Ενημέρωση

Best of 2025: Οι ταινίες που δεν χώρεσαν στο Τop-10 του Flix για τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς

of 10

Λίγο πριν την αντίστροφη μέτρηση για τις 10 καλύτερες ταινίες του 2025 του Flix, θυμόμαστε όσες θα διεκδικούσαν άξια μια θέση σε αυτές.

Flix Team
Best of 2025: Οι ταινίες που δεν χώρεσαν στο Τop-10 του Flix για τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς

Λίγο πριν μάθουμε ποιες ήταν οι δέκα ταινίες που το Flix θα κρατήσει από το 2025, ακολουθούν 20 που «δεν χώρεσαν» στο top-10. Σαν ένας οδηγός από ταινίες που θα μπορούσε κάποιος να αναζητήσει σε ένα κινηματογραφικό playlist της χρονιάς. Αναμεσά τους μπορεί να κρύβεται και η δική σας αγαπημένη.

Εσείς ψηφίσατε τις καλύτερες ταινίες του 2025; Διαβάστε εδώ πώς θα συμμετάσχετε στη μεγάλη ψηφοφορία του Flix και μπείτε στην κλήρωση για τα μεγάλα δώρα του Flix.


sinners

Αμαρτωλοί (Sinners) του Ράιαν Κούγκλερ

Πολιτεία του Μισισιπή 1930. Τα δίδυμα αδέλφια Σμόουκ και Στακ, ύστερα από 7ετή απουσία στο Σικάγο, όπου επιδόθηκαν σε πάσης φύσεως παρανομίες, επιστρέφουν στη γενέτειρά τους με σκοπό να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους. Θα αγοράσουν μια παλιά αποθήκη και θα τη μετατρέψουν σε έναν χώρο όπου οι Αφροαμερικανοί θαμώνες θα μπορούν να πίνουν, να χορεύουν, να τζογάρουν ασύστολα, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα αυθεντική μπλουζ μουσική. Όμως η κακή τους φήμη προηγείται και κάποιοι ανοιχτοί λογαριασμοί από το παρελθόν βγαίνουν στην επιφάνεια με άγριες διαθέσεις, ενώ η δράση της Κου Κλουξ Κλαν, παρότι επίσημα έχει τερματιστεί, ανεπίσημα συνεχίζει να στοιχειώνει το δέλτα του αμερικανικού Νότου. Και σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, τρεις περίεργοι επισκέπτες εμφανίζονται στο μαγαζί τους τη βραδιά των εγκαινίων…

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Σε μια εποχή όπου το σινεμά του τρόμου συχνά εξαντλείται σε εύκολες φόρμουλες, jump scares και ανακυκλούμενα concepts, οι «Αμαρτωλοί» του Ράιαν Κούγκλερ έρχονται να θυμίσουν πως το φάντασμα του παρελθόντος δεν ησυχάζει εύκολα. Μια ταινία τρόμου που δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα το πραγματικό Τέρας: τον ιστορικό ρατσισμό, την αποικιοκρατία του σώματος και του ήχου, τη διαιώνιση της βίας μέσα από θεσμούς που μοιάζουν αθώοι. Στην νέα αυτή ταινία του Κούγκλερ, η φρίκη δεν προκύπτει από το υπερφυσικό – αλλά από τη μνήμη. Κι όταν η μνήμη τραγουδάει μπλουζ, τότε ξέρεις πως αυτό που ακολουθεί δεν είναι απλώς μια ταινία. Είναι τελετουργία.

Flow

Flow: Η Γάτα που δεν Φοβόταν το Νερό του του Γκιντς Ζιλμπαλόντις

Oταν μια μεγάλη πλημμύρα καταστρέφει το σπίτι της Γάτας, εκείνη βρίσκει καταφύγιο σε ένα σκάφος που κατοικείται από διάφορα ζώα, με τα οποία θα πρέπει να συνεργαστεί παρά τις διαφορές τους. Με την κιβωτό τους, που πλέει μέσα σε μυστηριώδη πλημμυρισμένα τοπία, αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις και τους κινδύνους της προσαρμογής σε αυτόν τον καινούριο, υδάτινο κόσμο.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Τα διαπεραστικά βλέμματα της πρωταγωνίστριας γάτας αλλά και των υπόλοιπων ζώων, ειδικά όταν η ταινία δεν έχει ίχνος διαλόγου, αρνούμενη να δώσει στα ζώα την ντισνεϊκή ανθρώπινη φωνή (με όλο το κόστος που αυτό φέρει σε επίπεδο ταύτισης ή συναισθηματικής ένωσης του θεατή με τα όσα συμβαίνουν στην οθόνη), η διαρκής προσπάθεια για αν(τ)οχή μέσα στο χάος, το βαθύ αίσθημα «ανθρωπιάς» που γίνεται το μεγάλο μήνυμα πίσω από το μεγαλύτερο που είναι η δύναμη που κρύβουμε μέσα μας, όλα όσα αποτελούν τα σπάνια υλικά του «Flow» είναι ταυτόχρονα η προσφορά του σε έναν κόσμο που τελειώνει όσο γράφονται αυτές οι γραμμές: είτε από την κλιματική αλλαγή, είτε από την ανθρώπινη ασυδοσία.

I'm Still Here

Είμαι Ακόμη Εδώ (I'm Still Here) του Βάλτερ Σάλες

Ρίο ντε Τζανέιρο, αρχές της δεκαετίας του 1970. Η Βραζιλία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σφιχτή λαβή μιας στρατιωτικής δικτατορίας. H οικογένεια Πάιβας, όμως, ο πατέρας Ρούμπενς, η μητέρα Γιουνίς και τα πέντε παιδιά τους, περνάει όμως ένα ξέγνοιαστο καλοκαίρι. Μένουν δίπλα στην παραλία, σε ένα σπίτι με πόρτες συνεχώς ανοιχτές για φίλους και οικογένειες. Η στοργή και το χιούμορ που μοιράζονται μεταξύ τους, είναι οι δικές τους λεπτές μορφές αντίστασης στην καταπίεση που υφίσταται ολόκληρη η χώρα. Μια μέρα, θα υποστούν μια βίαιη και αυθαίρετη πράξη που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή τους. Στη συνέχεια, η Γιουνίς αναγκάζεται να επανεφεύρει τον εαυτό της και να χαράξει ένα νέο μέλλον για τον εαυτό της και τα παιδιά της.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Ο Σάλες όμως κάνει κάτι ακόμα πιο μεγάλο. Παίρνει τη συλλογική παρατήρηση και τη καθίζει στο οικογενειακό τραπέζι. Κάνει το κοινωνικό, προσωπικό. Η κάμερά του βουτάει στην μέση της δράσης, κινείται με ενέργεια, χαρά. Ο φακός του δίνει σάρκα, οστά, ψυχή, χαμόγελα, οικειότητα, μικροστιγμές, γεύσεις, μυρωδιές, ήχους, τραγούδια στο γωνιακό σπίτι της παραλίας. Σε κάνει να νιώσεις την κανονικότητα της ευτυχίας, την ελευθερία της θάλασσας, την αυθάδεια των νιάτων, την αγκαλιά της μητέρας, την ασφάλεια της πατρικής στέγης - πριν η πολιτική αφήγηση πετάξει το βιτριόλι της στο οικογενειακό άλμπουμ με τις φωτογραφίες και η ανεμελιά σκουριάσει για πάντα.

the new year that never came

H Νέα Χρονιά Που Δεν Ηρθε Ποτέ (The New Year That Never Came) του Μπογκντάν Μουρεσάνου

Στο Βουκουρέστι του 1989 πλησιάζουν Χριστούγεννα - αλλά κανείς δεν χαίρεται. Συνηθισμένοι άνθρωποι περιμένουν με τρόμο την κάθε επόμενη στιγμή της ζωής τους, ασφυκτιώντας μέσα στο καθεστώς Τσαουσέσκου. Εξι από αυτούς, ένα ψηφιδωτό «κανονικότητας», έχουν ν' αντιμετωπίσουν από ένα συγκεκριμένο βάρος, καθώς οι πορείες τους διασταυρώνονται, χαλαρά, εν αγνοία τους σχεδόν. Ο Γκιέλου είναι εργάτης σε εργοστάσιο αλλά σήμερα το αφεντικό του αναθέτει να πάει να βοηθήσει σε μια μετακόμιση. Μετακομίζει η Μαργκαρέτα, μεγάλη σε ηλικία, που αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι, τις συνήθειες και τις αναμνήσεις μιας ζωής, γιατί κατεδαφίζεται. Δύσκολα θα προσαρμοστεί στο μοντέρνο διαμέρισμα που τής νοίκιασε ο γιος της, ο Γιονούτ. Εκείνος είναι αστυνομικός και στη ρουτίνα της μέρας του είναι η ανάκριση ενός φοιτητή, του Λαουρέντι, ύποπτου για αντικαθεστωτική δράση. Ο μπαμπάς του Λαουρέντι, ο Στέφαν, ίσως μπορεί να μεσολαβήσει για ευνοϊκή μεταχείριση: είναι διευθυντής παραγωγής στο κρατικό τηλεοπτικό κανάλι. Η εορταστική, χριστουγεννιάτικη εκπομπή που με κόπο ετοίμασαν πάει στα σκουπίδια, η κεντρική παρουσιάστρια μόλις αυτομόλησε στη Δύση. Η αντικαταστάτριά της, η ηθοποιός Φλορίνα, δυσκολεύεται να πει τα λόγια που δοξάζουν τον δικτάτορα και, επιπλέον, αγωνιά για τα λιγοστά νέα που έρχονται, πειρατικά, από την Τιμισοάρα: αληθεύει ότι οι κάτοικοι επαναστάτησαν και η αστυνομία έβαψε την πόλη στο αίμα;

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Ο Μουρεσάνου επιλέγει ν' αφηγηθεί τη δραματική ιστορία του με χιούμορ, με μια ελαφρότητα που τις περισσότερες φορές λειτουργεί και απολαυστικά και λυτρωτικά. Τοποθετεί τους ήρωές του, ήδη εγκλωβισμένους από το καθεστώς, σ' ένα στριμωγμένο κάδρο 4:3 και τους παρακολουθεί, πιο στενά κι από την Σεκιουριτάτε, με την κάμερα στο χέρι. Εκείνοι θα κάνουν γκάφες, θα ερωτευτούν ή θα χωρίσουν, θα κλάψουν ή θα παρανοήσουν, θ' ανοίξουν το παράθυρο και θα τραγουδήσουν δυνατά αψηφώντας την παγωνιά και τους καταδότες, μ' αυτό το συνδυασμό θλίψης και γέλιου που χαρακτηρίζει τη ζωή στο όριο της αντοχής, την ανθρώπινη αντίδραση στην καταπίεση που κάποιες φορές είναι ηρωική, κάποιες κωμική, όλες αληθινή.

nouvelle vague

Nouvelle Vague του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ

Το 1959, ο 29χρονος Ζαν-Λικ Γκοντάρ νιώθει ανησυχία για το ανεκπλήρωτο. Ολοι οι φίλοι του, κριτικοί κινηματογράφου στα Cahiers du Cinéma, όπως κι ο ίδιος, έχουν κάνει τουλάχιστον μία ταινία, εκείνος όχι. Ο Σαμπρόλ έχει κάνει και περισσότερες, ο Τριφό παρουσιάζει τα «400 Χτυπήματα» στις Κάννες κι αποθεώνεται. Ωρα να δράσει. Θα βρει μια απλή ιδέα - άλλωστε το μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα κορίτσι κι ένα όπλο - έναν φασέικο τίτλο, «À bout de souffle», θα βρει κι έναν παραγωγό, τον Ζορζ ντε Μπορεγκάρ (ή Μπο-Μπο) και θα ξεκινήσει. Ο παραγωγός του δίνει 20 μέρες για το γύρισμα, για τόσο φτάνουν τα χρήματά του. Κι ο Γκοντάρ θα επιστρατεύσει την παρέα του, όλους τους σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ, το φιλαράκι του τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό και μια Αμερικανίδα pixie star που τα έχει βγάλει πέρα με τον Οτο Πρέμινγκερ, την Τζιν Σίμπεργκ και θα ξεκινήσει. Μέρα 1η, μέρα 2η...

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, ο ένας από τους πιο σινεφίλ σκηνοθέτες της εποχής μας έτσι κι αλλιώς, ρομαντικός και ευρηματικός σ' όλη του την καριέρα, κάνει μια ταινία ανάλαφρη, σεβαστική, αλλά και με την αθωότητα, ή και αφέλεια, ενός παιδιού που αγνοεί ό,τι αρνητικό, όποια σκληρότητα, όποιον αυταρχισμό. Κάνει ένα φιλμ γεμάτο χιούμορ και αγάπη, προσθέτοντας ακόμα και σε τίτλους στο τέλος την πορεία του «À bout de souffle», για να τη μάθει κι όποιος, πώς είναι δυνατόν, δεν τη γνωρίζει.

Riefenstahl Ρίφενσταλ

Ρίφενσταλ, Στην Καρδιά του Τρίτου Ράιχ (Riefenstahl) του Αντρες Φάιελ

Αντιμέτωπος με το τόσο αμφιλεγόμενο, διαβόητο πρόσωπο / προσωπείο της Λένι Ρίφενσταλ έρχεται ο Αντρες Φάιελ και, για να το αποδώσει σωστά, βουτά στην έρευνα. Με συγκλονιστικά ντοκουμέντα, από τη μια πλευρά το υλικό της ίδιας της Ρίφενσταλ: από την πρώτη ταινία όπου έπαιξε η ίδια, ως ηθοποιός, μια αρεία σπορτσγούμαν αναρριχήτρια, στις μνημειώδεις ταινίες της, κυρίως τον «Θρίαμβο της Θέλησης» και το «Ολυμπία», την αποθέωση του ναζιστικού ιδεώδους αλλά και, μαζί, την πρωτοποριακή σκηνοθετική ματιά που επηρέασε ανομολόγητα αμέτρητες/ους σκηνοθέτες στην πορεία, μέχρι πολλές συνεντεύξεις της στην κάμερα, ή φωτογραφίες και ημερολόγια από το προσωπικό της αρχείο. Ολα με έμφαση στο δικό της μότο που ποτέ δεν άλλαξε, ότι, όπως πολλοί Γερμανοί πολίτες, δεν γνώριζε περί θηριωδίας των φασιστών, εκείνη τη δουλειά της έκανε.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

...κι όλ' αυτά με μια ματιά ευθεία που ποτέ δεν υποτιμά την ιδιοφυΐα αυτής της γυναίκας και καθόλου δεν μειώνει την κεφαλαιώδη σημασία της για τον κινηματογράφο αλλά και για τον σύγχρονο πολιτισμό. Γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν εύκολο και το ντοκιμαντέρ του Φάιελ πηγαίνει μόνο στα δύσκολα.

Λο

Λο του Θανάση Βασίλείου

Το προσωπικό ημερολόγιο του Θανάση Βασιλείου, που «φεύγει ή επιστρέφει» (δεν είναι εύκολο να αποφασίσει-ς) στην Αθήνα από το Παρίσι προκειμένου να αποδεχτεί ή να αποποιηθεί την κληρονομιά που του άφησε η μητέρα του.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Κάθε μικρή ή μεγάλη αποκάλυψη για την παραποιημένη - από τον ίδιο τον χρόνο και από την ανάγκη των ανθρώπων να «σιωπούν» για όλα όσα τους πληγώνουν - ιστορία της οικογένειας του, γίνεται μέσα από το λιτό, ποιητικό, βαθιά συγκινητικό βλέμμα του Βασιλείου ένα παλίμψηστο πάνω στο οποίο γράφεται και ξαναγράφεται η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας αλλά κυρίως η ιστορία μιας καθυστερημένης ενηλικίωσης.

julie keeps quite

Η Τζούλι Μένει Σιωπηλή του (Julie Keeps Quiet) του Λεονάρντο βαν Ντάιλ

Η Tζούλι είναι 17 χρονών. Ενα πολύ δυνατό κορίτσι - μυώδη μπράτσα, τετράγωνες πλάτες, γεροί σμιλεμένοι μηροί, στιβαρά πατήματα. Σώμα πρωταθλήτριας, καθώς το τένις είναι η ζωή της: προπονείται όλη μέρα στην Ακαδημία της, σε όσες ώρες περισσεύουν προσπαθεί να χωρέσει και τα μαθήματά της, και περιμένει ανυπόμονα σε λίγες εβδομάδες να περάσει τις εξετάσεις της με την Ομοσπονδία. Να δει αν το όνειρό της γίνει πραγματικότητα: θα την επιλέξουν στην εθνική ομάδα; Μόνο που, σ' αυτό το κρίσιμο σημείο για την πορεία της, ο προπονητής της εξαφανίζεται. Την ίδια στιγμή μία τραγική είδηση σκάει στον όμιλο - η Αλίν, η συνομήλικη συναθλήτριά της, αυτοκτόνησε. Ψίθυροι στα πηγαδάκια συνδέουν τα δύο περιστατικά: ο Ζερόμ προπονούσε ιδιωτικά και την Αλίν - όπως και τη Tζούλι. Τι συμβαίνει; Ποιο όριο ξεπεράστηκε; Υπάρχει φωτιά στον καπνό; Tζούλι, τι έκανε ο Ζερόμ στην Αλίν; Το έκανε και μαζί σου; Γιατί δεν μιλάς;

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Ο πρωτοεμφανιζόμενος Βέλγος σκηνοθέτης Λεονάρντο βαν Ντάιλ δε θα την πιέσει. Θα τη σεβαστεί. Θα καταλάβει ότι για να πει ηχηρά την ιστορία αυτής της ηρωίδας, για να ξεκινήσει έναν σοβαρό διάλογο με τους θεατές του, πρέπει να την κινηματογραφήσει με το φακό στον σιγαστήρα. Παρατηρώντας κι όχι φωνάζοντας. Αλλωστε, το γνωρίζει, η χώρα του έχει την μεγάλη παράδοση των αδελφών Νταρντέν (αν και το δικό του σινεμά δεν είναι νεορεαλισμού, αλλά πιο λυρικό, ποιητικό, στυλάτο) η εικόνα έχει μεγάλη ωστική δύναμη. Δεν χρειάζεται λόγια, έχει τη δική της γλώσσα.

dog on trial

Η Δίκη Ενός Σκύλου (Dog On Trial) της Λετίσια Ντος

Ο «Κόσμο» είναι ένας μαλλιαρός, χαριτωμένος κοπράκος που κάπου, κάποτε υιοθέτησε ο αντίστοιχα κοινωνικά απόκληρος Ντάριους. Ζουν στη σύγχρονη Ελβετία όπου οι νόμοι για τα κατοικίδια είναι σαφείς και αυστηροί: αν ένα σκυλί δαγκώνει και θεωρείται επικίνδυνο, θανατώνεται. Κι ο Κόσμο έχει δαγκώσει ήδη τρεις φορές - και τις τρεις όταν κάποιος (συνειδητά ή ασυνείδητα) πλησίασε το φαγητό του. Ο Ντάριους, φωνακλάς και πεισματάρης, φτάνει στο γραφείο της Αβρίλ, μίας 39χρονης δικηγόρου που αναλαμβάνει και pro bono υποθέσεις, κι απαιτεί να τον εκπροσωπήσει. Μοναχικός, μουντρούχος, περιθωριακός, ζει μόνο για το σκύλο του, κι ο σκύλος του για αυτόν. Τι θα απογίνει αν τον χάσει; Ο Κόσμο είναι ολόκληρος ο κόσμος του.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Η Ελβετογαλλίδα ηθοποιός Λετίσια Ντος γράφει (μαζί με την Αν-Σοφί Μπέιλι) πρωταγωνιστεί, αλλά και μπαίνει για πρώτη φορά και πίσω από την κάμερα για να δώσει κινηματογραφική φωνή σ’ ένα πολύ σοβαρό θέμα: τα δικαιώματα των ζώων - άγριων και κατοικίδιων. Ποιος τα αποφασίζει, ποιος συντάσσει νομοθεσίες, ποιος βάζει όρια και τιμωρίες; Κατά πόσο έχουμε σκεφτεί ότι όλα αυτοί οι φορητοί κανόνες παραβιάζουν ουσιαστικές ισορροπίες στο περιβάλλον, κάτι που με τα χρόνια κάνει έναν πλήρη κύκλο και μάς δαγκώνει στην ουρά; Παίρνουμε λύκους, τους κάνουμε λούτρινα παιχνίδια, ή ακόμα χειρότερα ιδιοκτησίες μας, κι όταν σε μια στιγμή κρίσης το ζώο θυμηθεί τη φύση του, το τιμωρούμε σοκαρισμένοι. Ξεχνάμε όμως κάτι: το πιο επικίνδυνο ζώο είναι ο άνθρωπος.

To a Land Unknown

Σε Μια Αγνωστη Χώρα (To a Land Unknown) του Mάχντι Φλάιφελ

O Σατίλα έχει ένα όνειρο - για αυτό άφησε πίσω τη γυναίκα του, Ναμπίλα, και τον 3χρονο γιο του. Μαζί με τον Ρέντα, τον αγαπημένο του ξάδελφο, θα ανοίξουν ένα καφέ στη Γερμανία. Σε μία φιλική στους Παλαιστινίους γειτονιά του Βερολίνου. Η Ναμπίλα θα μαγειρεύει. Εκείνος θα έχει ένα γραφείο με μεγάλο τασάκι. Ο Ρέντα θα είναι στο μπαρ - το πρώτο πρόσωπο που θα βλέπουν οι πελάτες όταν μπαίνουν. Αυτό το οστεώδες πρόσωπο, με τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια, φωτίζεται κάθε φορά που ακούει το όνειρο, ενώ κοιμούνται στα ημιυπόγεια της Κυψέλης. Η Αθήνα είναι η no-man's-land στάση τους προς την Ευρώπη, όπως και για τους περισσότερους Παλαιστινίους που δραπετεύουν από την κόλαση, με προορισμό άγνωστες πατρίδες. Μια πόλη κι αυτή χτυπημένη από την κρίση, σκληρή, αφιλόξενη, με εξαθλιωμένους τους κατοίκους που μοιράζονται τις γειτονιές που έχουν καταφύγει κι οι μετανάστες. Ο Σατίλα κι ο Ρέντα κλέβουν πορτοφόλια για να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για ψεύτικο διαβατήριο, αλλά τα πορτοφόλια είναι άδεια. Κάθε μέρα που περνά, το θερμόμετρο της ανυπομονησίας και της απόγνωσης ανεβαίνει. Πρέπει να δραπετεύσουν από αυτό το καζάνι που βράζει. Ο ευαίσθητος Ρέντα δραπετεύει κι αλλιώς - χτυπάει ενέσεις ηρωίνης. Για τη δόση του, πουλάει το σώμα του, πουλάει και το όνειρο αδειάζοντας τον κουμπαρά. Ο κλοιός σφίγγει κι ο αποφασισμένος Σατίλα πρέπει να οργανώσει κάτι πιο δυναμικό - οι μικροκλοπές δεν φτάνουν.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Ο Φλάιφελ, που συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τους Φάιζαλ Μπουλίφα και Τζέισον ΜακΚόλγκαν, δεν χρυσώνει το χάπι της προσφυγιάς, με αγγελικά πορτρέτα των αντι-ηρώων του. Αντιθέτως, το γερό του χαρτί είναι ότι γνωρίζει ότι το καλό και το κακό ελλοχεύουν μαζί μέσα στους ανθρώπους - όσο τους αφήνεις χωρίς σκέπη, χωρίς ασφάλεια, χωρίς ταυτότητα, χωρίς μέλλον, όσο παραμένουν στο κολαστήριο ενός γεωγραφικού και ψυχικού limbo, τόσο διακυβεύονται οι ηθικές αντιστάσεις, η συνείδηση, η ανθρωπιά. Γιατί τι άλλο έχουν να ξεπουλήσουν; Τι άλλο έχουν να χάσουν;

harvest

Harvest της Αθηνάς Τσαγγάρη

Βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Τζιμ Κρέις, το φιλμ θέλει να μιλήσει για μια ιστορική στιγμή που άλλαξε για πάντα την μορφή του κόσμου μας, μέσα από την ιστορία μια κοινότητας εργατών στην περιουσία ενός άβουλου γαιοκτήμονα που καλλιεργούν την γη με τον τρόπο που ήξεραν από γενιά σε γενιά. Η αλλαγή θα φτάσει απροσδόκητα και απροειδοποίητα, πρώτα στο πρόσωπο ενός χαρτογράφου που θα έρθει για να καταγράψει την περιουσία του και τα σύνορά της και αμέσως μετά από τρεις ξένους, δυο άντρες και μια γυναίκα που αρχικά δεν ξέρεις από που ήρθαν, μα πριν η ιστορία ολοκληρώσει την τροχιά της, η προέλευσή τους θα γίνει σαφής και ξεκάθαρη.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Η ομορφιά πηγαίνει χέρι χέρι με την απογοήτευση στο φιλμ, που χωρά στην αγκαλιά του στιγμές ποιητικές (η βόλτα του χαρτογράφου με τον Γουόλτερ στο κτήμα), αλλά και έντονου πόνου και οργής. Ομως κάθε συναισθηματική διακύμανση και κάθε εικόνα, σκληρή η γοητευτική, έχει τον δικό της λόγο ύπαρξης σε ένα φιλμ που όπως ένας χάρτης σε αφήνει να δεις την μεγάλη εικόνα του, μόνο όταν ολοκληρωθεί.

Memoir of a Snail

Αναμνήσεις ενός Σαλιγκαριού (Memoir of a Snail) του Ανταμ Ελιοτ

Η Γκρέις είναι μια μοναχική γυναίκα που αγαπάει τα βιβλία, συλλέγει σαλιγκάρια και αντιμετωπίζει μια σειρά από ατυχίες όταν χωρίζεται από τον δίδυμο αδελφό της. Παρά τις δυσκολίες της, βρίσκει ξανά έμπνευση κι ελπίδα όταν αρχίζει μια φιλία με μια εκκεντρική ηλικιωμένη γυναίκα ονόματι Πίνκι.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Οι «Αναμνήσεις ενός Σαλιγκαριού» δεν είναι κυριολεκτικά οι αναμνήσεις ενός… σαλιγκαριού. Υπάρχουν όμως σαλιγκάρια στην ταινία, και κυρίως η Σίλβια που πήρε το όνομα της από την Σίλβια Πλαθ - πόσες φορές σας συνέβη αυτό σε μια ταινία κινουμένων σχεδίων; Οι «Αναμνήσεις ενός Σαλιγκαριού» δεν είναι μια παιδική ταινία. Η stop-motion καρδιά της χτυπάει για όλους, παιδιά, ενήλικες, αιώνιους έφηβους και μεγάλα παιδιά που κάποια στιγμή στη ζωή τους συνειδητοποίησαν ότι «η παιδική ηλικία είναι σαν να είσαι μεθυσμένος: όλοι θυμούνται τι έκανες εκτός από σένα». Οι «Αναμνήσεις ενός Σαλιγκαριού» δεν είναι μια κωμωδία, ούτε όμως μια τραγωδία, δεν είναι μόνο αστείες, αλλά ούτε μόνο δακρύβρεχτες, είναι όπως ακριβώς (θα έπρεπε να) είναι η ζωή: ένα δάκρυ που πέφτει όταν γελάς και ένα γέλιο που ανεβαίνει στο λαιμό σου κάθε φορά που κλαις.

Αρκάντια

Αρκάντια του Γιώργου Ζώη

«Μπορώ να μείνω εδώ;», ρωτάει ο χαροκαμένος Γιάννης, 50άρης γιατρός, την κυρία που νοίκιαζε το εξοχικό της σπίτι στον άνθρωπο (κόρη; φίλη; συγγενή;) που ο Γιάννης μόλις έχασε σε τροχαίο εκεί κοντά, σε χαντάκι κάτω από μια γέφυρα. Είναι και η σύζυγός του μαζί, η Κατερίνα, αλλά ο Γιάννης μιλάει στον ενικό. Ισως να εννοεί το αυτονόητο, να μείνουν μαζί, και οι δύο. Ισως πάλι να θέλει να μείνει μόνος, να διαχειριστεί σόλο το ξαφνικό πένθος του. Ο Γιάννης και η Κατερίνα, γιατρός κι αυτή, ψυχίατρος, έχουν έρθει στο παράκτιο θέρετρο να αναγνωρίσουν το πτώμα του θύματος. Ο αστυνομικός επί της υπόθεσης τούς ενημερώνει για τις πιθανές συνθήκες του δυστυχήματος, για την ύπαρξη ενός ακόμη επιβάτη, επίσης νεκρού, και τους παραδίδει τα προσωπικά αντικείμενα της εκλιπούσης. Ανάμεσά τους και το κινητό της, εκεί όπου ο Γιάννης θα δει αργότερα, σε βίντεο άσεμνο, το πρόσωπο του άλλου επιβάτη, του άντρα που διατηρούσε σχέση με το θύμα, το οποίο ο Γιάννης νόμιζε πως λείπει σε συνέδριο στο Λονδίνο.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Σκιές που παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά στον φακό του Γιώργου Ζώη, αλλού τραχιά και δυσοίωνα, μέσα από τo γκροτέσκο ποζάρισμα ενός Ούλριχ Ζάιντλ, αλλού αέρινα έως και χιουμοριστικά (μας ήρθαν στον νου εικόνες από το ghost town story «Αν τα Γουρούνια Είχαν Φτερά» της κάποτε ιέρειας του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά Σάρα Ντράιβερ), αλλού με τους τρόπους ενός pop μεταφυσικού θρίλερ (τύπου «Εκτη Αίσθηση»), πάντα όμως με ένα (πολανσκικό) κοίταγμα στο απόκοσμο ως κάτι κοινό και οικείο, μια υφολογική προσέγγιση που έλκει την καταγωγή της από τον μαγικό ρεαλισμό.

Souleymane's Story

Το Παρίσι του Σουλεϋμάν (Souleymane's Story) του Μπορίς Λοζκίν

Ο Σουλεϋμάν κινείται συνέχεια. Σταματάει μόνο για να πάρει μερικές ανάσες, να βρει λύση σε κάτι που ανατρέπει τη διαδικασία της συνεχούς κίνησης. Και συνεχίζει να κινείται. Με το ποδήλατο, με τα πόδια, τα μάτια του που σκανάρουν ολόκληρο το Παρίσι, αλλά δεν σταματούν ποτέ να για να κοιτάξουν την πόλη. Ο Σουλεϋμάν δεν προλαβαίνει να σταθεί, να κοιτάξει, να σταματήσει. Πρέπει να κινείται, να παραδίδει τα πακέτα που κουβαλάει. Και πρέπει να τρέχει για να προλάβει: τον επόμενο παραλήπτη, το νυχτερινό λεωφορείο που τον πηγαίνει στους κοιτώνες των αστέγων, τον χρόνο που μετρά αντίστροφα μέχρι την ημέρα της εξέτασής του για την αίτηση ασύλου.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Αν καταφέρνει κάτι ο Μπορίς Λοζκίν είναι ότι η ταινία του κινείται σχεδόν πιο πολύ κι από τον ήρωά του. Τον ακολουθεί σε μια φρενήρη διαδρομή που, με την πρόφαση της αντίστροφης μέτρησης, καταφέρνει να είναι μαζί και θρίλερ και ντοκιμαντέρ, και το κυριότερο: περισσότερο μια ταινία - ανάγκη για να ειπωθεί σωστά μια ιστορία, παρά ένα roller-coaster επιβίωσης όπως φαινομενικά μοιάζει. Για όση ώρα, στο πρώτο μέρος, νιώθεις πως η καθημερινότητα του Σουλεϋμάν (σε) οδηγεί σε μια αναπόφευκτη κοινοτοπία, τόσο η διαδρομή προς το δεύτερο μέρος ξεκαθαρίζει τα λιτά και λειτουργικά μέσα με τα οποία ο Λοζκίν διαχωρίζει τη θέση του από παρόμοιες απόπειρες.

She loved blossoms more

Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο του Γιάννη Βεσλεμέ

Τρία αδέρφια κατασκευάζουν μια αυτοσχέδια χρονομηχανή με σκοπό να επαναφέρουν την από καιρό νεκρή μητέρα τους στη ζωή. Όταν ο εκκεντρικός πατέρας τους κάνει την εμφάνισή του, το πείραμα ξεφεύγει από τον έλεγχό τους και ξεκινάει η χωροχρονική περιδίνισή τους εκεί που το παρελθόν και το παρόν γίνονται ένα σε αυτήν την κωμική όσο και αλλόκοτη εξερεύνηση του πένθους.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Στην καλύτερη εδώ - ακριβώς επειδή είναι ακόμη πιο αταξινόμητη, ακόμη πιο ψυχεδελική και ακόμη πιο απενοχοποιημένη από οτιδήποτε έχει κάνει - στιγμή του, ο Γιάννης Βεσλεμές φτιάχνει μια ταινία (την ίδια ακριβώς στιγμή) για και από τη ζωή και το σινεμά μαζί. Και εντυπωσιάζει με το επίπεδο της κατασκευής, τα ακέφαλα κοτόπουλα, τους φωτισμούς (στο απόγειο της τέχνης του Χρήστου Καραμάνη) και τα σκηνικά, τα πτώματα που ανασταίνονται καπνίζοντας και το μνημειώδες στη μέση κομμένο κεφάλι μιας κοπέλας που βρίσκεται κολλημένο σε δύο χρόνους.

thunderbolts

Thunderbolts* του Τζέικ Σράιερ

Μια ομάδα ανεξάρτητων βετεράνων που είχαν ξεπουληθεί και βρεθεί στα κάτεργα, και μια δολοφόνος σε κατάθλιψη, αποτελούν τον στόχο μιας παγίδας θανάτου που στήνει η διευθύντρια της ΣΙΑ, και εξαναγκάζονται να αναλάβουν μια άκρως επικίνδυνη αποστολή. Για να τη φέρουν όμως εις πέρας, πρέπει να μάθουν πρώτα να λειτουργούν ως ομάδα και να αντιμετωπίσουν τα πιο σκοτεινά σημεία του παρελθόντος τους.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Αν κάτι κάνει το «Thunderbolts*» ξεχωριστό είναι η ευθεία αντιπαράθεση με το ψυχικό κόστος της ζωής στο περιθώριο. Δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα την κατάθλιψη. Ούτε την ενοχή. Ούτε την αποτυχία. Αντιθέτως, μοιάζει φτιαγμένο από αυτά. Σαν κάθε ήρωας να έχει κολλήσει σε μια στιγμή από το παρελθόν του και να μην μπορεί να την ξεφορτωθεί. Το σενάριο – με απλές γραμμές και σπάνιες εξάρσεις – δίνει χώρο στο μη ειπωμένο, αφήνει τις παύσεις να πουν περισσότερα απ’ ό,τι οι φράσεις. Ακόμα και το χιούμορ είναι διαφορετικό. Οχι με τα εξυπνακίστικα punchline των προηγούμενων ταινιών της Marvel. Εδώ έχουμε πικρό χιούμορ, σχεδόν αυτοκαταστροφικό. Αστεία που λέγονται για να μην δακρύσεις (αν και θα συμβεί, πιστέψτε μας). Με αυτόν τον τρόπο η ταινία, με γενναιότητα σπάνια για υπερηρωικό σινεμά, αναγνωρίζει πως η κατάθλιψη δεν έχει πάντα ένα αίτιο. Οτι δεν διορθώνεται εύκολα. Και ότι οι άνθρωποι δεν ζητούν λύση, ζητούν συνύπαρξη.

misericordia

Misericordia του Αλέν Γκιροντί

Η επιστροφή του Ζερεμί στη γενέτειρά του για την κηδεία του πρώην αφεντικού του, του φούρναρη του χωριού, εξελίσσεται σταδιακά σε μια δίνη παραδοξότητας, αιματηρών μυστηρίων και απρόσμενων σεξουαλικών εξελίξεων. Όσο η προσωρινή παραμονή του νεαρού στο σπίτι της χήρας του εκλιπόντος παρατείνεται, τόσο περισσότερο αρχίζει να επισκιάζεται από μια μυστηριώδη εξαφάνιση, τις απειλητικές διαθέσεις ενός γείτονα και τις παρεξηγήσιμες προθέσεις ενός ιερέα.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Οσο queer ακούγονται όλα αυτά, άλλο τόσο είναι, σε μια ταινία που μοιάζει να αναφέρεται στο «Θεώρημα» - με τον «ξένο» που έρχεται να διαταράξει τη λίμπιντο μιας «οικογένειας» - στη συσκευασία μιας κωμωδίας που στο «υγρό» έδαφος της φυτρώνουν «μανιτάρια» από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ και τον Κλοντ Σαμπρόλ, συν μια απολαυστικά offbeat παρατήρηση πάνω στα καταπιεσμένα ένστικτα της επαρχίας. Ολα μοιάζουν να κινούνται σχεδόν υπνωτισμένα σε μια ευθεία γραμμή λεπτής ειρωνίας που λοξοδρομεί διαρκώς μια προς το παραμύθι (τα σύμβολα είναι επαρκή: το δάσος, ο κακός λύκος…), μια προς το όνειρο (το ρολόι που επιβεβαιώνει τον διακεκομμένο νυχτερινό ύπνο του Ζερεμί) αμφισβητώντας διαρκώς την αληθοφάνεια ή ακόμη και την ίδια την αλήθεια των πραγμάτων.

it's not me

Δεν Είμαι Εγώ (C'est Pas Moi) του Λεός Καράξ

40 χρόνια καριέρας σε ένα αυτοβιογραφικό φιλμ, αταξινόμητο όσο και ο σκηνοθέτης του.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Ο Καράξ μοντάρει οπτικοακουστικά ψήγματα, στιγμές και τις σκορπά στην οθόνη σαν πανκ χρυσόσκονη. Moντάρει (φαινομενικά) ελλειπτικά, αλλά, αν κοιτάξεις προσεκτικά, σε μία διακριτική και ουσιαστική θεματική αφήγηση της προσωπικής του ιστορίας. Ποια είναι τα υλικά που τον έπλασαν; Ποιοι επηρέασαν το έργο του; Ποιοι καθόρισαν και καθορίζουν τη ζωή και τις ζωές μας; Μπροστά από τα μάτια μας θα παρελάσουν σκηνές από 31 ταινίες (από την «Αυγή» του Μουρνάου και το «Vertigo» του Χίτσκοκ, μέχρι τα δικά του - «Η Δική Μας Νύχτα», «Οι Εραστές της Γέφυρας», «Holy Motors», «Annette»). Πάνω από 40 μουσικά κομμάτια - από Μάιλς Ντέιβις και Μπετόβεν, μέχρι Ντέιβιντ Μπόουϊ και Κάιλι Μινόγκ. Εικόνες του Χίτλερ, του Τραμπ, του Πούτιν, του Νετανιάχου. Φιγούρες πατεράδων που απέτυχαν και μικρών παιδιών που μεγάλωσαν με ένα κενό που έπρεπε να γεμίσει. Με σινεμά.

Ghost trail

Φαντάσματα από το Παρελθόν (Les Fantômes) του Τζονατάν Μιλέ

Ο Χαμίντ είναι μέλος μιας μυστικής ομάδας η οποία καταδιώκει τους ηγέτες του συριακού καθεστώτος που έχουν τραπεί σε φυγή. Η αποστολή του τον οδηγεί στη Γαλλία, στα ίχνη του πρώην βασανιστή του, τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Μέλος μιας οργάνωσης που προσπαθεί να εντοπίσει εγκληματίες πολέμου του καθεστώτος της Συρίας, ο Χαμίντ, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου που ζει στο Στρασβούργο, είναι ο οδηγός σε μια αναζήτησή που διαθέτει το σασπένς του θρίλερ αλλά κυρίως εκείνο το άλλο, το πιο αγωνιώδες, της ανάγκης να επουλωθούν ανοιχτά τραύματα που σε εμποδίζουν να είσαι ο εαυτός σου. Χωρίς ταυτότητα, με το παρόν του φτιαγμένο από ένα ψέμα και με την οργισμένη επιθυμία για αντίποινα που όμως θα εμποδίσει πολλές φορές - μέχρι το τέλος; - η ανθρώπινη συνείδηση, ο Χαμίντ παίζει στο δικό του video game, φρενήρες σε ρυθμό αλλά και σε ρίσκο, σε έγχυση αδρεναλίνης αλλά και σε ουμανισμό.

τέρματα του αυγούστου

Τα Τέρματα του Αυγούστου του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου

Κάθε καλοκαίρι, στα ορεινά της νότιας Πίνδου, ένα αυτοσχέδιο τουρνουά ποδοσφαίρου δίνει ζωή στα χωριά και τους ανθρώπους της περιοχής. Η επεισοδιακή πορεία στο τουρνουά της ομάδας του Αρματολικού, αποκαλύπτει το συναρπαστικό ζωντάνεμα μιας μικρής κοινότητας, η οποία μπορεί τους περισσότερους μήνες του χρόνου να είναι σχεδόν άδεια, το πνεύμα της όμως, παραμένει ζωντανό.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική)

Τα «τέρματα» του Αυγούστου, από την ετυμολογία τους φτιαγμένα να εμπεριέχουν τις έννοιες της νίκης (του γκολ) αλλά και του τέλους (του γηπέδου, του χωραφιού), περιγράφουν μικρές νίκες και μικρά τέλη, μικρές ιστορίες ζωής και θανάτου, μικρά ράθυμα στιγμιότυπα σε εκείνο το «ευλογημένο» μικρό διάστημα του Αυγούστου που λες και η γιορτή της Παναγίας ενεργοποιεί τους έρημους το χειμώνα τόπους και αυτοί γεμίζουν φωνές, κλάματα, κουτσομπολιά, τον ήχο μιας καθημερινότητας που ζυμώνει και σφάζει με την ίδια ανακουφιστική ησυχία.

Best of 2025: Αναζητήστε στο ειδικό τμήμα του Flix τα αγαπημένα της χρονιάς από τους αγαπημένους της χρονιάς. Οι λίστες με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς από Ευρώπη και Αμερική και όλα όσα αφήνει πίσω της η κινηματογραφική χρονιά που φτάνει στο τέλος της