Ο έφηβος Πίτερ Πάρκερ ζει στο Κουίνς της Νέας Υόρκης με τον θείο και τη θεία του, πηγαίνει στο σχολείο και είναι ερωτευμένος με την Γκουεν. Είναι science geek και προσπαθεί να ανταπεξέλθει στη μελαγχολία της εφηβείας. Σε μια επίσκεψη στην εταιρεία του παλιού συνεργάτη του πατέρα του, του Δρ. Κερτ Κόνορς, ο Πίτερ όχι μόνο θ’ ανακαλύψει στοιχεία για τους λόγους της εξαφάνισης των γονιών του, αλλά και θα μεταλλαχθεί από ατσούμπαλο αγόρι σε μαχητή του εγκλήματος με σπάνιες υπερδυνάμεις.

Στον πόλεμο των fans για το ποιος υπερήρωας είναι ο καλύτερος, ο Σπάιντερμαν έχει πάντα μια ιδιαίτερη θέση, γιατί είναι ένα αγόρι, λιγότερο γκλάμορους από τον Batman, πιο αδύναμος από τον Χουλκ, πιο άνθρωπος από τον Σούπερμαν. Αυτός εδώ ο Σπάιντερμαν, κερδίζει στα σημεία: είναι ένας αμήχανος, αδέξιος, ορφανός, μικροαστός έφηβος, απόλυτα αξιολάτρευτος.

Η ταινία στην πραγματικότητα χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο ασχολείται με την προσωπική ζωή του Πίτερ Πάρκερ, του geeky μαθητή στον οποίο συμβαίνουν απίστευτα πράγματα, όπως ότι μια μεταλλαγμένη αράχνη τον τσιμπά και του μεταφέρει υπεράνθρωπες ιδιότητες, ή ότι η συμμαθήτριά του Γκουεν είναι η πιο μαγική κοπέλα που έχει ποτέ γνωρίσει και μπορεί και να τα φτιάξουν. Αυτή η νεανική διάσταση του μετέπειτα Σπάιντερμαν είναι οπωσδήποτε η πιο πετυχημένη οπτική της ταινίας, κάτι που προφανώς ο σκηνοθέτης Μαρκ Γουεμπ επέλεξε συνειδητά να αναπτύξει. Γιατί το «The Amazing Spider-Man» δεν είναι πρίκουελ της τριλογίας του Σαμ Ράιμι, είναι μια αυτόνομη ματιά στο πώς ο Πίτερ έγινε Σπάιντερμαν, πώς απέκτησε στολή και όραμα και άρχισε να κυνηγάει τους κακούς.

Ο Πίτερ Πάρκερ είναι, σ’ αυτό το πρώτο μέρος της ταινίας, ένας έφηβος (σχεδόν) όπως όλοι οι άλλοι και η αγωνία του για το τι έχει απογίνει ο πατέρας του, το τι συμβαίνει στο σώμα του και το πώς θα κάνει φιγούρα στην Γκουεν έχουν, γι’ αυτόν, ακριβώς την ίδια σημασία, δίνοντας την υπόσχεση για μια ταινία πιο πνευματώδη και χαριτωμένη, ακόμα και πιο κομικίστικη απ’ όλες τις προηγούμενες. Κάτι σα νεανική ρομαντική κομεντί, με την quirky αισθητική του Γουεμπ, που είναι, άλλωστε, ο σκηνοθέτης του «(500) Days of Summer».

Το δεύτερο μέρος, της δράσης, είναι οπωσδήποτε το πιο πολυαναμενόμενο, αλλά όχι και το πιο επιτυχημένο. Η εμφάνιση του Λίζαρντ στην οθόνη γίνεται χωρίς τυμπανοκρουσίες, με σκηνές που θυμίζουν περισσότερο… Τζουράσικ Παρκ! Οι πολλές ανοιχτές πόρτες του σεναρίου (όπως η παρουσία του πατέρα της Γκουεν) παραμένουν ορθάνοιχτες, χωρίς να οδηγούν κάπου. Ή, ενδεχομένως, οδηγούν στα πολυάριθμα σίκουελς που αναμφίβολα θα ακολουθήσουν. Το 3D λειτουργεί εντυπωσιακά κατά στιγμές, αλλά στην πλειονότητα της ταινίας ξεχνάς ότι υπάρχει. Η μία σκηνή καταδίωξης, όπου ο Σπάιντερμαν πηδά πάνω από τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης με τη βοήθεια γερανών είναι θαυμάσια σκηνοθετημένη και εντυπωσιακή, αλλά εύκολα απομονώνεται από την υπόλοιπη ροή της ταινίας.

Ο Αντριου Γκάρφιλντ ενσαρκώνει τον Πίτερ Πάρκερ με τρυφερότητα, ευαισθησία, απέραντο cuteness και τεράστια χημεία με την Εμα Στόουν – οι δυο τους είναι ένα ζευγάρι που δε χορταίνεις να βλέπεις και η πηγή του έξυπνου χιούμορ που διατρέχει ολόκληρη την ταινία.

Ιδεαλιστική, ρομαντική σε σημείο που θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως date movie, οπωσδήποτε αυτόφωτη και κατά στιγμές εντυπωσιακή, η ταινία σκορπίζει το ενδιαφέρον του θεατή σε σεναριακά παρακλάδια χωρίς σημασία και τον αποζημιώνει κυρίως επειδή ο Αντριου Γκάρφιλντ μοιάζει απολαυστικά απροστάτευτος κι επειδή η κορυφογραμμή του Μανχάταν μοιάζει ιδανικός τόπος για αναρρίχηση. Κι επειδή, ας μη γελιόμαστε, παρά τα μειονεκτήματά του, αυτό θα είναι το blockbuster του καλοκαιριού.

Περισσότερος «Amazing Spider-Man»: