Άποψη

Οι Ταινίες της Κυριακής: «Κes» του Κεν Λόουτς

of 10

Κάθε Κυριακή, το Flix επιλέγει μια σπάνια, ξεχασμένη, παραγνωρισμένη, έτοιμη να ανακαλυφθεί ξανά ταινία ως το ιδανικό sunday movie. Σήμερα, η δεύτερη αριστουργηματική ταινία του Κεν Λόουτς που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1932.

Οι Ταινίες της Κυριακής: «Κes» του Κεν Λόουτς

Επίλεκτο μέλος της ελίτ των εννιά σκηνοθετών που έχουν βραβευτεί δύο φορές με τον Χρυσό Φοίνικα, ο Κέν Λόουτς κατάφερε με τις ταινίες του να αφήσει το δικό του χαρακτηριστικό στίγμα στη μεγάλη σχολή του βρετανικού ρεαλισμού, αλλά και στον παγκόσμιο κινηματογράφο γενικότερα. Πουθενά όμως δεν είναι πιο ορατές οι αρετές και τα στοιχεία του έργου του που το καθιστούν τόσο ξεχωριστό (και διχαστικό ταυτόχρονα), από τη δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους ταινία του, το «Kes» του 1969, η οποία έκανε διεθνώς γνωστό το όνομα του Aγγλου σκηνοθέτη και θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του, κατακτώντας μάλιστα την έβδομη θέση στην ψηφοφορία του BFI με τις καλύτερες βρετανικές ταινίες του εικοστού αιώνα.

Το «Κes» βασίστηκε στο μυθιστόρημα ≤Α Kestrel for A Knave≥ του Μπάρι Χάινς, το οποίο κυκλοφόρησε έναν χρόνο πριν την κυκλοφορία της ταινίας κι εντάσσεται στο κίνημα του λεγόμενου «ρεαλισμού του νεροχύτη», του καλλιτεχνικού ρεύματος στη λογοτεχνία, το θέατρο και το σινεμά που άνθισε στη Μεγάλη Βρετανία στις δεκαετίες του '50 και του '60 κι επικεντρωνόταν στην εξεγερμένη μεταπολεμική νεολαία της αγγλικής εργατικής τάξης. Ο βαθύτατα αριστερός Λόουτς είχε ήδη ξεκινήσει την καριέρα του από τα τηλεοπτικά στούντιο του BBC το 1963 και είχε αρχίσει να χτίζει το όνομά του με μια σειρά από τηλεταινίες στο πλαίσιο της σειράς «Wednesday Plays/ που διαμόρφωσαν το χαρακτηριστικό του ύφος. Στις σελίδες του μυθιστορήματος του Χάινς, ο Λόουτς βρήκε το ιδανικό υλικό για να επεκτείνει δημιουργικά το καλλιτεχνικό του όραμα στη μεγάλη οθόνη μετά τη μέτρια υποδοχή που είχε το «Poor Cow», η πρώτη του ταινία.

Kes 607

Από τη σύνοψη της ιστορίας μπορεί να καταλάβει κανείς το γιατί. Ο δεκαπεντάχρονος Μπίλι Κάσπερ μεγαλώνει στις φτωχογειτονιές των ανθρακορυχείων του Γιόρκσαϊρ χωρίς ελπίδα, ως “άλλη μια χαμένη υπόθεση” σύμφωνα με την ίδια του τη μητέρα. Σε μια οικογένεια εγκαταλελειμμένη από τον πατέρα, ο Μπίλι συγκατοικεί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Τζουντ, ο οποίος τον κακοποιεί καθημερινά, και την αδιάφορη μέσα στα δικά της προβλήματα μητέρα. Στο σχολείο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, αφού ο Μπίλι μπλέκει συνεχώς σε καυγάδες με τους συμμαθητές του, ενώ οι δάσκαλοι δεν χάνουν την ευκαιρία να τον τιμωρούν και να τον εξευτελίζουν δημόσια για την κακή του απόδοση και την παραβατική συμπεριφορά του. Σε μια πόλη που μαστίζεται από τη φτώχεια και τη μιζέρια και μπροστά σε ένα μέλλον που μοιάζει προδιαγεγραμμένο, ο Μπίλι θα βρει τη μοναδική διέξοδο στη σχέση που θα αναπτύξει με ένα είδος γερακιού (το kes είναι υποκοριστικό του kestrel, που στα αγγλικά σημαίνει βραχοκιρκίνεζο), το οποίο θα δαμάσει και θα εκθρέψει σε πείσμα όσων θεωρούν κι αυτή την απόπειρά του μια ακόμα αποτυχία.

Αν και μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Λοόυτς, το «Kes» συγκεφαλαιώνει όλα τα θέματα που διαπνέουν το πολιτικοποιημένο σινεμά του: η βρετανική εργατική τάξη κι ο αγώνας της για επιβίωση, οι ανάλγητοι κρατικοί θεσμοί που αδιαφορούν για τους πολίτες, ο ουτοπικός αγώνας του ατόμου να βρει την αξία του μέσα σε ένα σύστημα προορισμένο να την εκμηδενίσει, τα θολά όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και την τεκμηρίωση, η νατουραλιστική απεικόνιση του αγγλικού τοπίου, οι εν πολλοίς ακατάληπτες προφορές, που καθιστούν τη θέαση χωρίς υπότιτλους αδύνατη, ο ανθρωπισμός που μετατρέπει την τοπικότητα της θεματικής του σε κάτι οικοuμενικό και πανανθρώπινο.

Kes 607

Το τέλος της ταινίας, άλλωστε, ρεαλιστικό, επώδυνο, αλλά και τόσο συνεπές, όπως σε όλες τις δημιουργίες του Λόουτς, θα είναι άλλη μια υπενθύμιση ότι ο πραγματικός κόσμος δεν είναι ταινία της Disney (η οποία εντελώς ειρωνικά ήθελε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου με τον όρο να αλλάξει το τέλος), αλλά μια διαρκής μάχη με μόναδική αξία τη δύναμη της αντίστασης.

Kes 607

Από τη μεσαιωνική Αγγλία του 14ου αιώνα, όπου οι υπηρέτες είχαν δικαίωμα να εκθρέψουν μόνο το συγκεκριμένο είδος γερακιού (δίνοντας τον τίτλο στο βιβλίο του Χάινς), ελάχιστα πράγματα δείχνουν να άλλαξαν στην ταξική διάρθρωση της χώρας, ακόμα και πέντε αιώνες μετά, και ο Μπίλι Κάσπερ πληρώνει το τίμημα της τάξης στην οποία γεννήθηκε και από την οποία δεν υπάρχει διέξοδος. Ο κοινωνικός αταβισμός τον προορίζει νομοτελειακά στα ανθρακορυχεία της περιοχής του Γιόρκσαϊρ, όπως και τον μεγαλύτερο αδερφό του, ο οποίος ξοδεύει τις μέρες του και το πενιχρό εισόδημα στο αλκοόλ, στα στοιχήματα στον ιππόδρομο και στη βία, λεκτική και σωματική, ενάντια σε ανυπεράσπιστα θύματα. Η περιρρέουσα πραγματικότητα δεν παύει να υπενθυμίζει διαρκώς στον Μπίλι ότι είναι άλλο ένα γρανάζι της γραμμής παραγωγής που ανακυκλώνεται από γενιά σε γενιά, ακόμα και στο ίδιο το σχολείο, όπου στο γραφείο επαγγελματικού προσανατολισμού ο υπεύθυνος αδιαφορεί για τα ενδιαφέροντα του ούτως ή άλλως αφηρημένου κι αδιάφορου Μπίλι και τον καταχωρίζει ως υποψήφιο για χειρωνακτική εργασία.

Ο Λόουτς καταγράφει την ιστορία του Μπίλι με την αμεσότητα που έγινε μετέπειτα το σήμα κατατεθέν του, χωρίς συναισθηματισμούς και δραματουργικά τεχνάσματα. Στο ασφυκτικό ρεαλιστικό πλάισιο που θέτει ο Άγγλος σκηνοθέτης με τη βοήθεια του σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας (και μετέπειτα σκηνοθέτη) Κρις Μένγκες, ο Μπίλι είναι ένα αδάμαστο αγρίμι που παλεύει με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ατομικότητά του και να ορθώσει το ανάστημα του και η κάμερα τον ακολουθεί με νευρώδη ρυθμό σε όλες τις στιγμές που ο κόσμος γύρω του θα προσπαθήσει να τον τσαλακώσει, αλλά και στις λιγοστές στιγμές που θα αισθανθεί ελεύθερος, αφήνοντας το γεράκι του ελεύθερο να πετάξει, με όλο τον συμβολισμό και την ειρωνεία που συνεπάγεται αυτό. Το τέλος της ταινίας, άλλωστε, ρεαλιστικό, επώδυνο, αλλά και τόσο συνεπές, όπως σε όλες τις δημιουργίες του Λόουτς, θα είναι άλλη μια υπενθύμιση ότι ο πραγματικός κόσμος δεν είναι ταινία της Disney (η οποία εντελώς ειρωνικά ήθελε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου με τον όρο να αλλάξει το τέλος), αλλά μια διαρκής μάχη με μόναδική αξία τη δύναμη της αντίστασης.

Kes 607

Οι σχεδόν αποκλειστικά ερασιτέχνες ηθοποιοί (με την εξαίρεση του δασκάλου που θα δείξει ενδιαφέρον και ψήγματα ανθρωπιάς στον μικρό Μπίλι) ενισχύουν τον νατουραλισμό της ταινίας, αν και οι βαριές ντοπιολαλιές τους οδήγησαν στο ντουμπλάρισμα μεγάλου μέρους της για την προβολή της στις αμερικανικές αίθουσες, το μεγαλύτερο όμως μερίδιο για την επιτυχία και τον αντίκτυπο της ταινίας είχε η επιλογή του νεαρού Ντέιβιντ Μπράντλεϊ στο ρόλο του Μπίλι, με μια ερμηνεία που συγκαταλέγεται ακόμα και σήμερα στις κορυφαίες από νεαρό σε ηλικία ηθοποιό στην ιστορία του κινηματογράφου, ανάμεσα σ’ εκείνες του Ζαν Πιερ Λεό στα 400 Χτυπήματα και της Μπριζίτ Φοσέ στα Απαγορευμένα Παιχνίδια. Ειδικά στη σκηνή στην οποία ο Μπίλι περιγράφει ύστερα από παρότρυνση του δασκάλου του το πάθος του για την ιερακοτροφία , ο Μπράντλεϊ είναι αφοπλιστικά κι ανατριχιαστικά μεταδοτικός μέσα στην τσακισμένη υπερηφάνεια και την ευαισθησία του, συνεπικουρούμενος από το σταθερό και σταδιακό ζουμάρισμα της κάμερας του Λόουτς στις εκφράσεις του προσώπου του.

Η αρχική προβολή του «Κες» μόνο στην περιοχή του Γιόρκσαϊρ οδήγησε μέσα από ένα καταιγιστικό word of mouth στην προβολή σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία και στα βραβεία BAFTA, κάνοντας γνωστό το όνομα του Λόουτς διεθνώς. Μετά από μια εικοαετία ενασχόλησης κυρίως με την τηλεόραση, ο Αγγλος σκηνοθέτης θα επέστρεφε εντυπωσιακά στο φεστιβαλικό κύκλωμα, πάντα με το ίδιο γνώριμο, πολιτικό κι ακτιβιστικό σινεμά του: το «Hidden Agenda» το 1990 και το «Βροχή από Πέτρες» το 1993 κατέκτησαν στις Κάννες το Βραβείο της Επιτροπής, ενώ το «Riff Raff» το 1991 και το (δεύτερο αριστούργημά του) «Γη και Ελευθερία» το 1995 κέρδισαν το Ευρωπαϊκό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας. Εκτοτε η πορεία του ήταν εκτός από παραγωγικότατη, και θριαμβευτική, με τα «Ο Ανεμος Χορεύει το Κριθάρι» και «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» να φεύγουν από τις Κάννες με την κορυφαία διάκριση, και παρά την ανακοίνωσή του το 2014 ότι εγκαταλείπει το σινεμά, ο Λόουτς έχει ήδη στα σκαριά την επόμενη ταινία του με τίτλο εργασίας «Sorry We Missed You». Οι καιροί απαιτούν διαρκώς τη στράτευση και ο Λόουτς είναι αποφασισμένος να μεταγγίσει το όραμά του μέχρι την τελευταία ικμάδα της δημιουργικότητας και της μαχητικότητάς του.



Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»


Kes 607