Pop Quiz: Θυμάστε τη σεκάνς στο «(500) Μέρες με τη Σάμερ», όπου όλο το σύμπαν της ταινίας μετατρέπεται προσωρινά σε μιούζικαλ και ο Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ τραγουδά εξωφρενικά κεφάτος το «You Make My Dreams (Come True)» των Hall & Oates; Αν ναι, τότε ίσως μπορείτε να ανακαλέσετε στη μνήμη σας και το χαρακτηριστικό καρτουνίστικο γαλάζιο πουλάκι που κάνει την εμφάνισή του στο τέλος της σκηνής, το πέρασμα του οποίου έχει ως στόχο να υπογραμμίσει το μέγεθος (και τη γελοιότητα ακόμη, ακόμη) της χαράς που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής.

Από πού προέρχεται αυτή η αναφορά και ποια η σημασία της στην ποπ κουλτούρα; Α) Φυσικά από τη «Χιονάτη και τους Επτά Νάνους», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney. B) Τα ζωάκια τα οποία καλεί η Χιονάτη τραγουδώντας, χαράχτηκαν για πάντα στο συλλογικό ασυνείδητο και μετατράπηκαν, μεταξύ άλλων, σε σύμβολο της αβάσταχτης ελαφρότητας που διέπει τις ταινίες της εταιρίας, το οποίο έμελλε να ενσωματωθεί μετα-ειρωνικά σε άπειρα καλλιτεχνικά εγχειρήματα ανά τα χρόνια, βρίσκοντας τον δρόμο του μέχρι και το «(500) Μέρες με τη Σάμερ».

Αυτό όμως που μας απασχολεί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι απαραίτητα η καυστική χρήση του συμβόλου, αλλά η παντοδυναμία του. Πόσες εταιρίες / δημιουργοί έχουν καταφέρει να καθιερωθούν σε βαθμό που το κοινό βλέποντας ένα σημείο αναφοράς που παραπέμπει στο ευρύτερο σύμπαν τους (βλέπε μικρό γαλάζιο πουλάκι που κάθεται στο χέρι ενός τύπου, ο οποίος νιώθει τόσο care-free που το ρίχνει στο τραγούδι), το ταυτίζει απευθείας με τη Χιονάτη; Κι αν όχι άμεσα με τη Χιονάτη, με τη γενικότερη αίσθηση που αποπνέουν οι ταινίες της Disney. Στο κάτω - κάτω της γραφής, δεν χρειάζεται καν να ανατρέξουμε στο συγκεκριμένο πουλάκι προκειμένου να διαπιστώσουμε το βεληνεκές της δυναμικής της κλασικής animated ταινίας του 1937, καθώς τo ίδιο το όνομα της ηρωίδας έχει συνδεθεί απόλυτα με τη φιγούρα που μας σύστησε η εταιρία, σχεδόν 90 (!) χρόνια πριν. Κι ας έχουμε δει από τότε πολλαπλές κινηματογραφικές (και όχι μόνο) εκδοχές της.

Και κάπως έτσι – πώς τα φέρνει η ζωή – 16 χρόνια μετά τo «(500) Μέρες με τη Σάμερ», η Disney αναθέτει στον Μαρκ Γουεμπ να σκηνοθετήσει το live action reboot της Χιονάτης, αφήνοντας πίσω του τη μέτα χρήση του συμβόλου και αναλαμβάνοντας να ζωντανέψει εκ νέου τη μυθική διάσταση της ορίτζιναλ ταινίας κινουμένων σχεδίων, ενισχύοντάς την ακόμη περισσότερο.

Εμπειρος όσον αφορά τη σκηνοθεσία εμπορικών blockbusters, πέρα από τις indie καταβολές του (δύο εκ των τριών ταινιών του franchise του «The Amazing Spiderman» φέρουν την υπογραφή του), ο Γουέμπ ακολουθεί πιστά τη συνταγή των live action εκδοχών των εμβληματικών ταινιών της Disney που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, διατηρώντας όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους: Μικρές αποκλίσεις από την οπτική ταυτότητα των ορίτζιναλ σχεδίων, αμιδρό σεναριακό twist, το οποίο αποσκοπεί στη διάνθηση της αρχικής πλοκής, νέα τραγούδια που μας συστήνουν την οπτική ηρώων που δεν είχαν την ευκαιρία να ακουστούν (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στις πρωτότυπες ταινίες κ.ο.κ.

Στην τρέχουσα εκδοχή η διαφορά με την αυθεντική ταινία έγκειται κυρίως στα θεμέλια του χαρακτήρα της Χιονάτης, η οποία σπάει το καλούπι της άβουλης, χαριτωμένης δεσποσύνης σε κίνδυνο, διατηρώντας ωστόσο τη χαρακτηριστική καλοσύνη και τη γλυκύτητά της. Η ιστορία της στην ταινία του Γουέμπ αποκτά τη διάσταση ενός ιδιότυπου παραμυθένιου coming-of-age, κατά τη διάρκεια του οποίου η πρωταγωνίστρια προσπαθεί σιγά-σιγά να βρει τη φωνή της και να εδραιώσει την παρουσία της με θάρρος, παίρνοντας και πάλι στα χέρια της τη διοίκηση του Βασιλείου που της έχει στερήσει η κακιά μητριά της, με στόχο να επαναφέρει την ευημερία των κατοίκων, κυβερνώντας βάσει των αξιών που της δίδαξαν οι γονείς της στην αρχή της ταινίας.

Πρίγκιπας δεν υπάρχει. Αντ’ αυτού, θα γνωρίσει τον ιδεολόγο αρχηγό μίας συμμορίας ληστών, ο οποίος είναι και αυτός που – κόντρα στα προγνωστικά, ένεκα της κυρίαρχης τάσης για προσκόλληση σε μία ποπ φεμινιστική θεώρηση περί γυναικείου δυναμισμού, η οποία στην πραγματικότητα έχει εξόφθαλμα κούφιες, δευτεροκυματικές βάσεις – θα της δώσει και το φιλί που θα την επαναφέρει στη ζωή, σώζοντάς τη από το δηλητηριασμένο μήλο.

Κατά τ’ άλλα δεν υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στην ιστορία, γεγονός που μάλλον λειτουργεί υπέρ του συνόλου, καθώς ζητούμενο της ταινίας είναι η μέγιστη δυνατή αναζωπύρωση της νοσταλγίας για το αρχικό φιλμ τόσο καλλιτεχνικά, όσο και εμπορικά (γιατί δεν είναι δυνατόν να αγνοήσουμε το γεγονός ότι όλη η ύπαρξη της ταινίας βασίζεται επί το πλείστον στο exploitation των απανταχού ενηλίκων που όλα αυτά τα χρόνια έχουν συνδέσει την παιδική τους ηλικία – και – με τα πρώιμα καρτούν της εταιρίας). Ωστόσο, πρωτότυπες σκηνές οι οποίες είχαν όλα τα φόντα να αξιοποιηθούν δημιουργικά ανεβάζοντας αυτόματα – κατά πολύ – το συνολικό αποτέλεσμα (π.χ. η εφιαλτική σεκάνς στην οποία η Χιονάτη τρέχει στο δάσος) αντιμετωπίζονται με σκηνοθετική αδιαφορία, εντείνοντας την αίσθηση ότι αρκετές από τις επιλογές του φιλμ συνιστούν αναξιοποίητες ευκαιρίες.

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το ταιριαστό, αλλά συγχρόνως όχι ιδιαίτερα ξεχωριστό καστ (τη Χιονάτη υποδύεται η Ρέιτσελ Ζέγκλερ που γνωρίσαμε μέσα από το «West Side Story» του Στίβεν Σπίλμπερκ και την Κακιά Βασίλισσα η Γκαλ Γκαντότ) αφήνουν μία ελαφρώς ουδέτερη επίγευση. Εξάλλου, στο τέλος της ημέρας η live action εκδοχή της Χιονάτης είναι αυτό ακριβώς που περιμένει κανείς. Ενα ευχάριστο, παραμυθένιο blockbuster που αποτίει φόρο τιμής στο ορίτζιναλ φιλμ του 1937, χωρίς διάθεση να λειτουργήσει ως κάτι περισσότερο από αυτό.