Φεστιβάλ / Βραβεία

Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Τέταρτη με φωνές που αντηχούν

στα 10

Από τη σιωπή της Γάζας μέχρι τους απόηχους μιας γερμανικής φάρμας, η τέταρτη μέρα του φεστιβάλ φέρνει ένα σινεμά που μιλά με τις φωνές άλλων.

Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Τέταρτη με φωνές που αντηχούν
Στιγμιότυπο από την προβολή της «Φωνής της Χιντ Ράτζαμπ»

Η τέταρτη μέρα των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας διαμορφώνει έναν καμβά γεμάτο αντιθέσεις και ένταση, όπου οι αφηγήσεις συναντούν την κοινωνική ματιά και τον κινηματογραφικό πειραματισμό. Στην καρδιά του προγράμματος ξεχωρίζει το δραματικό «Ο Ηχος της Πτώσης», μια ταινία που υφαίνει μοτίβα μνήμης και διαπλοκής των γενεών μέσα από το τοπίο μιας γερμανικής φάρμας. Παράλληλα, η ταινία «Η Φωνή της Χιντ Ράτζαμπ» εισχωρεί βίαια στα πραγματικά γεγονότα της Γάζας, αποτυπώνοντας την κραυγή μιας μικρής κοπέλας παγιδευμένης στο χάος.

Στην προβολή της ταινίας που ήρθε από την Βενετία με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, προκαλώντας συζητήσεις για το αν έπρεπε δικαιωματικά να κερδίσει το Χρυσό Λέοντα, η αναφορά στην Παλαιστίνη έγινε μια δυνατή φωνή.

Η μυθοπλασία συνδιαλέγεται με την πραγματικότητα στην «Reedland», μια ταινία που προκαλεί τον θεατή να αναρωτηθεί για τα όρια της ταυτότητας και της ελευθερίας, ενώ το ντοκιμαντέρ «Ultras» ρίχνει φως στους παλμούς της αφοσίωσης και του οπαδισμού στον κόσμο του ποδοσφαίρου.

Αυτή η μέρα, λοιπόν, μετατρέπεται σε μικρό σύμπαν θεαμάτων όπου η κινηματογραφική συνείδηση δοκιμάζεται και το κοινό καλείται να βιώσει τις εντάσεις με ανοικτή ματιά.

νύχτες

Περισσότερες Νύχτες Πρεμιέρας 2025:

ultras

«Ούλτρας (Ultras)» της Ρανχίλντ Εκνερ

Η σουηδή σκηνοθέτιδα Ρανχίλντ Εκνερ επιχειρεί με το «Ultras» να εισχωρήσει σε έναν κόσμο γεμάτο αντιφάσεις, αυτόν των φανατικών οπαδών. Μέσα από τον φακό της, οι εξέδρες μετατρέπονται σε σκηνή, οι καπνογόνες λάμψεις γίνονται ποιητικές πινελιές και το πλήθος αποκτά ρυθμό, φωνή και σώμα. Η Εκνερ δεν επιδιώκει να εξηγήσει ή να κατηγορήσει, απλώς παρατηρεί, αποτυπώνει και αφήνει το συναίσθημα να μιλήσει πρώτο.

Η σκηνοθεσία της χαρακτηρίζεται από μια οπτική με εικόνες από τα γήπεδα, αποτυπώνουν την ένταση, τη συλλογικότητα και την εκρηκτική ενέργεια των ultras. Σε πολλά σημεία, η κάμερα βυθίζεται κυριολεκτικά στο πλήθος, προσφέροντας μια εμπειρία σχεδόν σωματική. Ωστόσο, αυτή η επιλογή συχνά λειτουργεί εις βάρος της αφήγησης με την Εκνερ να μένει στην επιφάνεια των συναισθημάτων χωρίς να εμβαθύνει στις πιο σκοτεινές πτυχές του φαινομένου.

Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει τον οπαδισμό ως μορφή αντίστασης, ως ανάγκη ανήκειν σε μια κοινότητα που υπερβαίνει τα κοινωνικά όρια. Μιλά για τη μοναξιά, την αποξένωση και τη δύναμη της συλλογικότητας μέσα από το πάθος του γηπέδου. Ομως, αποφεύγει να αγγίξει ουσιαστικά τις πιο προβληματικές εκφάνσεις της κουλτούρας των ultras τη βία, τον ρατσισμό, τον αποκλεισμό. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία οπτικά ενδιαφέρουσα, αλλά ιδεολογικά διστακτική.

Το «Ultras» είναι ένα έργο που σίγουρα μεταφέρει το πάθος του θέματος, αλλά μοιάζει να χάνεται μέσα στον ίδιο του τον ενθουσιασμό. Οπως μια σημαία που ανεμίζει με δύναμη, αλλά δεν έχει πια κατεύθυνση, η ταινία της Εκνερ εντυπωσιάζει στιγμιαία χωρίς να αφήνει το αποτύπωμα που θα μπορούσε.

Χρήστος Μπακατσέλος

Sound of Falling

«Ο Ηχος της Πτώσης (Sound of Falling/In Die Sonne Schauen)» της Μάσα Σιλίνσκι

Σε όποια γλώσσα κι αν αναφερθείς στον τίτλο της νέας, δεύτερης μόλις, ταινίας της Γερμανίδας Μάσα Σιλίνσκι, οι αντιστοιχίες παραμένουν αποκλειστικά συμβολικές και διαρκώς εν αποκρυπτογράφηση, όπως με κάποιον τρόπο και ολόκληρο το οικοδόμημα της που διασχίζει, όχι γραμμικά, τέσσερις γενιές γυναικών που μεγαλώνουν, ζουν και πεθαίνουν (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά) στο ίδιο αγροτόσπιτο στην γερμανική επαρχία από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα.

Ο αγγλικός τίτλος «Sound of Falling» - υπάρχουν πολλοι ήχοι στην ταινία, όπως και πολλές πτώσεις - ίσως κρύβει αυτή τη γενική ιδέα του οικοδομήματος της Σιλίνσκι. Σαν ένα φρέσκο φτιαγμένο από εικόνες, ήχους, μνήμες, λεπτομέρειες, (ιστορικές) επαναλήψεις και αισθήσεις (προσοχή: όχι συναισθήσεις), το παλίμψηστο που επιχειρείται εδώ μοιάζει με αυτό που τολμηρά θα μπορούσε κανείς να περιγράψει ως κινηματογραφική ανασύσταση των home movies που κάποιος βρήκε - ή θα βρει στο μέλλον - σε ένα σπίτι που ακίνητο (αν και όχι άφθαρτο) φιλοξένησε στα δωμάτιά του σειρά ανθρώπων, άλλοτε εν γνώσει των προηγούμένων (και των επόμενων) ενοίκων, άλλοτε εν πλήρη άγνοια για την ειρωνική και τελικά αναπόφευκτη α-συνέχεια της ανθρώπινης ζωής.

Τέσσερις γυναίκες κρατούν τους «πρωταγωνιστικούς» ρόλους σε ένα πολυπληθές ensemble οικογενειών και γενεών. Στην πρώτη ιστορία που θα ολοκληρωθεί με την αρχή του A' Παγκοσμίου Πολέμου, η μικρή ξανθιά Aλμα θα αφηγηθεί τα πιο κρίσιμα γεγονότα που την έκαναν να δει θανάτους, ακρωτηριασμούς, μέχρι και φαντάσματα σε μια εναλλαγή παιχνιδιού και αυστηρότητας. Χρόνια μετά η κόρη της Aλμα, Ερικα θα πάθει εμμονή με το κομμένο πόδι του θείου της, περπατώντας με πατερίτσες για να προσομοιώσει την (και σεξουαλική) εμπειρία. Στη δεκαετία του ’80, η ανηψιά της Ερικα, Αντζέλικα, βρίσκεται στη μέση των παρενοχλήσεων του θείου της και του ξαδέρφου της και στην πιο σύγχρονη ιστορία, που δεν αντιλαμβάνεσαι τη «συγγενική» σύνδεση με τις προηγούμενες, η έφηβη κόρη της οικογένειας που κατοικεί στο σπίτι καλεί μια καινούρια φίλη να μείνει για λίγο μαζί τους.

Συνδετικοί κρίκοι σε μια αφήγηση που θα αρχίσει να πηγαίνει μπρος πίσω στις τέσσερις αυτές εποχές, να σπάει τον τέταρτο τοίχο (με το βλέμμα των κοριτσιών να στρέφεται προς τον θεατή πάντα σε ένα κομβικό σημείο και υπό τον στατικό ήχο μιας βελόνας που συνεχίζει να ακούγεται σε ένα δίσκο που έχει τελειώσει) και να εναλλάσσεται διαρκώς ανάμεσα στην φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά της ζωής θα είναι το σπίτι που ενώνει όλες τις ηρωίδες και όσους τις περιτριγυρίζουν και το τραύμα που μοιάζει να βρίσκεται «χτισμένο» από γενιά σε γενιά σε κάθε υλικό του σπιτιού, έτοιμο να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή, σε κάθε εποχή.

Τραύμα που αποτελείται από (σαν) γοτθικές ιστορίες για παρθενορραφές, κωφές μητέρες, μητέρες που δεν γελούν ούτε με τα πιο πετυχημένα αστεία, δολοφονικές απόπειρες που δικαιολογούνται ως «εργατικά ατυχήματα», σεξουαλικές παρενοχλήσεις, μικρές, μεγάλες και μεγαλύτερες στιγμές επιθυμίας, ηδονής, πόνου και Ιστορικής (εδώ και με κεφαλαίο γιώτα) αναλγησίας - είτε αυτές είναι η διχοτομημένη Γερμανία ή η βαριά σκιά της ενοχής ενός ολόκληρου έθνους για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Με κινηματογραφικές αναφορές την υπερβολικά ρέουσα κινηματογράφηση αλλά και τον πομπώδη λόγο του Τέρενς Μάλικ (της δεύτερης περιόδου και ειδικά του «Δέντρου της Ζωής») και εικονογράφηση που φέρνει εικόνες από Ντράγιερ μέχρι Χάνεκε αλλά και πιθανές αμέτρητες παραπομπές στο μεγάλο βιβλίο της ιστορίας της Τέχνης, το φιλμ της Σιλίνσκι, αναπνέει μέσα στο τετράγωνο κάδρο του και την αψεγάδιαστη εικαστική του κατασκευή το μήνυμα του χρόνου που περνάει και φτιάχνει ξανά και ξανά με μικρές ιστορίες τη μεγάλη Ιστορία.

Στις βινιέτες που αποτελούν το ξεφύλλισμα αυτού του βιβλίου δεν υπάρχει συναίσθημα, αλλά μόνο αίσθηση, όπως δεν υπάρχει δράμα αλλά μόνο κατάσταση. Οπως υπάρχει τελικά περισσότερο λογοτεχνία και από σινεμά, με πολλαπλά voice over που ντύνουν τις επαναλαμβανόμενες σκηνές. Είναι μόνο η αντίθεση ανάμεσα στις εποχές που τελικά θα μπορούσαν να είναι και μία και μια διαρκής διανοητική αναζήτηση για το νήμα που ενώνει διαχρονικά τους ανθρώπους, οι δύο πόλοι που δίνουν το στίγμα σε μια ταινία στα όρια του πειραματικού, ποιητική, τολμηρά γοητευτική που δεν χαρίζεται στους κανόνες της αφήγησης και δείχνει ταλέντο, πείσμα και άποψη από την 40χρονη δημιουργό του, αλλά βάζει τον θεατή μάρτυρα μιας κατασκευής που οδηγείται πολλές φορές σε ατελέσφορες διαδρομές ακόμη και όταν δεν σταματάει να παίζει με τα λεπτά όρια της ζωής και του θανάτου ή, καλύτερα, του ορατού και του αόρατου.

Μετά από πολλούς κύκλους που ολοκληρώνουν τα 149 λεπτά που διαρκεί το φιλμ, η ακροτελεύτια σκηνή στο φινάλε έρχεται να δικαιώσει τον αυθεντικό και πιο εύστοχο γερμανικό τίτλο («In die Sonne schauen») που μεταφράζεται ως «Κοιτάζοντας τον Ηλιο» - μια αίσθηση ανάτασης, που ελαφραίνει τη βαριά κληρονομιά που φέρει πάνω της η ταινία της Σιλίνσκι και ως στιλ και ως Ιστορία για το παρελθόν και τις χαραμάδες που βρίσκει πάντα (για καλό και για κακό) ορίζοντας τελικά παρόν, μέλλον, ίσως και ένα παράλληλο με το δικό μας σύμπαν.

Μανώλης Κρανάκης

The Voice of Hind Rajab

«Η Φωνή της Χιντ Ράτζαμπ (The Voice of Hind Rajab») της Κάουτερ Μπεν Χάνια

Στις 29 Ιανουαρίου του 2024 ένα 6χρονο κοριτσάκι, η Χιντ Ράτζαμπ, τηλεφωνεί στο διασωστικό κέντρο του Παλαιστινιακού Ερυθρού Στρατού. Λίγες ώρες πριν, οι Ισραηλινοί είχαν διατάξει την εκκένωση της γειτονιάς της. Οσο όμως το κομβόι των προσφύγων διέφευγε, ο στρατός άνοιξε πυρά. Το αυτοκίνητο του θείου της Χιντ δέχθηκε 335 σφαίρες. Εκείνη όμως σώθηκε, σκεπασμένη από τα 6 πτώματα της οικογένειάς της. Κι εκλιπαρούσε για βοήθεια. Ομως υπάρχει διαδικασία, γραφειοκρατία, εγκρίσεις που πρέπει να υπογραφούν από ανώτερους, ΟΗΕ, Αμερικανούς. Και τέλος, από τους ίδιους τους Ισραηλινούς - ώστε να εγγυηθούν ότι θα επιτρέψουν στο ασθενοφόρο να πλησιάσει με ασφάλεια. Θα την προλάβουν ζωντανή;

Η Μπεν Χάνια δεν επιλέγει τυχαία αυτό τον τίτλο. Εχοντας στη διάθεσή της τα ηχογραφημένα μαραθώνια τηλεφωνήματα, όπου οι ειδικευμένοι διασώστες προσπαθούν να κρατήσουν το ηθικό του κοριτσιού υψηλό, να την παρηγορήσουν και να τη διαβεβαιώσουν ότι θα έρθουν να τη σώσουν, έχει ένα εξαιρετικά δυνατό πρώτο υλικό στα χέρια της. Και το χρησιμοποιεί. Η φωνή που ακούμε είναι η πραγματική φωνή της Χιντ Ράτζαμπ. Και μόνο αυτό επιτίθεται στο στομάχι του θεατή, σε ανακατεύει, σε διαλύει.

Καθώς τα γυρίσματα δεν μπορούσαν να γίνουν στη Γάζα, η ομάδα του σκηνογράφου Μπεσέμ Μαρζούκ ξαναχτίζει σε στούντιο της Τυνησίας την ακριβή ρέπλικα των γραφείων του κέντρου διάσωσης, οι ενδυματολόγοι κοπιάρουν τα ρούχα, οι casting directors βρίσκουν Παλαιστίνιους ηθοποιούς που θα μελετήσουν τις φωνές και τα γεγονότα και θα μάς δώσουν μία ανατριχιαστική αναπαράσταση της επιχείρησης.

Θέλοντας να ενισχύσει ότι το θρίλερ που παρακολουθούμε είναι τρομακτικό γιατί συνέβη στ' αλήθεια, η Μπεν Χάνια βρίσκει τρόπους να εισάγει το αυθεντικό, ντοκιμαντερίστικο υλικό ανάμεσα στα δραματοποιημένα κάδρα της. Οι ηθοποιοί σταματούν να μιλάνε, και ακούμε τη συνέχεια των διαλόγων από τους αυθεντικούς διασώστες. Ενα βίντεο σε κινητό τηλέφωνο μάς δείχνει (σαν μία φλοίδα ζωής, μέσα στην ταινία) τα παράλληλα πλάνα της πραγματικής κοινωνικής λειτουργού και της ηθοποιού που την ερμηνεύει. Αντίποδας σε όλα τα κινηματογραφικά κόλπα, η παιδική φωνή που δεν χρειάζεται κανένα σενάριο. Αθωότητα και τρόμος και απορία στην ίδια κραυγή.

Η αυστηρή κινηματογραφική μας γνώμη είναι πώς η σκηνοθέτης έπρεπε να εμπιστευτεί το υλικό της και να μην υπογραμμίσει το μελόδραμα. Συνεχή κοντινά στα δακρυσμένα πρόσωπα, διάλογοι που επαναλαμβάνουν το μήνυμα, υπερβολικές μανιέρες των ηθοποιών - τίποτα από όλα αυτά δεν χρειαζόταν η ταινία. Ομως η Μπεν Χάνια («Τέσσερις Κόρες») είναι γνωστή για τους over-the-top χειρισμούς της, δεν έχει μέτρο όταν θέλει να εκβιάσει συναίσθημα. Δεν παίζει καθαρά.

Θα προτιμούσαμε μία πιο δυναμική, μελετημένη σκηνοθεσία που δεν γλιστρά στην παγίδα της πομπώδους αμετροέπειας; Σίγουρα. Ο «Ενοχος» του Γκούσταβ Μέλερ, έρχεται στο μυαλό ως masterclass του πώς να δημιουργήσει κανείς μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα σ' ένα δωμάτιο, με ένα τηλέφωνο. Μήπως όμως δεν είναι ώρα για κινηματογραφικό μέτρο και σεναριακές ισορροπίες, όταν το κοινό της ταινίας είναι ο ίδιος δυτικός κόσμος που χώνει το κεφάλι του στην άμμο με τη γενοκτονία της Γάζας να συμβαίνει, τώρα, δίπλα μας; Αναμφισβήτητα. Μήπως χρειάζεται μία Μπεν Χάνια για να ξυπνήσει, έστω πονηρά και χειριστικά, τη συλλογική συνείδηση από το βολικό της λήθαργο; Από ό,τι φαίνεται από την ταινια, μάλλον ναι.

Πόλυ Λυκούργου

reedland

«Reedland/Rietland» του Σβεν Μπρέσερ

O Γιόχαν ζει μόνος του στην βόρεια επαρχία της Ολλανδίας μαζεύοντας καλάμια στην έκταση που του ανήκει δίπλα στο ποτάμι. Μια μέρα θα βρει το πτώμα ενός νεκρού κοριτσιού και αυτή θα είναι η αφορμή που ανεπαίσθητα αλλά καθοριστικά θα αλλάξει τη σχέση του με την την εγγονή του την οποία προσέχει, τον ίδιο του τον εαυτό. Θα ξεκινήσει μόνος του να ερευνά τα ίχνη του δολοφόνου, στρέφοντας ωστόσο τη συλλογική ενοχή όχι μόνο στην ίδια την κοινότητά του, αλλά και σε βάθος ιστορικού χρόνου, καθώς το «κακό» μοιάζει να βρίσκεται εδώ και χρόνια κάτω από τη φαινομενική ρουτίνα μιας μικροκοινωνίας. Με υπνωτιστικό ρυθμό, φωτογραφία και σχεδιασμό ήχου που αγγίζουν τις περιοχές του θρίλερ και μια ερημιά που απλώνεται στην οθόνη και φτάνει (για καλό και για κακό) μέχρι και τον θεατή, το ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Σβεν Μπρέσερ που έκανε πρεμίερα στην Εβδομάδα Κριτικής σε οδηγεί μέσα στις ατραπούς ενός ιδιότυπου αστυνομικού φιλμ, που δεν κορυφώνεται ποτέ, παραμένοντας πεισματικά μια σπουδή πάνω στο χρόνο, την εσωτερική αναζήτησή και την αχανή ανθρώπινη… φύση.

Μανώλης Κρανάκης

Το 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας διεξάγεται φέτος από την 1η έως και τις 12 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους Cinobo Οπερα, Αστορ, Αστυ, Δαναός και στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και το Instagram.

νύχτες πρεμιέρας