη δύναμη της αγάπης και της τέχνης να φωτίζουν ό,τι φοβόμαστε να αντικρίσουμε. Ο Γκράτσεφ δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις, αλλά μια ειλικρινή υπενθύμιση πως ακόμη και μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι, η ομορφιά μπορεί να ανθίσει.
Χρήστος Μπακατσέλος
Το 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας διεξάγεται φέτος από την 1η έως και τις 12 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους Cinobo Οπερα (πρώτη εβδομάδα), Δαναός (δεύτερη εβδομάδα), Αστορ, Αστυ και στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και το Instagram.