Με αφετηρία τη «Σταχτοπούτα» που σκηνοθέτησε ο Κένεθ Μπράνα το 2015, μέχρι και την πρόσφατη «Χιονάτη» του Μαρκ Γουέμπ, φέτος η Disney συμπληρώνει αισίως μία δεκαετία επαναδημιουργίας (κλασικών) κινουμένων σχεδίων που μας έχει χαρίσει το στούντιο από την απαρχή του, υπό τη live action μορφή τους. Αυτό που ξεκίνησε ως πείραμα, δεν άργησε να μετεξελιχθεί σε κυρίαρχη εμπορική στρατηγική της εταιρίας, η οποία σταθερά αποτελεί πεδίο διχασμού του κοινού. Παρ' όλ' αυτά, όσο κι αν φαίνεται να ενοχλείται το τελευταίο από την εμφανή εμπορευματοποίηση της νοσταλγίας που αποφέρουν ταινίες οι οποίες ταυτίστηκαν με την παιδική ηλικία εκατομμυρίων θεατών ανά τον κόσμο, άλλο τόσο τη δικαιώνει εισπρακτικά, συμβάλλοντας στη συντήρηση - και εντέλει τον κορεσμό - του φαινομένου.

Και κάπως έτσι, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ένα revisit δύναται ακόμη και να αναζωογονήσει τη μυθολογία ορισμένων χαρακτήρων, δίνοντας νέα πνοή σε αυτή (βλ. «Maleficent»), συγχρόνως δεν παύουν να υπάρχουν και τα φιλμ που βρίσκονται στον αντίποδα, τα οποία ενώ εξ ορισμού δεν είχαν καμία ανάγκη για ένα τέτοιου είδους ριμέικ, κατέληξαν να αποκτούν παραπάνω από μία live action μεταφορά (με τρανό παράδειγμα τον «Βασιλιά των Λιονταριών» και το πρόσφατο «Μουφάσα» που σκηνοθέτησε ο Μπάρι Τζένκινς).

Ωστόσο, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ανεξαρτήτως αβάσιμου λόγου ύπαρξης, κάθε φορά που ανακοινώνεται μία ακόμη live action μεταφορά, η αρχική ενόχληση δεν αργεί να δώσει τη θέση της σε ένα σχετικό hype που συνοδεύει το άκουσμα των νέων. Είμαστε έρμαια της απροκάλυπτης διάθεσης του στούντιο για εκμετάλλευση των αγαπημένων μας αναμνήσεων που συνδέονται με αυτό; Σίγουρα ναι. Είμαστε συλλογικά διατεθειμένοι ως κοινό να αγνοήσουμε την παραπάνω διάσταση προκειμένου να έρθουμε σε επαφή με κομμάτια του εαυτού μας που μας κάνουν να αναπολούμε την απλότητα της παιδικής μας ηλικίας; Η ιστορία έχει αποδείξει πως είμαστε.

Η live action εκδοχή του «Λίλο και Στιτς» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω τάσης (μας). Το ότι η αρχική ταινία μας εισήγαγε σε ένα από τα πιο εξωφρενικά και ταυτόχρονα ιδιοφυή franchises που σημάδεψαν την παιδική ηλικία των Millenials, αλλά και των Gen Z θεατών είναι γεγονός. Χρειαζόταν όμως πράγματι το ριμέικ που αποφάσισε η Disney να μας προσφέρει; Αρκεί να ανατρέξουμε στη φύση της αρχικής ιστορίας για αντιληφθούμε πως όχι. Διότι μάλλον το χρονικό της ιδιότυπης φιλίας ενός 6χρονου κοριτσιού από τη Χαβάη και του αξιαγάπητου εξωγήινου πλάσματος που έρχεται κυριολεκτικά από το πουθενά στη ζωή της, ήταν ήδη αυτάρκες αφηγηματικά και καλλιτεχνικά στην animated μορφή του. Κι όμως. Η διάθεση να αγκαλιάσουμε το νέο ριμέικ υπήρχε, σταθερά υπό το πρίσμα της νοσταλγίας. Ακριβώς σε αυτήν έγκειται και η απογοήτευση που προκύπτει από τη θέασή του.

Ο Ντιν Φλάισερ Καμπ (δημιουργός της - υπέροχης - πρώτης παιδικής ταινίας του Στούντιο A24, «Marcel the Shell with Shoes On»), στο πρώτο live action φιλμ της καριέρας του, περιορίζεται στην αμιγώς διεκπεραιωτική διάσταση της ιδιότητάς του, κάνοντας αντιληπτό ότι το όλο εγχείρημα αποτελεί προϊόν ανάθεσης του στούντιο, με ελάχιστα έως μηδενικά ψήγματα προσωπικού τόνου. Ωστόσο, παρά τη βαρύτητα που φέρει από μόνο του κάτι τέτοιο, το θεμελιώδες πρόβλημα της ταινίας είναι η ίδια της η κατεύθυνση. Αυτό που μας συστήθηκε το 2002 ως ένα σύμπαν που απευθύνεται σε θεατές ανεξαρτήτως ηλικίας, μετατρέπεται σε ένα live action κακέκτυπο που προορίζεται για κατανάλωση από αισθητά μικρότερο ηλικιακά κοινό, λειτουργώντας παράλληλα ως μία ακόμη αδιάφορη (μελλοντική) προσθήκη στην πλατφόρμα του Disney+.

Στο νέο ριμέικ η μαγεία της αλλόκοτης δημιουργικής σύλληψης της ορίτζιναλ ταινίας, δίνει τη θέση της σε κάτι το απροσδιόριστα φτωχό, οι μόνες αξιοσημείωτες στιγμές του οποίου περιορίζονται στις απευθείας αναφορές στο animated φιλμ. Κι αν κάτι μας υπενθυμίζει το παραπάνω είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα κινούμενα σχέδια δεν αποτελούν απλώς μία επιλογή. Ενίοτε, είναι απόλυτα συνυφασμένα με τον (αφηγηματικό) πυρήνα μίας ιδέας, γεγονός που οφείλουμε να σεβόμαστε δημιουργικά, αναγνωρίζοντας τη σημασία και τη δυναμική του μέσου, κάτι που η Disney επέλεξε συνειδητά να αγνοήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και είναι κρίμα.

Υ.Γ.: Δεν φταίει το γεγονός ότι μεγαλώσαμε. Φταίει η άψυχη διαχείριση της ταινίας.