Υπήρχε μια εποχή όπου η Disney δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα με σίκουελ των πετυχημένων ταινιών της και το μόνο που έκανε ήταν να τα κυκλοφορήσει κατευθείαν στο βίντεο για οικιακή και μόνο κατανάλωση. Οπως έκανε εξάλλου και με τον «Βασιλιά των Λιονταριών» που το σίκουελ του, «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών II: Το Βασίλειο του Σίμπα», κυκλοφόρησε τέσσερα χρόνια αργότερα σε DVD.
Αλλά οι καιροί αλλάζουν, η Disney βγάζει τα σίκουελ το ένα μετά το άλλο, επανακυκλοφορεί τις κλασικές ταινίες της ως live action, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, οπότε, γιατί όχι, να που κυκλοφορεί και μια συνέχεια για μια από αυτές. Ετσι το, μέσα σε πολλά εισαγωγικά, «live action», του «Βασιλιά των Λιονταριών» αποκτά το δικό του prequel/sequel, με τίτλο «Μουφάσα: Ο Βασιλιάς των Λιονταριών», και δείχνει για άλλη μια φορά πως, ούτε με τον Μπάρι Τζέκινς στη σκηνοθεσία, μια τέτοια αδιάφορη ταινία δεν έχει τον δυνατό βρυχηθμό για να σταθεί γερά στα πόδια της.
Μέσα από αναδρομές στο παρελθόν, συναντάμε τον θρυλικό Μουφάσα όταν ήταν ένα ορφανό λιονταράκι, χαμένο και μόνο, μέχρι που συνάντησε ένα καλόκαρδο λιοντάρι με το όνομα Τάκα, τον διάδοχο μιας βασιλικής οικογένειας. Αυτή η τυχαία συνάντηση είναι η αφορμή για να ξεκινήσει ένα μεγάλο ταξίδι με συνοδοιπόρους μία παρέα απόκληρων που αναζητούν το πεπρωμένο τους. Οι δεσμοί τους θα δοκιμαστούν καθώς προσπαθούν να συνεργαστούν για να ξεφύγουν από έναν επικίνδυνο και θανάσιμο εχθρό.
Ο Τζένκινς, γνωστός για τη βραβευμένη ταινία «Moonlight», φέρνει τη δική του μοναδική σκηνοθετική ματιά σε αυτό το prequel. Γνωστός για την ανθρωποκεντρική του προσέγγιση στις ιστορίες του, ο Τζένκινς προσπαθεί να κάνει κάτι παρόμοιο κι εδώ παρόλο που το καστ αποτελείται από ζώα. Με τη χρήση της φωτορεαλιστικής τεχνολογίας, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακά αληθοφανές περιβάλλον, με τις αφρικανικές σαβάνες να ζωντανεύουν με μαγευτική λεπτομέρεια. Αλλά παρά την τεχνολογική αρτιότητα, αυτή η φωτορεαλιστική προσέγγιση, περιορίζει την εκφραστικότητα των χαρακτήρων, μειώνοντας την συναισθηματική της βαρύτητα. Τουλάχιστον οι ηθοποιοί, από τον Ααρον Πιερ και τον Κέλβιν Χάρισον Τζούνιορ μέχρι την Τίφανι Μπουν και τον Μαντς Μίκελσεν (σε έναν ακόμα ρόλο κακού, τον οποίο εκείνος, κι εμείς, φαίνεται να τον απολαμβάνει) κάνουν το καλύτερο που μπορούν για να δώσουν στους χαρακτήρες τους μια ανθρώπινη «φωνή».
Ο Τζένκινς προσπαθεί να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο, εστιάζοντας στις λεπτές κινήσεις και τις φωνητικές ερμηνείες, αλλά η συναισθηματική σύνδεση με το κοινό παραμένει περιορισμένη σε σύγκριση με την κλασική animation αισθητική, κάτι που, για να προσπαθήσει να το πετύχει, επικεντρώνεται στη νοσταλγία και στην αναφορά στιγμών και χαρακτήρων από την πρώτη ταινία. Δυστυχώς, για άλλη μια φορά, σε κάνει να λαχταράς για μια πιο τολμηρή, πιο έντεχνη προσέγγιση, ειδικά από έναν σκηνοθέτη όπως ο Τζένκινς.
Σε αυτό δεν βοηθάει και η μουσική, κυρίως τα νέα τραγούδια του Λιν-Μάνουελ Μιράντα. Τραγούδια όπως το «I Always Wanted a Brother» και το τραγούδι του κακού «Bye Bye», μοιάζουν αδιάφορα, άνευρα, αχρείαστα σχεδόν, σε ένα franchise που μας χάρισε εμβληματικά τραγούδια, όπως τα «Circle of Life», «Be Prepared» και «Can You Feel the Love Tonight». Δεν έχουν καν την συναισθηματική δύναμη που χαρακτήριζε το πρωτότυπο soundtrack του Ελτον Τζον και του Τιμ Ράις και αυτό είναι ένα αβάσταχτο βάρος που δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί.
Τουλάχιστον το σενάριο, ο λόγος που ο Τζένκινς αποφάσισε να πει το ναι για να σκηνοθετήσει (αρχικά είχε απορρίψει την ιδέα να κάνει την ταινία και μόνο όταν διάβασε το σενάριο συμφώνησε να τη γυρίσει), είναι αρκετά ενδιαφέρον. Κεντρικό μήνυμα η δύναμη της επιμονής και της πίστης στις αξίες, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, με το μοτίβο του «κύκλου της ζωής» να παραμένει κυρίαρχο, καθώς ο Μουφάσα μαθαίνει να ισορροπεί ανάμεσα στην ευθύνη και τη φιλοδοξία. Η σχέση του με τον Τάκα (μελλοντικό Σκαρ) φωτίζει τον ανταγωνισμό και την προδοσία, δίνοντας νέα διάσταση στον χαρακτήρα του Τάκα, που δεν παρουσιάζεται απλώς ως «κακός», αλλά ως ένας σύνθετος χαρακτήρας με βαθύτερα κίνητρα. Ομως ελάχιστα από αυτά τα μηνύματα καταφέρνουν να βγουν αλώβητα μέσα από το σκληρό περίβλημα του CGI.
Κι αυτό είναι που κάνει το «Μουφάσα: Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» να δείχνει τελικά αδιάφορο. Γιατί μπορεί να είναι εντυπωσιακά οπτικά, και να βασιλεύει ακόμα και πιο πέρα από το ότι αγγίζει το CGI φως, αλλά παρόλα αυτά δεν είναι ο Βασιλιάς ούτε των σίκουελ αλλά ούτε των «live action» ταινιών της Disney.